Κληρονομικές Ασθένειες - @darkside_cookies

241 13 7
                                    

Τρεις μέρες μετά ανέβηκα πάνω. Η μαμά το είπε Επιστροφή στο Σπίτι. Η μαμά το είπε Δεν Έφυγες Ποτέ από Εδώ. Οι ρίζες σου είναι βαθιές, απλώνονται κάτω από το κόκκινο χώμα, φτάνουν στα βράχια και αρπάζονται από πάνω τους. Κατά μήκος των ραγών του τραίνου, οι ρίζες ήταν χοντρές, τόσο χοντρές που μετά βίας μπορούσα να δω το χώμα. Σαπισμένες. Και ανάμεσά τους ποντίκια. Κανείς δεν μπορεί να κάνει κάτι για τις ρίζες. Σε κάθε απόσταση ανάμεσα σε δύο τόπους. Σε κάθε νεκρό χώρο που έχει δημιουργηθεί ως διαφυγή. Οι ράγες και οι ρίζες και οι δύο τόποι στα δύο άκρα της χώρας. Επιστροφή, λοιπόν. Τις έβλεπα να περνάνε έξω από το παράθυρο, με το πρόσωπό μου πιεσμένο στο τζάμι, να χτυπάει πάνω του στον ρυθμό της διαδρομής. Είχα να κοιμηθώ τρεις μέρες. Πίσω από τα βλέφαρά μου είχε φωλιάσει το σχήμα του δωματίου που είχα αφήσει πίσω και φοβόμουν να τα κλείσω. Μέσα στα βλέφαρά μου, οι λύκοι. Αν το τολμούσα, θα με κατασπάραζαν.

Η μαμά δεν περίμενε στον σταθμό. Ούτε στον δρόμο. Πήρα ταξί, με την τετράγωνη βαλίτσα μου να κροταλίζει στο πορτμπαγκάζ. Δεν θυμάμαι τον ταξιτζή. Είχα μια προειδοποίηση από τον γιατρό μου πως για λίγο καιρό δεν θα έβλεπα τους άλλους ανθρώπους, ή, αν τους έβλεπα, θα μου έμοιαζαν ψεύτικοι και πλαστικοί και κάθε τους κίνηση θα μου έφερνε μια μικρή, απαίσια, προσωπική καταστροφή. Μέσα στο ταξί, ο γλοιώδης ήχος από μια τσίχλα που μασιέται και αυτή η τσίχλα γέμισε τον ουρανό με σύννεφα που απλώθηκαν πάνω από την πόλη και έπηξε τον δρόμο με κίνηση και μεγάλωσε τα ήδη γαμψά νύχια της μητέρας μου που με γρατζούνισαν όταν με πήρε αγκαλιά αργότερα. Όπως είχε πει ο γιατρός, για λίγο καιρό θα ήμουν μόνο εγώ και ο χώρος ανάμεσα στα αυτιά μου και ο χώρος ανάμεσα σε τέσσερις τοίχους και τέσσερις καθρέφτες και τώρα, επιτέλους και η μητέρα μου.

Τώρα που ήρθε η ώρα να περιγράψω τη στιγμή της συνάντησης, σκέφτομαι τι πρέπει να ξεκαθαρίσω. Καταρχάς την Επιστροφή. Έφυγα από το σπίτι στα δεκαεπτά. Δεν το λέω για να περηφανευτώ για κάτι. Η μαμά μου πάντα το έλεγε Απόδραση. Το σπίτι ήταν το ξύλινο, πατρικό σπίτι με τα μικρά παράθυρα. Είχε ένα κελάρι με την είσοδό του στην κουζίνα, ακριβώς δίπλα στο λευκό ψυγείο με τα μαγνητάκια που έφερνε ο πατέρας μου από τα μακρινά του ταξίδαι, με το εμπορικό πλοίο στο οποίο δούλευε. Στο κελάρι έμπαινε κανείς ξεκλειδώνοντας την πόρτα και κατεβαίνοντας τρία σκαλιά. Δεν είχα τα κλειδιά για αυτή την πόρτα. Ήξερα, όμως, πως εκεί κρύβονταν οι λύκοι μας. Όσον αφορά τα παράθυρα, ήταν τρία. Το ένα στο σαλόνι, με μια μεταξένια, κρεμ κουρτίνα. Το άλλο, το πιο μεγάλο, στο γραφείο του πατέρα μου. Στο παιδικό υπνοδωμάτιο είχε ένα πολύ μικρό παράθυρο που ίσα χωρούσε ένα χέρι. Από εκεί, έμπαινε το θολό, ζεστό φως του καλοκαιριού και το τσουχτερό, γαλάζιο κρύο του χειμώνα. Τι ήταν τελικά αυτό το σπίτι; Το είδα ολόκληρο μονάχα όταν στάθηκα στον λόφο στην αντίπερα πλευρά του λιβαδιού και ήταν καλυμμένο από ένα τόσο παχύ σύννεφο που δεν μπορούσα να ξεχωρίσω τους τοίχους του.

Διαγωνισμός Διηγήματος : Το μωρό λείπει από την κούνιαWhere stories live. Discover now