Σκέψη

2.7K 317 15
                                    

Τις επόμενες μέρες τις πέρασα χαλαρώνοντας. Αποφάσισα να κατέβω λίγο στο χωριό να δω τους παππούδες μου και τα ξαδέλφια μου πριν φύγουμε για Κήθυρα. Επέλεξα να πάω με το αυτοκίνητο για να απολάυσω την γεμάτη πράσινο διαδρομή.

Έφτασα στο σπίτι και άνοιξα την σιδερένια πόρτα της αυλής. Προχώρησα στο τσιμεντένιο διάδρομο που έβγαζε στην πλαϊνή είσοδο. Βρήκα τη γιαγιά μου να κάθετε στο τραπέζι που είχαν έξω, κάτω από την κληματαριά. Μερικά τσαμπιά χύνονταν από πάνω της προκαλώντας να τα κόψεις και να απολαύσεις την γλύκα τους. Οι ήχοι των ιπτάμενων ζουζουνιών και οι ευωδιές των βασιλικών στις γλάστρες, μου έφεραν μνήμες από τα παιδικά μου χρόνια. Ξάφνου συνειδητοποίησα πως μου είχε λείψει το χωριό. Πάντα ένιωθα γαλήνη και ηρεμία εδώ.

«Λυδία μου» φώναξε η συνονόματη γιαγιά μου και σηκώθηκε αφήνοντας την λεκάνη με τα φασολάκια που καθάριζε στην άκρη.

«Γεια σου γιαγιά» είπα και την αγκάλιασα. Με έσφιξε πάνω της και ύστερα με κράτησε μακριά της κοιτώντας με εξεταστικά.

«Έχεις αδυνατίσει πολύ. Και τα μάτια σου. Τι σου συμβαίνει κορίτσι μου;» ρώτησε και με τράβηξε στο τραπέζι. Έκατσε στην καρέκλα της κι εγώ κάθισα κάτω ακούμπωτες το κεφάλι μου στην ποδιά της, σαν τότε που ήμουν παιδί.

«Είμαι κουρασμένη γιαγιά. Όλο τρέχω.» είπα και αναστέναξα.

«Για ποιον τρέχεις Λυδία;» ρώτησε ενώ χάιδευε απαλά το κεφάλι μου.

«Για όλους γιαγιά.»

«Του άλλους παιδί μου. Για σένα πότε θα τρέξεις;» ρώτησε αλλά ξέρω πως δεν περίμενε απάντηση.

Δεν ήθελα να είμαι αχάριστη. Αγαπούσα το συγκρότημα, αγαπούσα την μουσική, τους στίχους και το τραγούδι. Κάποτε είχα πιστέψει ότι ήταν αυτό που ήθελα, άφησα τον Γιώργο για να κάνω ατό που αγαπούσα. Μα στην πορεία του χρόνου κατάλαβα ότι δεν με γέμιζε. Πριν λίγες μέρες είδα τον Στράτο και την Μελίνα. Πως ήταν μαζί και κατάλαβα ότι μου έλειπε η συντροφιά κάποιου που να αγαπώ και να νοιάζομαι. Είχα την καριέρα μου, η οποία πήγαινε πολύ καλά, αλλά δεν είχα κάποιον να μοιραστώ την επιτυχία μου. Είχα φίλους, όμως στο τέλος της μέρας κατέληγα να κοιμάμαι μόνη στο κρεβάτι. Δεν υπήρχε κανείς εκεί να μου δώσει αυτό που τόσο χρειαζόμουν. Μια αγκαλιά.

Τις επόμενες μέρες απόλαυσα την θάλασσα και το φαγητό της γιαγιάς, καταφέρνοντας να βάλω δύο κιλά, που τόσο μου έλειπαν. Μια βδομάδα μετά αποχαιρέτησα την γιαγιά και τον παππού μου για να επιστρέψω στην Αθήνα. Σε δυο μέρες θα φεύγαμε για Κήθυρα.

Να μ' αγκαλιάζεις-TYS_GRΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα