Κεφάλαιο 58

38.1K 3K 547
                                    

''Έλα. Που; Τώρα; Δεν μπορώ", σκόρπιες λέξεις βγαίνουν από το στόμα του αφού μεσολαβούν κενά ανάμεσα τους, και ύστερα τερματίζει την κλίση και πετάει το κινητό στο μπροστινό μέρος του αμαξιού.

Η επιθυμία να ρωτήσω ποιος τον κάλεσε και που, είναι έντονη. Δεν μπορώ να συγκρατήσω τον εαυτό μου, εφόσον σκέφτομαι ότι υποτίθεται πως είμαι η κοπέλα του.

"Εεμ...ποιος ήταν;", ρωτάω τελικά κάποια δεύτερα αργότερα.

"Ο Τέο", απαντάει απλά και εγώ σκέφτομαι για λίγο, ύστερα θυμάμαι ότι αυτό είναι το όνομα του Dragon.

"Και που ήθελε να πας;", υπάρχει πιθανότητα να εκνευριστεί που κάνω ερωτήσεις, μιας και αυτό κάνει πάντα, μα ξέρει πως αυτή τη φορά δεν έχει τέτοια περιθώρια λόγω της συμπεριφοράς του χθες.

"Βρήκαν ένα νέο μέρος για να είναι το στέκι μας και ζήτησε να πάω να το δω", εξηγεί όπως ήταν αναμενόμενο.

"Μπορούμε να πάμε μαζί αν θέλεις", η αλήθεια είναι ότι δεν σκέφτηκα πολύ πριν κάνω αυτή την πρόταση, μιας και γνωρίζω ότι θα αρνηθεί. Δεν θέλει η συμμορία να ξέρει ότι είναι μαζί μου. Είναι νόμος τους...

"Είναι κακή ιδέα", λέει.

"Δηλαδή θα πρέπει να κρυβόμαστε; Δεν σκοπεύεις να τους πεις για εμάς;", ρωτάω και τον κοιτάω, τα μάτια του είναι κολλημένα στον δρόμο και η ανάσα του γρήγορη.

"Ξέρεις τους κανόνες μας Καμ"

"Υποθέτω πως αυτό σημαίνει ότι δεν θα το πεις και θα πρέπει να κρυβόμαστε", διαπιστώνω και γυρνάω από την άλλη ενοχλημένη, κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο.

Το χέρι του φτάνει στο πόδι μου και μένει εκεί. Νιώθω το βλέμμα του πάνω μου, κι αυτό με κάνει να νιώθω πως καίγομαι.

"Μην θυμώνεις",λέει με μαλακή και γαλήνια φωνή.

Δεν απαντάω.

''Δεν φαντάζεσαι πως νιώθω που σε πληγώνω ακόμα, παρ'όλο που είχα υποσχεθεί πως δεν θα το κάνω'', με κοιτάει ακόμα έντονα, το κεφάλι μου γυρίζει ελάχιστα προς αυτόν μα τα μάτια μου βλέπουν χαμηλά.

Σε λίγο μπαίνει σε ένα δάσος και οδηγάει σε έναν τραχύ, ανηφορικό δρόμο. ''Που πάμε;'', ρωτάω.

''Θα δεις''.

Μερικά λεπτά αργότερα φτάνουμε σε ένα ξέφωτο. Εκεί βρίσκεται ένα ξύλινο μικρό κτίσμα. Αφήνει το αυτοκίνητο στην άκρη και βγαίνουμε έξω. Το απαλό αεράκι χαϊδεύει το πρόσωπο μου, κάνοντας με να νιώθω ηρεμία. Ακούω το τραγούδι των πουλιών, βλέπω τις αποχρώσεις πράσινου και καφέ στα δέντρα του δάσους. Το τοπίο μου υπενθυμίζει πόσο πολύ λατρεύω την φύση.

Ένας ΑναρχικόςΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα