Δεν κατάλαβα μέσα από τις σκέψεις μου ποσό γρήγορα έφτασα στην εταιρία. Άφησα το αυτοκίνητο στο πάρκινγκ και πήρα το ασανσέρ για το γραφείο μου.

"Καλημέρα" χαιρέτησα το αφεντικό μου και κατευθύνθηκα προς το γραφείο. Άφησα τα πράγματα μου και ξεκίνησα να διορθώνω τα έγγραφα...

Μετά από περίπου τρείς ώρες χτύπησε το εσωτερικό τηλέφωνο του γραφείου μου.

"Παρακαλώ" είπα στο ακουστικό.

"Εμμ Lucy έλα λίγο από το γραφείο μου που σε θέλω και να μου πεις και τα ραντεβού μου." ακούστηκε ο κύριος Troy από την άλλη γραμμή.

"Οκευ" απάντησα και έτσι έκλεισα το τηλέφωνο.

Σηκώθηκα,πήρα τον φάκελο και έσπευσα προς το γραφείο του. Χτύπησα την πόρτα και μετά το σύνθημά του πέρασα μέσα.

"Τι με θέλετε κύριε;" ρώτησα περίεργη.

"Εμμ να θα πάω σε ένα συνέδριο στο Παρίσι για την συμφωνία με τους μετόχους και θα ήθελα αν μπορούσες να έρθεις για τις παραπάνω σημειώσεις. Τι λες;"

"Πόσες μέρες θα κάτσουμε;"

"Τέσσερις μέρες"

"Τέσσερις μέρες είναι το συνέδριο ή και κάτι άλλο;"ρώτησα από περιέργεια.

"Ωραία με έπιασες. Να απλός θα ήθελα να πάω να δω τον γιό μου όπου θα πάει να δει έναν φίλο του που γυρίζει μια ταινία στο Dunkirk."

"Εμμ δεν ξέρω..."

"Σε παρακαλώ Lucy. Θα ήθελα να με βοηθήσεις με τον γιό μου γιατί ξέρεις.....με μισεί." λέει και σκύβει το κεφάλι. Δεν ξέρω τι έχει συμβεί με τον γιό του αλλά το μόνο που ξέρω είναι ότι χρειάζεται την στήριξή μου και πολύ μάλιστα.

"Καλά. Εντάξει θα έρθω." λέω και μου χαμογελάει.

"Εμμ κύριε Troy ποτέ φεύγουμε;"

"Αύριο που είναι τρίτη και γυρίζουμε παρασκευή."

"Οκευ εντάξει."λέω και ετοιμάζομαι να φύγω.

"Περίμενε Lucy και κάτι ακόμα."

"Τι είναι;"

"Σήμερα είσαι ελεύθερη. Πάρε τα πράγματά σου και φύγε." μου λέει και νεύω.

Κατευθύνομαι προς το αυτοκίνητό μου και ξεκινάω για το σπίτι. Πώς θα είναι άραγε ο γιός του και γιατί θα τον μισεί; Ο κύριος Troy φαίνεται καλός χαρακτήρας. Ποιος ο λόγος να τον μισήσεις; Με τρώει πολύ και θα ήθελα να μάθω.
Όπως προχωράω στον δρόμο σταματάω το αυτοκίνητο στην λίμνη Violet. Η αλήθεια είναι ότι συνήθιζα να πηγαίνω εκεί μετά το σχολείο γιατί το νερό με ηρεμούσε. Όταν μάλωναν οι δικοί μου πήγαινα πάλι εκεί για να ξεχαστώ από όλους και από όλα. Βγαίνω από το αυτοκίνητο και περπατάω πάνω στις πέτρες. Φτάνω λίγα μέτρα μακριά από το νερό και κάθομαι στο απαλό χαλίκι. Κλείνω τα μάτια και το αεράκι που περνά με ηρεμεί. Τα μικρά κύματα από την λίμνη με ηρεμούν παίζοντας με τον άνεμο. Είναι πρωί ακόμα. Για την ακρίβεια 8.30. Ο ήλιος σιγά σιγά ανεβαίνει προς τα πάνω για να φωτίσει την πλάση. Το τοπίο είναι πανέμορφο. Πίσω από την λίμνη απλώνεται το δάσος. Ξαφνικά ακούω βήματα από πίσω μου και λίγο από το απαλό χαλίκι να κατρακυλάει προς την λίμνη. Γυρνάω και η φιγούρα που βρίσκεται ακριβώς από πίσω μου με σοκάρει. Τα μάτια μου γουρλώνουν και το στόμα που ανοίγει ελαφρά.

"Τι κανείς εσύ εδώ;" λέει.

"Τι κανείς εσύ εδώ;" επαναλαμβάνω τονίζοντας το '' εσύ ''.

"Το νερό με ηρεμεί" λέει και σε δευτερόλεπτα έχει καθίσει δίπλα μου.

"Αα" είναι το μόνο που καταφέρνω να πω.

°The Killer Of Love°Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα