Attack On Titan: EruRi II

148 8 7
                                    

Fandom: Attack On Titan // Shingeki no Kyojin

Eruri: Erwin Smith x Levi

Μια στάλα ιδρώτα είχε γλιστρήσει στο λαιμό του Λίβαϊ, κρεμόταν από τη φλέβα του σφυγμού του. Το κεφάλι του ήταν πιεσμένο στο μαξιλάρι, βλέφαρα κλειστά. Με τα σώματα τους να μην αγγίζουν, αέρας να απλώνεται ανάμεσα τους, κείτονταν εκεί· ισορροπόντας μεταξύ ύπνου και εγρήγορσης. Ήταν μια θολή κατάσταση που τύλιγε τα άκρα τους με χαλάρωση και τις αναπνοές τους με δυσχαίρια.

Ο Έρβιν αναστέναξε. Μετακινήθηκε σπασμωδικά στη θέση του αναγκάζοντας το στρώμα να τρίξει κάτω από το βάρος του καθώς τεντωνόταν για να φιλήσει τον κόκκο νερού μακριά. Στην κίνηση, τα μάτια του άλλου άντρα άνοιξαν μια σπιθαμή. Το βλέμμα του έμεινε εκεί, μια παγωμένη πινελιά στη λάβρα της μεσημεριανής ατμόσφαιρας.

«Πρέπει να σηκωθούμε», φίλησε μαλακά ο Έρβιν τις λέξεις στο λαιμό του και ο Λίβαϊ μούγκρισε.

«Μην τολμήσεις να σηκώσεις τον κώλο σου από το κρεβάτι», απάντησε τραβώντας το σώμα του εκατοστά μακριά. «Και μην με ακουμπάς. Έχει 41 γαμημένους βαθμούς».

«Είμαστε έτσι πολύ ώρα», του απάντησε κρατώντας τώρα τα χέρια του κοντά του. Μπορούσε να νιώσει τη ζέστη μέχρι και στον αέρα στον πάτο των πνευμόνων του. Στις σταγόνες στη βάση της πλάτης του. «Πρέπει να σηκωθούμε».

Ο Λίβαϊ τον παρακολουθούσε μέσα από μισόκλειστα μάτια.

«Αν έχεις τάσεις αυτοκτονίας και θέλεις να προσπαθήσεις να βγεις έξω με αυτόν τον καιρό, δεν θα σε σταματήσω. Εγώ μένω εδώ και καλή τύχη».

«Δεν ήξερα ότι απεχθάνεσαι τόσο πολύ τη ζέστη», παρατήρησε ο Έρβιν με ένα πλάγιο χαμόγελο.

Ο Λίβαϊ δεν απάντησε.

Και έτσι, ο ξανθός άντρας τράβηξε τα πόδια του στο πλάι και ετοιμάστηκε να ανασηκωθεί στο κρεβάτι, όταν ένα χέρι βρέθηκε στο κέντρο του στήθους του, ρίχνοντας τον πάλι πίσω. Αναπήδησε σε ένα στρώμα νωπό από τον ιδρώτα του.

«Δεν φαντάστηκα πως ο άδειος εγκέφαλος σου θα με έπαιρνε όντως στα σοβαρά», μουγκρίσε ο Λίβαϊ, κρατώντας τον στα σκεπάσματα με αστείρευτη ισχύ. «Μείνε κάτω. Είσαι και αρχαίος, θα πάθει και τίποτε η καρδιά σου από τη ζέστη».

«Και εδώ που νόμιζα πως δεν ενδιαφέρεσαι», ο Έρβιν του χαμογέλασε ένα κουρασμένο μειδίαμα.

«Και ανταμίβεις το ενδιαφέρον μου με ιδρώτα». Τράβηξε το χέρι του μακριά, παρακολουθώντας το υγρό που άπλωνε στην παλάμη του με ένα αηδιασμένο μορφασμό και ένα σιγανο "τσκ" αποδοκιμασίας.

Ο Έρβιν έκλεισε τα δάχτυλα του μια σφιχτή λαβή στον καρπό του άλλου άντρα, καθώς ο Λίβαϊ σκουπίζε με μανία τον ιδρώτα στο γυμνό μηρό του.

«Απεχθάνομαι τη ζέστη», μουρμούρισε.

Ο Έρβιν έγνεψε καταφατικά. Με κατανόηση. Ήθελε να φιλήσει τον μορφασμό από τα χείλη του. Να τον τραβήξει κοντά. Μόνο που εκείνη τη στιγμή μια ριπή καυτού αέρα από το παράθυρο τον έκανε να καταπιεί τις σκέψεις του. Αρκέστηκε σε παρηγορητικές κινήσεις του αντίχειρα στις αρθρώσεις του άλλου άντρα καθώς τον άκουγε να μιλάει.

«Μισώ τις περισσότερες εποχές», παραδέχτηκε ο Λίβαϊ. «Αλλά το καλοκαίρι είναι απλώς... Μπορεί να νομίζεις ότι θα ήταν υποφερτά επειδή ήταν υπόγεια αλλά ήταν απαίσια. Αποπνικτικά. Υπήρχε αυτή η αίσθηση στον άερα. Σαν... Δεν ξέρω πως να το εξηγήσω. Αλλά δεν μπορούσες να την διώξεις από το δέρμα σου· ότι και αν έκανες. Και ο ιδρώτας. Το νερό ήταν περιορισμένο τα δύσκολα καλοκαίρια οπότε μπορεί να χρειαζόταν να μείνεις βδομάδες χωρις μπάνιο με όλο τον ιδρώτα και τη βρώμα και...» σταματησε να μιλάει. Μαζί με τα λόγια του διακόπηκε και το άγγιγμα. «Μισώ το καλοκαίρι.»

Υπήρχαν πολλές πλευρές, πτυχές και γωνίες του Λίβαϊ που παρέμεναν στο σκοτάδι. Με το πέρασμα του χρόνου, ο Έρβιν είχε τη δυνατότητα να ρίξει γραμμές φωτός σε όλα τα επίπεδα που τον τύλιγαν, μονάχα για να φαναιρώσει νέες κλειστές πόρτες. Μονάχα ελάχιστες φορές ερχόταν σε επαφή με την πραγματική εικόνα της ψυχής του. Και αυτές οι φορές ήταν μέσα σε θραύσματα και τμήματα στιγμών όπου ο Λίβαϊ τον κοιτούσε με αυτό το βλέμμα και η καρδιά του Έρβιν ηρεμούσε μερικούς χτύπους με τη συνειδητοποίηση πως σιγά-σιγά του ανοιγόταν. Με πολύ μικρά, βρεφικά βήματα αλλά του ανοιγόταν.

Και η σκέψη τον έκανε ευτυχισμένο.

Έτσι, άφησε το χέρι του να πέσει πίσω στο στρώμα και μουρμούρισε θολά:

«10 λεπτά ακόμη».

Ο Λίβαϊ κάγχασε.

~~~

Σημείωμα: Το ονομάζω "Όταν είσαι διακοπές και γράφεις στην παραλία, στο τάμπλετ, που δεν μπορείς να χειριστείς καλά, σαν τη γιαγιά, γράμμα στο γράμμα, σου παίρνει δέκα ώρες για 100 λέξεις και υποφέρεις" Μέχρι να τελειώσω μια πρόταση είχα ξεχάσει πως την άρχισα. Λυπηθείτε με.

Αριάδνη!

Anime DrabblesWhere stories live. Discover now