ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

En başından başla
                                    

Μόλις ο γιος του ανθοπώλη ξεμυαλίστηκε με μια Ρωσίδα και έφυγε από το νησί, η κυρά-Χρυσούλα δεν έχασε καιρό. «Βρε, κυρ-Ανέστη, εσύ μονάχος σου είσαι μετά που μας αφήκε η κυρά σου, Θεός σχωρέστη! Δεν παίρνεις στην δούλεψή σου την Λευθερίτσα μου - ναι, τόσο την έχει βάλει στην καρδιά της, που μιλάει για εκείνη σα να είναι δικό της παιδί -, να σε βοηθάει; Μιλάει και τα εγγλέζικα, θα μπορεί και να βγάλει άκρη και με τους τουρίστες. Τι λες;» Κι έτσι, κλείστηκε η συμφωνία. Από το επόμενο πρωί κιόλας, το ανθοπωλείο είχε νέα υπάλληλο. Τα πρωινά στο μαγαζί, το μεσημέρι φαγητό με την κυρά-Χρυσούλα, τα απογεύματα πάλι στο μαγαζί.

Ο κυρ-Ανέστης έτριβε τα χέρια του με την καινούρια βοηθό του. Πολύ γρήγορα, της έδωσε σχεδόν τον έλεγχο του μαγαζιού. Εκείνος μπαίνει στην βάρκα του και ανοίγεται στην θάλασσα που τόσο αγαπάει, όπως όλοι οι νησιώτες. Η κοπέλα είναι τόσο προικισμένο πλάσμα που έμαθε αμέσως την δουλειά και έτσι μπορεί να κρατάει το ανθοπωλείο μονάχη. Και δεν είναι λίγα αυτά που πρέπει να κάνει. Τι, επειδή είναι ένα μικρό σχετικά νησί; Από γιορτές, άλλο τίποτα! Και φαίνεται ότι οι νησιώτες νέοι φίλοι της δεν αγαπούν μόνο το κουτσομπολιό, αλλά και τα λουλούδια. Σε κάθε επίσκεψη, εκτός από σπιτικά γλυκά πηγαίνουν οπωσδήποτε και λουλούδια. Και αν κάποιος παντρεύεται, η Ελευθερία φτιάχνει όμορφα μπουκετάκια και στολίζει την εκκλησία. Αν κάποιος πεθαίνει, εκείνη φροντίζει να απαλύνει λίγο τον πόνο της απώλειας με ένα όμορφο στολισμό. Η «Λευθερίτσα» της κυρά-Χρυσούλας, η «ανθοπώλισσα» του κυρ-Γιώργου.

Όλα αυτά σκέφτεται ο ηλικιωμένος άντρας όσο παρατηρεί την κοπέλα που του ετοιμάζει το τριαντάφυλλο που παίρνει κάθε πρωί για να το προσφέρει στην αγαπημένη του γυναίκα. «Ποιος ξέρει τι έχει περάσει η κοπέλα και το βλέμμα της βυθίζεται στο σκοτάδι κάποιες φορές;» αναλογίζεται.

- Άστα, Ελευθερία μου! Σκέτη ζούγκλα έχουμε καταντήσει... Άκουσες καθόλου ειδήσεις σήμερα;

- Όχι, τι έγινε; Κάτι στο νησί μας; απόρησε η κοπέλα.

- Τον έχεις αγαπήσει τον τόπο μας, ε; Το νιώθεις νησί σου!

- Είναι όμορφος τόπος, με ωραίους ανθρώπους. Ο θερινός τουρισμός δεν έχει καταφέρει να αλλοιώσει την αγνότητά του. Λοιπόν, τι έγινε; επανέφερε την συζήτηση η Ελευθερία στο προηγούμενο σχόλιο του άντρα.

- Α, ναι, πάει, γερνάω και ξεχνιέμαι! Να, σήμερα το πρωί, σκότωσαν μια αστυνομικίνα μέσα στην μέση του δρόμου. Σαν το σκυλί την έφαγαν την κοπέλα! Και το χειρότερο, ήταν έγκυος τριών μηνών.

Στα τελευταία λόγια του, ο κυρ-Γιώργος σωπαίνει. Η κοπέλα απέναντι του έχει χάσει το χρώμα της ξαφνικά. Σταματάει να δένει τον περίτεχνο φιόγκο και, κρατώντας ακόμα το τριαντάφυλλο στα χέρια της, τον κοιτάει με διάπλατα μάτια.

«Δεν είναι δυνατόν!» σκέφτεται. «Μάλλον σύμπτωση είναι. Δεν μπορεί να είναι η...»

- Πώς ήταν το όνομά της; ρωτάει απότομα. Πώς την έλεγαν; επαναλαμβάνει ανυπόμονα.

Ο απότομος τόνος της ξαφνιάζει τον ηλικιωμένο, που δεν έχει συνηθίσει να την βλέπει σε αυτή την κατάσταση. Το ωχρό της πρόσωπο τον ταράζει. Θυμάται ότι δυο μήνες μετά την άφιξή της στο νησί είχε αρρωστήσει και φοβάται μην την πιάσει τίποτα πάλι.

- Ηρέμησε, κορίτσι μου! Έχεις πανιάσει! Μην μου πάθεις τίποτα, να σε χαρώ! Δεν θυμάμαι το όνομα της άτυχης γυναίκας. Δεν το συγκράτησα.

Μα η Ελευθερία δεν τον ακούει πλέον. Ξέρει, όχι απλώς από ένστικτο, ότι η νεκρή αστυνομικός είναι η γυναίκα που της είχε σώσει την ζωή. Το συνειδητοποίησε με το που είδε το πρόσωπο εκείνου στην πόρτα του ανθοπωλείου. Τα πάντα σκοτείνιασαν. Το τριαντάφυλλο της φεύγει από τα χέρια και πέφτει στο πάτωμα. Σύντομα, ακολουθεί και η νεαρή κοπέλα.

ΛυκαυγέςHikayelerin yaşadığı yer. Şimdi keşfedin