Κεφάλαιο 14

566 52 15
                                    

   «ΜΟΝΟ ΓΙΑ ΑΥΤΗΝ ΤΗΝ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΜΕΓΑΛΗ ΠΡΟΣΦΟΡΑ! ΜΕ ΤΗΝ ΑΓΟΡΑ ΔΥΟ ΣΑΜΠΟΥΑΝ ΤΗΣ ΣΙΛΚΕΝ ΧΕΑΡ ΔΩΡΟ ΤΟ ΜΑΛΛΑΚΤΙΚΟ ΤΗΣ ΣΕΙΡΑΣ ΜΕ ΤΗ ΝΕΑ ΦΟΡΜΟΥΛΑ ΑΝΑΔΟΜΗΣΗΣ ΠΟΥ ΧΑΡΙΖΕΙ ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΜΑΛΛΙΑ ΧΩΡΙΣ ΛΙΠΑΡΟΤΗΤΑ». Σημειώνω μια γραμμή στο εσωτερικό του καρπού μου με το μαρκαδόρο. Δώδεκα σύνολο. Δώδεκα φορές έχω ακούσει αυτήν τη μαλακία από τα μεγάφωνα σήμερα...

Η βδομάδα πέρασε και αντί να αισθάνομαι ότι βρίσκω ρυθμό εδώ πέρα, κάθε μέρα είναι χειρότερη από την προηγούμενη. Με έχω δει να προσαρμόζομαι πολύ γρήγορα σε πολύ πιο δύσκολα μέρη. Όμως η κυρία με το ηλίθιο χαμόγελο στο χαρτόνι του απορρυπαντικού πλυντηρίου μου μοιάζει πιο τρομαχτική από κάθε νταβατζή που είχα ποτέ. Περιμένω πως και πώς να περάσει η ώρα να βρεθώ στο λεωφορείο και να αφεθώ σε ένα περίεργο συναίσθημα. Νομίζω νοσταλγία είναι η σωστή λέξη. Παίζω ξανά και ξανά με τις αναμνήσεις μου και χάνομαι σε έναν κόσμο που δεν έχει τιμές και συσκευασίες δώρου αλλά ιδρωμένα σώματα και μυρωδιές από σκατά και τσίσα. Ξέρω ξέρω... μάλλον μου έχει στρίψει τελείως... να μου λείπει αυτή η ζωή. Όμως σιχαίνομαι τη σάρκα του σάπιου ροδάκινου περισσότερο απ' όσο σιχάθηκα ποτέ το πουλί ενός γέρου στο στόμα μου.

«Συγκεντρώσου σε παρακαλώ πάρα πολύ, αν είναι δυνατόν! Είκοσι λεπτά για μια κούτα, είσαι σοβαρή;» όσο και αν απελπίζεται ο Μαρκ μαζί μου, δεν καταφέρνει να με παρακινήσει.

Νεύω το κεφάλι μου ενώ μιλάει και μιλάει και μιλάει, και μιλάει... όμως το βλέμμα μου φεύγει στο καθρέφτη στον πάγκο με τα φρούτα. Και έτσι όπως καθρεφτίζομαι από πάνω, σκέφτομαι μόνο πόσο άσχημο είναι αυτό το γιλέκο που πρέπει να φοράω. Σκούρο πράσινο, με μεγάλες τσέπες και το όνομα μου καρφιτσωμένο σε ένα ταμπελάκι. Είναι καλό αυτό, έτσι δεν είναι; Κάποτε είχα πρώτα τιμή τώρα έχω πρώτα όνομα. Σταματούσε το αμάξι, κατέβαζε ο τύπος το παράθυρο, ένα βλέμμα να ελέγξει, «πόσο;» ρωτούσε και εκείνη τη στιγμή το πρώτο που ήξερε για μένα ήταν ένας αριθμός, μια τιμή, πόσο. Ε τώρα είναι ένα Μπίλι καρφιτσωμένο πάνω από το βυζί μου και εγώ ντρέπομαι πιο πολύ από ποτέ. Και όσο μιλάει ο Μαρκ, τόσο κοιτάζω το γιλέκο. Όσο κοιτάζω το γιλέκο, τόσο θυμάμαι το φόρεμα της Ρόζι που ήταν πεταμένο στο πάτωμα όταν ξύπνησα. Γύρισε τη νύχτα μετά από μένα και έφυγα το πρωί πριν από εκείνη. Την άφησα να κοιμάται. Τα μάτια της ήταν μουτζουρωμένα, τα μαλλιά της μύριζαν καπνό και το φόρεμα της, ένα μαύρο κουβαριασμένο ύφασμα με κορόιδευε τη στιγμή που φορούσα το τζιν και το φούτερ μου.

Γεννημένη ΠόρνηWhere stories live. Discover now