Εγκατάλειψη - @Marypap15

Start from the beginning
                                    

Μια τέτοια φορά ήτανε που είχε τσακώσει τον Νικόλα να 'χει στηθεί, μεθυσμένος όσο δεν πήγαινε, έξω απ' την πόρτα ενός ζευγαριού – νέοι, ούτε δεκαεννιά χρονών. Είχε σκαρώσει μια τρύπα, είχε κολλήσει απάνω το μάτι του και κοίταγε. Τους κοίταγε που είχαν πέσει ξεγυμνωμένοι αγκαλιά στο στρώμα, κολλημένος εκεί, με το στόμα μισάνοιχτο. Και τόσο σιχαμερός της φάνηκε εκείνη τη στιγμή της Αρετής, τόσο εξαθλιωμένος, που μετάνιωσε την πρώτη της σκέψη να τρέξει και να τον σπρώξει μακριά. Τον άφησε εκεί, κι από τότε έπαψε να κλαίει και να απελπίζεται. Αντί γι' αυτό, βυθιζόταν όλο και βαθύτερα σε μια κατάσταση απαθέστατου κυνισμού. Θα περίμενε τον Νικόλα να αισθανθεί πόσο είχαν ξεπέσει, πόσο είχανε γίνει ένα με τα γουρούνια, και θα τον άφηνε να πονέσει στη συνειδητοποίηση πως εκείνη τόσο καιρό το ήξερε και δεν του 'χε πει τίποτα...

«Κυρά; Κοιμάσαι;»

Πετάχτηκε κι όρθωσε την πλάτη της. Κοίταξε γύρω της σαν χαμένη. Στο άνοιγμα της πόρτας του καθιστικού στεκόταν η παρακόρη τους η Χρυσή με το νυχτικό, έτοιμη να πλαγιάσει. Στα χέρια της κρατούσε ένα κερί. Έβαλε το χέρι στο στήθος της, ανακουφισμένη – άδικα είχε τρομάξει. Ύστερα τα μάτια της έπεσαν στο πάτωμα. Το βιβλίο είχε πέσει, ανοιχτό ακόμα, μπρος στα πόδια της.

Έσκυψε να το μαζέψει αναστενάζοντας κουρασμένα. Η Χρυσή ζύγωσε κοντά της.

«Θα το πάρω εγώ, κυρά» είπε και γονάτισε να τη βοηθήσει. «Εσύ πήγαινε μέσα να κοιμηθείς. Δες πόσο κουρασμένη είσαι.»

«Όχι, όχι, δε θέλω να κοιμηθώ ακόμη, δεν είμαι κουρασμένη» αντιστάθηκε η Αρετή σαν παιδί.

Το κορμί της έγερνε δίχως δυνάμεις στην καρέκλα, το κεφάλι της ήταν βαρύ σαν μολυβένιο, τα βλέφαρά της το ίδιο. Κοίταξε τη Χρυσή.

«Πού είναι όλοι απόψε; Γιατί έχει τόση ησυχία;» παραπονέθηκε, κι ύστερα σώπασε για λίγο και ρώτησε με λυγμό σχεδόν: «Πότε θα γυρίσει;»

Η μικρή υπηρέτρια μπερδεύτηκε.

«Ο κύριος συνήθως κάθεται στο λιμάνι μέχρι αργά...» πρόφερε δίχως σιγουριά.

«Όχι» την έκοψε η Αρετή σφίγγοντας τα μπράτσα της καρέκλας. «Όχι αυτός, Χρυσή. Ο Θοδωρής μου. Πότε θα έρθει ο Θοδωρής μου; Πόσο θα βαστάξει ακόμα αυτό το ταξίδι;»

Ο Θοδωρής ήτανε ο γιος τους με τον Νικόλα. Ο ένας και μοναδικός – για εκείνη. Δεν αμφέβαλλε πως ο άντρας της είχε κι άλλους, μπορεί και χωρίς να το ξέρει καν. Φέτος ολόκληρο παλικάρι εικοσιδύο χρονών, όμορφος σαν ζωγραφιά, με μαλλιά σκουρόξανθα και γαλανά μάτια σαν τη θάλασσα, τη θάλασσα που όργωνε απ' τα δεκαοχτώ του. Πόσο τον είχε φοβερίσει ο Νικόλας να μην τολμήσει ούτε να σκεφτεί να πάει ναυτικός. Ατίμωση, φώναζε, γιος καπετάνιου με τ' όνομα, ν' ανέβει στα καράβια σαν ένας από τους ψωριάρηδες που έπαιρνε εκείνος για πλήρωμα. Μα του Θοδωρή το αυτί δεν ίδρωνε.

Διαγωνισμός Διηγήματος : Το μωρό λείπει από την κούνιαWhere stories live. Discover now