Κεφάλαιο 4ο: Καρδιά εναντίον λογικής...

68 5 2
                                    

Ηταν Πεμπτη. Μια μερα ακομα και η βασανιστική βδομαδα μου θα τελείωνε. Μετα απο την εξευτελιςτικη για ακομα μια φορα εξεταςη μου στο μαθημα της Βιολογίας, ειχαμε διάλειμμα. Ετςι, οταν επιτελους χτυπηςε το σκουριαςμενο κουδούνι του σχολείου, ενα βλεμμα ανακούφισης ξεπρόβαλε απο τα προσωπα όλων μας. Ειχε μεινει μονο μια ωρα μετα το διαλειμμα, αλλα δεν μας πολυ ενοιαζε. Θρηςκευτικα ειχαμε, οποτε κανεις δεν θα έμπαινε στην ταξη. Ειχαμε συννενοηθει εγω και η Αλεξια να πουμε στην Στεφανία, που ηταν σε αλλη ταξη, να κανουμε και εμεις κοπανα σημερα, αφου και αυτη ειχε τεχνολογια.

Σηκωθηκα τοτε απο την άβολη θεςη μου, πηρα εκεινο το κατακόκκινο μήλο απο την τςαντα μου και ακολούθησα τον δρομο προς το προαύλιο. Σε λιγο διέκρινα τα αξιοπεριεργα, πλουςια και μακρια μαλλια της Στεφανίας και κατευθύνθηκα προς το μερος της. Ειχε πολυ παράξενα μαλλια. Οι ρίζες της ηταν σκουρόχρωμες και πεντε δάχτυλα πιο κατω άρχιζαν να ξανθαινουν απότομα. Ηταν σαν φυσικό όμπρε. Αχ, ποσο μου αρεζαν!

Μιλουσε με κατι αγορια. Φετος ειχε ξεκινήσει να κανει παρεα μαζι τους, και ειχαν κολλησει. Δεν μπορω να πω, πως δεν τους συμπαθούσα, ισα-ισα. Μαλλον περισσοτερο την ζήλευα για την κοινωνικότητα της. Ήξερε τους πάντες και την ηξεραν ολοι. Και ολοι την συμπαθούσαν. Τουλαχιστον οι περισσότεροι.

«Γεια σου Στεφανιουλα» της ειπα χαϊδευτηκα. «Παλι γκομενιζεις;» της ψυθίρισα στο αυτι, πειράζοντας την. «Γεια σου κουκλα» μου λεει και αρχίζω να επεξεργάζομαι το σωμα και το προσωπο μου στα απεναντι παράθυρα, στα οποια ευκολα μπορουσες να δεις την αντανάκλαση σου. «Και οχι, Αρτεμης δεν γκομενιζω!» λεει με τον θυμωμένο ναζιαρικο τροπο της. «Γιατι το λετε αυτο συνεχεια;», με ρωταει δήθεν χωρις να ξερει τον λογο και ανταλασσουμε ενα χαμογελο, αφου και οι δυο ξερουμε την απαντηση.

« Γεια σας» αποκρίθηκα και στα δυο αγορια, για να μην φανώ αγενής.« Γεια, Αρτεμης» ειπαν και ανταποκρίθηκαν στον χαιρετισμό μου, περνοντας αντίθετη πορεία, ωστε να μας αφήσουν να μιλησουμε.

Τα κυματιστά κάστανα μαλλια της Αλεξίας χύνονταν ομοιόμορφα στους ώμους της, καθως μας πλησίαζε. Τα αςπρομαυρα κοντα αντιντας της ηταν τελεια συνδυασμένα με μια ταιριαστη μαυρη με ρίγες ζακετα.. Παντα ήξερε πως να ντύνεται και εμεις, σαν εκπαιδευμένο κοινό , καθε φορα εντυπωσιαζόμασταν.

Οταν ειχε πλεον φτάσει σχεδον κοντα μας, εβγαλε το φουτερ της και εμεινε με το ασπρόμαυρο μπλουζακι της.« Χελλόου», μας ειπε. «Γεια σου, -παντα σεμνή- Αλεξια» ειπα, ενω γελάσαμε ολες μαζι ταυτοχρονα. Με μια ματια ειχαμε μπει η μια στο μυαλο της άλλης. Αςχετα απο το οτι καναμε παρεα μονο 2 χρονια, ειχαμε μαθει η μια την αλλη απεξω. «Τι θα κανα χωρις εσας», σκεφτηκα, ενω προςπαθηςα να αποτυπωςω την όψη τους στο μυαλο μου, ωστε μην την ξεχασω ποτε!

Τοτε τον ειδα. Καθε φορα που ολα ηταν καλα, σαν επιτιδες να εμφανιζόταν μπροστα μου, για να μου υπενθιμιζει το αντίθετο. Παντα ηθελε να με ελενχει και το ειχε πετύχει. Και δεν εκανε τιποτα! Η παρουςια του και μονο αρκούσε, για να μου υπενθιμιζει ολες τις αναμνησεις μας. Κυριευμένη απο την μορφή του στεκόμουν εκει τωρα και τον κοιτουσα. Ηταν τοσο ωραιος! Τοσο γυμνασμένος! Τον ειδα να χαμόγελα. Αν και ηταν αρκετα μακρια, διέκρινα καθαρά εκεινα τα λακακια του, που παρέμεναν ακομα αδυναμία μου, χωρις να με αφηνουν να παρω το πορωμενο βλεμμα μου απο πανω του.

«Αρτεμης;», τα κοριτςια με σκουντηξαν. «Τι;» απαντηςα δηθεν απορημένα. Με ειχαν ρωτηςει ξανα αν τον ξεπεραςα και τους ειχα πει, οτι ολα ηταν ενταξει και οτι ηταν πια παρελθόν για εμενα. «Εξαλλου εχω πληγωθεί τοςες φορες απο αυτον, που δεν νομιζω να μπορεςω να τον ξαναςυγχωρεςω», τους ελεγα ψέματα οσο πιο πειστικά μπορουσα. Δεν με πιςτευαν ομως. Δεν της ηξερα μονο εγω καλα, με ειχαν μαθει κι αυτες. Ηξεραν οτι τους ελεγα ψέματα. Δεν ημουν και τοςο καλη σε αυτο τελικα. Αρνιόμουν να δεχτω, οτι δεν μπορουςα να τον ξεπεραςω και συνέχιζα να τους λεω φουρτούνες ψέματα, μηπως και τα πιςτεψω και η ιδια. Αυτες δεν ήθελαν να μου υπενθυμίζουν ολο αυτο το λαθος και ετςι σταματηςαν να με ρωτάνε. Και σωςτα εκαναν. Ειχα καταφέρει να τον ξεχασω. Το ειχα καταφέρει. Τουλαχιςτον για λιγο καιρο, οταν δεν τον εβλεπα. Ομως η καρδια μου καθε φορα, που τον αντίκριζα ξανα, πρόδωνε τις υποσχέσεις της λογικής μου. Ειχα υποςχεθει στον εαυτο μου να πάψω να ασχολουμαι μαζι του και να τον ξεχασω. Δεν μου άξιζε να πληγώνομαι αλλο.

Ανεμοδαρμένα πάθηWhere stories live. Discover now