Εγκατάλειψη - @Marypap15

168 17 7
                                    

ΗΤΑΝ ΗΣΥΧΟ το λιμάνι τους εκείνη τη νύχτα. Άχνα δεν έβγαζε κάτω απ' το κλειστό παράθυρο. Η αχλή κι η υγρασία του χειμώνα είχαν θολώσει το γυαλί, κι ίσα που μπορούσε να δει η Αρετή, η γυναίκα του καπετάν-Νικόλα, που καθόταν πλάι στο παράθυρο και διάβαζε, το θολό ανακάτεμα του γαλανού της ταραγμένης θάλασσας με τα ωχρά κίτρινα αντιφεγγίσματα απ' τα φώτα του λιμανιού. Έτσι καθόταν κάθε βράδυ: στην κουνιστή της καρέκλα που την γιόμιζε μαξιλάρια – την πονούσε, έλεγε η μέση της να τρέχει εδώ κι εκεί κάθε μέρα με τις δουλειές, εκείνη που είχε μεγαλώσει σε καλό σπίτι δίχως να κουνάει μήτε το δαχτυλάκι της – μ' ένα βιβλίο ορθάνοιχτο στα γόνατα, να αγναντεύει τον ορίζοντα.

Τι περίμενε τάχα να δει, όταν όλο το χειμώνα στο νησί τους έπεφτε ομίχλη κι έρχονταν θύελλες και βροχές, και θόλωνε πάντα έτσι το παραθύρι; Μόνο η καρδιά της ήξερε. Απόψε κιόλας που δεν άκουγε τίποτα, το 'χε ανάγκη να δει τουλάχιστον, να δει πως δεν είχαν χαθεί, δεν είχαν πεθάνει όλα κι είχε μείνει το δικό τους το σπίτι να στέκει ολομόναχο ατενίζοντας τον θάνατο. Προσπάθησε να καθαρίσει το γυαλί με το μανίκι του μαύρου της του φορέματος, αυτού που δεν άρεσε καθόλου του άντρα της του Νικόλα.

«Σαν το κοράκι είσαι όταν το φοράς» έλεγε κοιτώντας την από πάνω μέχρι κάτω με το μάτι του το υγρό και κοκκινισμένο ήδη, πριν ακόμα κατηφορίσει με τη στολή και το καπέλο του καπετάνιου για την ταβέρνα, για να γυρίσει ώρες μετά παραπατώντας, με λεκέδες κόκκινο κρασί στο λευκό πουκάμισο.

Η Αρετή τον είχε συνηθίσει πια. Ούτε τον άκουγε, ούτε τον περίμενε, όπως τις πρώτες νύχτες που άρχισε να σουρώνει για να ξεχάσει πόσο είχε ξεπέσει το σπίτι του. Κι εκείνος κι η γυναίκα του από καλές οικογένειες του νησιού: οι δικοί του πλούσιοι καπεταναίοι, οι δικοί της πλοιοκτήτες. Και πού είχανε φτάσει; Να βουλιάζουν ίσαμε το λαιμό στο χρέος, και ν' αναγκάζονται να νοικιάζουνε τις κάμαρες του σπιτιού στους ταξιδιώτες, τους ξένους και τους ναύτες που άραζαν στο νησί. Στις αρχές έκλαιγε πικρά η Αρετή, δεν μπορούσε να το χωρέσει ο νους της. Στο πατρικό της την είχανε με γαλλικά και πιάνο κι εδώ πια μπαινόβγαινε κάθε καρυδιάς καρύδι. Τι εκείνος ο τρελοζωγράφος που την κυνηγούσε για να της κάνει το πορτραίτο, τι ναύτες άξεστοι που μύριζαν από μίλια μακριά φτηνό κρασί και καλντεριμιτζούδες, τι εραστές που κλέβονταν, έρχονταν να μείνουν εκεί κρυφά – φορές φορές έβλεπε ως και γυναίκες στα χρόνια της μ' αγοράκια που δεν είχε τρία χρόνια που 'χαν βγάλει μουστάκι – και όλη νύχτα δεν την άφηναν να κοιμηθεί!

Διαγωνισμός Διηγήματος : Το μωρό λείπει από την κούνιαOn viuen les histories. Descobreix ara