𝐈𝐈

15 2 2
                                    

Το ίδιο απόγευμα το καράβι μας είχε ρίξει άγκυρα σε ξένα νερά. Ο ουρανός είχε πάρει μια όμορφη πορτοκαλί απόχρωση καθώς ο ήλιος θα έδυε σύντομα ενώ μερικά φανάρια ήταν αναμμένα σηματοδοτώντας την έναρξη της νύχτας. Και παρόλο που το σκοτάδι θα απλωνόταν σύντομα στην πόλη, αυτή τώρα βρισκόταν στην ακμή της.

Το καρναβάλι πλησίαζε και μερικοί Βενετσιάνοι είχαν ήδη αρχίσει να κυκλοφορούν με περίτεχνα ενδύματα. Οι γυναίκες φορούσαν φορέματα σε διάφορα χρώματα και ποικίλες αποχρώσεις, χωρίς να δημιουργούν ταραχή στο μάτι. Οι δαντέλες και οι χρυσές ραφές δεν θα μπορούσαν, βέβαια, να απουσιάζουν από μια τόσο εντυπωσιακή εικόνα. Κορσέδες δεμένοι σφιχτά με πολύχρωμες κορδέλες και γάντια βελούδινα, ιδανικά για τον καιρό της εποχής. Και τέλος, οι Μάσκες. Αυτές οι τρομακτικές ανέκφραστες μάσκες που όμως τις κοσμούσαν τόσο πολλά σχέδια κάνοντάς τες λιγότερο απωθητικές. 

Ζήλευα, τολμώ να πω, που έβλεπα κάποιες από τις περαστικές ντυμένες παραδοσιακά. Ήθελα και 'γω να βιώσω το δημοφιλές, σε όλους, Καρναβάλι της Βενετίας. 

Όσον αφορά τους άνδρες , δεν μπορώ μπορούσα να πω τίποτα λιγότερο. Φορούσαν κοστούμια πάνω στα οποία είχαν σχεδιαστεί περίπλοκα μοτίβα συνθέτοντας ένα εξαίσιο αποτέλεσμα. Μπότες με χρυσές αγκράφες, σακάκια με μακριές ουρές σε διάφορα κοψίματα αλλά και ψηλά καπέλα, δίνοντας μια νότα κύρους στην όλη φιγούρα, έρχονταν σε απόλυτη συμφωνία με την αντιστοίχως εκθαμβωτική παρουσία των γυναικών.

"Τι υπέροχα!" Αναφώνησα την στιγμή που πατάω το πόδι μου σε ιταλικό έδαφος. Ο μπαμπάς έρχεται δίπλα μου για να αγναντέψει το γνώριμο τοπίο. "Όχι, γλυκιά μου. Είναι κάτι καλύτερο από υπέροχο αυτό." Λέει περισσότερο στον εαυτό του παρά σε εμένα. Ξέρω τι έχει στον νου του. Την μαμά. Του λείπει πολύ, μας λείπει πολύ. Μάλλον δεν είναι γραφτό όλων να ζήσουν πολλά χρόνια ευτυχισμένοι. Κάνω κίνηση να του πιάσω το χέρι και τον χαϊδεύω. Ένα μικρό δάκρυ κύλησε στο μάγουλό του και αμέσως το σκούπισε. "Δεν είναι η κατάλληλη ώρα για συναισθηματισμούς. Σήμερα είναι μέρα χαράς!" Σπεύδει να αλλάξει το κλίμα. 

Όσο οι βοηθοί μας φόρτωναν τις αποσκευές μας σε άμαξες για να τις στείλουν σπίτι εγώ με τον μπαμπά αποφασίσαμε να περπατήσουμε στο φωτισμένο πλέον λιμάνι. "Και, λοιπόν, πότε ξεκινάει η εορταστική περίοδος;" 

"Πόσο έχει ο μήνας σήμερα;"

"Είκοσι τέσσερις."

"Είκοσι εφτά Ιανουαρίου είναι η έναρξη και εκείνη την μέρα σκοπεύω να διοργανώσω ένα πάρτι για να αναπτύξουμε τις σχέσεις μας. Τόσο επαγγελματικές όσο και φιλικές ή ακόμα ερωτικές." Προφέρει έντονα στο τέλος και μου κλείνει το μάτι κάνοντας με να γελάσω δυνατά. Όσο γελούσα αισθάνομαι ένα βαρύ σκούντημα τον ώμο μου. Κάποιος είχε πέσει πάνω μου. Γυρνάω απότομα και τον κοιτάω εκνευρισμένη ενώ εκείνος δεν επιχειρεί να μου εκφράσει καμία συγγνώμη. Αναστενάζω από απογοήτευση. Τι απέγινε η ευγένεια σε μερικούς;

"Τέλοσπαντων, τι λέγαμε;" Ακούω την ερώτηση και βγαίνω από τις σκέψεις μου.


"Κύριε Τζόρτζ, οφείλω να ομολογήσω πως αυτή είναι μια από τις καλύτερες δεξιώσεις που έχω παρευρεθεί. Τα θερμά μου συγχαρητήρια!" Φιλοφρονεί ένας από τους πολλούς καλεσμένους τον Τζόρτζ Όσκαρ Μίλερ. Δεν ήξερε ποιος ήταν, είχε χάσει πλέον το μέτρημα των παρευρισκόμενων εδώ και αρκετή ώρα. 

Η 27η Ιανουαρίου είχε φτάσει. Το καρναβάλι είχε κι επίσημα ξεκινήσει. Όλος ο πληθυσμός της Βενετίας γιόρταζε την έναρξη με πάρτι, δεξιώσεις και άλλα απίθανα θεάματα. Στο σπίτι των Μίλερ επικρατούσε πανικός καθώς η δεξίωση είχε ελεύθερη είσοδο. Μασκαράδες δεν σταματούσαν να μπαίνουν και παρόλο που το σπίτι ήταν τεράστιο υπήρχε συνωστισμός. "Χαίρομαι που απολαμβάνετε..." Ο κύριος Μίλερ σωπαίνει. Μια νεαρή κοπέλα μόλις είχε ρίξει πάνω στο ολόλευκο πουκάμισό του κατά λάθος κόκκινο κρασί. Ο άγνωστος με τον οποίο συνομιλούσε έβγαλε μια ελαφρά κραυγή ενώ ο Μίλερ αναστέναξε από απογοήτευση. "Όχι ρε! Μου άρεσε αυτό το πουκάμισο. Ήταν από τα αγαπημένα μου." Σχολίασε χωρίς όμως να δημιουργήσει φασαρία αφού καταλάβαινε ότι η κοπέλα απλώς περνούσε καλά και δεν είχε καμία πρόθεση να του καταστρέψει το ρούχο. Συγχώρησε τον εαυτό του και πήγε στην κάμαρά του να αλλάξει.


Είχε περάσει πλέον μισή ώρα και ο μπαμπάς είναι ακόμη άφαντος. Άκουσα ότι λερώθηκε και πήγε να αλλάξει αλλά του παίρνει αρκετή ώρα η διαδικασία. Μήπως αποφάσισε να κάνει ένα μπάνιο; Ή ακόμη να κοιμηθεί; Και αν δεν αισθάνεται καλά; Μήπως είχε πιει πολύ; Αχ! Δεν ξέρω. 

Με βιαστικό βήμα έσπρωχνα και σκούνταγα όποιον στεκόταν εμπόδιο μπροστά μου. Έπρεπε να επιβεβαιωθώ ότι ο μπαμπάς είναι καλά. Φτάνω στις σκάλες και σχεδόν τις ανεβαίνω δύο-δύο από το άγχος μου. Διασχίζω τον μακρύ διάδρομο έχοντας τα μάτια μου καρφωμένα στην πόρτα του δωματίου του. "Μπαμπά;" Χτυπάω μια φορά δίχως απάντηση. "Μπαμπά είσαι μέσα;" Χτυπάω δεύτερη, πάλι επικρατεί σιγή. Η υπομονή μου πλέον είχε εξαντληθεί  και μπήκα μέσα. 

"Μπαμπ..." Η μιλιά μου κόπηκε, το σώμα μου άρχισε να τρέμει, τα άκρα μου μούδιασαν και ο χώρος ξαφνικά με έπνιγε. Τα μάτια μου γύρισαν και σωριάστηκα κάτω. Πείτε μου ότι αυτό που ζω είναι ένα κακό όνειρο, ο χειρότερος εφιάλτης. Όχι, ο μπαμπάς δεν είναι νεκρός!

Υπόθεση ΜίλερΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα