Ισπανικό φίδι 🐍 {1}

10 2 0
                                    

"Πώς πήγε η επιχείρηση;"

"Μηα χαρα αφεντηκο"

"Ρε σκατιαρη αφού το κινητό σου έχει αυτόματη διόρθωση γιατί γράφεις ακόμα έτσι γαμωτο"

"Σορη :3 :ρ"

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ο Νικηφόρος είναι ένας ψηλός άντρας με σκούρα χαρακτηριστικά: σκούρα μάτια, σκούρα γένια, σκούρα φρύδια, σκούρα μαλλιά, σκούρα δόντια. Σαν παπάς.

Είναι γεροδεμένος από το κουβαλημα τόσων κιβωτίων, τοσων τσαντών με βαριά όπλα, τόσων κρεάτων.

Απολύθηκε από την τελευταία του δουλειά στο κρεοπωλείο επειδή τον έπιασαν να βάζει χάπια και σακούλες με ναρκωτικά μέσα στα ωμά κρέατα. Πολλοί πελάτες του κρεοπωλείου είχαν καταγγείλει το συμβάν αναφέροντας ότι είχαν πάθει δηλητηρίαση, είχαν παραισθήσεις, πάθαιναν αφυδάτωση, διάρροιες, ότι έβρισκαν πλαστικές σακούλες ή πλαστικό γενικά μες το κρέας.

Αφού απέλυσαν τον Νικηφόρο, η επιχείρηση δε κράτησε πολύ. Ο Νικηφόρος έπεσε απ' τον γκρεμό και τους πήρε όλους μαζί του.

Ήταν νονός της νύχτας, νονός της βίας, νονός του μαυρεμπορίου και κυρίως νονός του κρέατος.

Είχε καταγωγή από την Ήπειρο, εξ ου και το ύψος του. Είχε εγκατασταθεί στο χωριό πριν από δύο χρόνια. Έχτισε ένα μεγάλο σπίτι στα περίχωρα, εκεί όπου υπήρχαν πολλά εγκαταλειμμένα κτήρια και σπίτια και όπου τα παιδιά συνήθιζαν να εξερευνούν και να παθαίνουν τέτανο απ' τη σκουριά.

Έχτισε ένα μεγάλο γκρι σπίτι με μια μεγάλη τζαμαρία κι ένα στρογγυλό μπαλκόνι στον δεύτερο όροφο. Εγκατέστησε ένα κιόσκι, φύτεψε μερικά δέντρα και έβαλε ένα μικρό συντριβάνι, σαν αυτά που έχουν συνήθως οι μακρινοί συγγενείς σε άσχετα χωριά.

Αυτό ήθελε κι αυτός εξάλλου. Να φαίνεται σαν μακρινός συγγενής σε ένα άσχετο χωριό. Να μην έχει κοντινούς του ανθρώπους, να μη ξέρουν πού ζει, μα ακόμα χειρότερα, να φαίνεται νορμάλ.

Στο χωριό τον έβλεπαν σπάνια. Σπάνια πήγαινε στο σουπερμάρκετ να αγοράσει τα αναγκαία, κι όταν πήγαινε αυτά τα αναγκαία ήταν συγκεκριμένα αντικείμενα: μια οδοντόκρεμα Mr Grand, παστεριωμένο γάλα Mr Grand, οδοντογλυφίδες, και Πάικο για πατάτες.

Κι όμως όλοι τον ήξεραν, όλοι ήξεραν πού μένει, πώς τον λένε, τι έγινε στην προηγούμενη δουλειά. Όλες οι γυναίκες του χωριού ήθελαν να είναι μαζί του κι όλοι οι άντρες ήθελαν να είναι αυτός. Μάλιστα υπήρχε κάποτε μια μόδα στο χωριό, οι άντρες να φοράνε σκούρα ρούχα και να βάφουν τις τρίχες του προσώπου τους με μολύβι για τα φρύδια, καθώς επίσης να βάζουν Πάικο στις πατάτες τους συνέχεια. Το παικο δεν έφτανε ποτέ.

Νόμιζε ότι μπορούσε δηλαδή να κρατήσει την ταυτότητα του κρυφή και ότι τον κάλυπτε ένα πέπλο μυστηρίου, όμως αυτός ο τρόπος σε τρώει, δεν τον τρως.

Η Τιμή και το ΚριμαΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα