Κεφάλαιο 16

39.3K 3.1K 388
                                    

Το αμάξι ξεκινάει γρήγορα κάνοντας τον γνωστό ήχο. ''Συγγνώμη που είπα ότι έκανες μαλακία να έρθεις για να δεις αν είμαι καλά'', λέει μετά από λίγο κι εγώ τον κοιτάω. ''Απλά δεν έχω συνηθίσει να κάνουν κάτι τέτοιο για μένα. Δεν έχω συνηθίσει να με νοιάζονται'', εξηγεί και τον παρακολουθώ ενώ τα μάτια του είναι στον δρόμο. Φαίνεται να του είναι δύσκολο να μιλάει για εκείνον.

''Κανείς δεν θα έκανε αυτό που έκανες εσύ χθες. Κανείς. το εννοώ'', λέει με σοβαρό ύφος και με κοιτάζει για λίγο. ''Ούτε με ξέρεις καλά καλά και...'', πάει να πει αλλά τον διακόπτω. ''Είναι εντάξει. Κι εσύ έχεις κάνει πολλά για μένα εξάλλου'', του λέω με ένα χαμόγελο.

''Κι αυτό είναι που με εκπλήσσει. Ξέρεις, δεν έχω ασχοληθεί τόσο πολύ με καμία γκομ... κοπέλα'', παραδέχεται διορθώνοντας τον εαυτό του.. Στα αλήθεια εκτιμώ που μου μιλάει τόσο ειλικρινά. Και δεν ξέρω γιατί αλλά χαίρομαι με την εξομολόγησή του.

''Μόνο εσύ θα έκανες κάτι τέτοιο...'', λέει και η φωνή του σβήνει. ''Νομίζω ότι υπερβάλεις. Πιστεύω ότι και οι γονείς σου θα...'', πάω να πω αλλά το δυνατό του γέλιο με σταματάει.

''Τι αστείο είπα;'', ρωτάω κάπως θυμωμένη. ''Ποιοι γονείς; Δεν υπάρχουν αυτοί'', λέει και μίσος περιβάλει όλο του το πρόσωπο. ''Δηλαδή;'', πασχίζω να μάθω παραπάνω πληροφορίες.

''Όταν ο πατέρας μου έμαθε ότι είμαι αναρχικός με έδιωξε από το σπίτι. Στα 17 μου. Ο γέρος ο μπάτσος, τι άλλο θα έκανε; Και η μάνα μου; Ούτε που την ένοιαξε να σου πω την αλήθεια. Σκληρή στρατιωτικός. Πάντα σκληρή.'', μου ανοίγεται ολοκληρωτικά και ξαφνιάζομαι που το κάνει.

Αρχίζω να καταλαβαίνω για αυτόν. Ένα παιδί που δεν μεγάλωσε με ιδιαίτερη στοργή, με δυο αυστηρούς ψυχρούς γονείς. Ο πατέρας του τον διώχνει όταν μαθαίνει ότι είναι αναρχικός και η μητέρα του δεν αντιδράει. Πώς να είναι καλός και ευγενικός μετά από αυτά;

''Και που μένεις;'', ρωτάω καθαρίζοντας τον λαιμό μου από τον κόμπο που δημιουργήθηκε. Νιώθω τόσο άσχημα για αυτόν...

''Στην αποθήκη και μερικές φορές πηγαίνω και στην γιαγιά μου. Εκεί τρώω και κοιμάμαι συνήθως.'', μου λέει με ψυχρότητα στο βλέμμα του.

''Λυπάμαι.'', του λέω γιατί δεν ξέρω τι άλλο να πω. ''Όχι. Μην λυπάσαι. Δεν θέλω να με λυπάται κανείς'', λέει με κενό βλέμμα και άγρια φωνή. Δεν μπορώ να διαβάσω τα συναισθήματά του αυτή τη στιγμή.

''Συγγνώμη'', λέω γιατί ξέρω. Ξέρω πόσο χάλια είναι να σε λυπούνται.

Τα επόμενα λεπτά περνούν σιωπηλά κι αναρωτιέμαι αν έκανα βλακεία που άνοιξα αυτό το θέμα για τους γονείς του. ''Που θα πας μετά;'', τον ρωτάω πασχίζοντας να τον κάνω να ξεχαστεί και να ανοίξω κάποια συζήτηση.

Ένας ΑναρχικόςΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα