Unsuccessfully coping with the natural beauty of infidelity (1)

8 1 0
                                    

Στέφανος
Στεκόμουν έξω από το μαγαζί όπου δούλευα για περίπου δέκα λεπτά, καθώς περιεργαζόμουν τη σκισμένη μου μπλούζα. Ενώ δεν μου ήταν κάτι να πάω να πάρω μια καινούρια, εμένα μου άρεσε αυτή επειδή στην πραγματικότητα ήταν δώρο από την Εβελίνα. Είχε μαζέψει μερικά χρήματα και τα Χριστούγεννα που είχαμε πάει οι δύο μας για σκι, μου την έκανε δώρο.

Στεκόμουν εκεί λυπημένος μέχρι που η γυναίκα που δούλευε στην κουζίνα, η Λίτσα, βγήκε έξω για να πάρει έξτρα  ντομάτα από την αποθήκη και με είδε. 

"Καλά εδώ είσαι!" φώναξε. "Έχεις αργήσει 20 λεπτά, τι έγινε;"

"20; Μόνο 10 είμαι εδώ", παραπονέθηκα.

"Ο Μάνος σε είδε να παρκάρεις πάντως", μου γύρισε την πλάτη. "Τσακίσου ρε!" μου φώναξε από μέσα. Μπήκα τρέχοντας.

Βλάκα Μάνο, τίποτα δε μπορείς να κάνεις με τούτον. Σε καρφώνει αμέσως. Μόλις τελείωσε το ΕΠΑΛ και τώρα δεν έχει τι να κάνει, δηλώνοντας περήφανα ότι δεν σκοπεύει να σπουδάσει ή να δουλέψει και στον τομέα του, οπότε οι γονείς του παρακάλεσαν το αφεντικό να τον βάλει σερβιτόρο. Και αλίμονο αν κάνει κάτι.

Μπήκα θυμωμένος και πέρασα μπροστά, αφού πήρα πρώτα την θήκη για τα κέρματα και την πέρασα στη μέση μου. Ο Μάνος στεκόταν στο μπαρ μπροστά, και περίμενε να δει κάποιον για να του πάρει παραγγελία.

Δηλαδή έκανε πως περίμενε, στην πραγματικότητα κοιμόταν. Επειδή δουλεύω τα τελευταία δύο καλοκαίρια μαζί του, αναγνωρίζω από τη στάση του σώματός του πότε κοιμάται στα όρθια και εκείνος νομίζει ότι είναι sleek κι έτσι.

Τον χτύπησα πίσω στον σβέρκο και ξύπνησε μονομιάς.

"Τι κάνεις ρε μαλάκα" κλαψουρισε.

"Ρε βλάκα σε έχω καρφώσει εγώ ποτέ που κοιμάσαι σα ζώο όρθιο όλη μέρα;" φώναξα.

"Τι λες ρε ηλίθιε, τράβα από δω", με έσπρωξε.

"Τράβα από δω ε;" Τον άρπαξα απ'το γιακά και τον έριξα από το σκαμπό στην άμμο. Πάτησα ελαφρά το στέρνο του με το σκονισμένο μου παπούτσι, για να τον χώσω πιο βαθιά στην άμμο να δυσκολευτεί να σηκωθεί, γεμίζοντας την άσπρη του μπλούζα Adidas (ναι καλά, για abibas φαίνεται) με χώμα και σκόνη. Εκείνος μου φώναζε και προσπαθούσε να αρπάξει το πόδι μου, αλλά εγώ έσκυψα και άρχισα να του χώνω χαστούκια. Έπειτα τα χαστούκια δυνάμωσαν και εξελίχθηκαν σε μπουνιές. Πολλές από αυτές τις απέκρουε γρήγορα ο πουστης. Σε μια φάση με έπιασε απροετοίμαστο, έδωσε μια και σηκώθηκε, κλωτσώντας με να πέσω και γω στην άμμο. Εν τω μεταξύ όλοι γύρω μας φώναζαν, οι γριά που φτιάχνει τους καφέδες, η Λίτσα που είχε βγει από μέσα, ο άλλος ο σερβιτόρος (ένας 30αρης, ο Γιώργης) και ένας γέρος Γερμανός τουρίστας. Χτυπιομασταν δεν ξέρω και γω πόση ώρα, χώνοντας πού και πού άμμο ο ένας στο στόμα του άλλου.

Εν τέλει, μας χώρισε το αφεντικό, που μάλλον τόση ώρα ήταν στην τουαλέτα και την ψέκαζε με φυσικό αρωματικό. Ήταν ένας χοντρός αρκούδος, με φαλάκρα που γυάλιζε, και τις λίγες λεπτές τρίχες στο πίσω μέρος του κεφαλιού του κοτσίδα. Φορούσε ένα πουκάμισο με λουλούδια (μάρκα) που το είχε ανοιχτό στο στήθος να φαίνεται ο χρυσός σταυρός του.

Μας σήκωσε τραβώντας μας από τα αφτιά.

"Μαλακισμένα δεν θα μου χαλάσετε εσείς το μαγαζί", γάβγισε.

Μας έσυρε και τους δύο, που προσπαθούσαμε ακόμα να ρίξουμε καμία ξεκάρφωτη ο ένας στον άλλον και μας παράτησε στο πίσω μέρος που είχαμε παρκαρισμένα τα μηχανάκια μας.

Σταθήκαμε λίγο αμίλητοι. Ήμασταν και οι δύο σκατά κι απόσκατα, τα ρούχα μας και τα άσπρα παπούτσια μας (τα δικά του abibas)λερωμένα με άμμο.

"Όχι ρε γαμωτο, λες να απολυθηκαμε;" ρώτησε απεγνωσμένα.

"Μπα δεν νομίζω".

Κι άλλη σιωπή.

"Δε μου λες... Πάμε στο άλλο μαγαζί;"

"Ρε άι".

Η Τιμή και το ΚριμαΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα