Κεφάλαιο 9

656 56 13
                                    


   Κάθομαι στο πίσω μέρος ενός παλιού αυτοκινήτου. Αντίθετα με τον Έις, αυτός ο Χόρχε μοιάζει να έχει αδυναμία στο δικό του αφού έχει προσθέσει διάφορα πράγματα για να το κάνουν να ξεχωρίζει... ή έστω... να φαίνεται. Φωτάκια, αυτοκόλλητα, ζάντες... τέλος πάντων δεν ξέρω εγώ από αυτά. Σίγουρα είναι ένα φτηνιάρικο αμάξι, αλλά τέλειο για κάποιον που θέλει να πουλάει μούρη.

Ο Χόρχε γκαζώνει με κάθε ευκαιρία και η Ναόμι που κάθεται δίπλα του, στη θέση του συνοδηγού γκρινιάζει. Δεν μοιάζει να την ενοχλεί η ταχύτητα... μάλλον ο ίδιος ο Χόρχε. Αν ήταν μεγαλύτερη θα υποψιαζόμουν ότι είναι γιος της από τον τρόπου που μιλάνε. Αλλά δεν είναι ούτε τριάντα, και αυτός δεν της μοιάζει καθόλου...

Έξω βρέχει, όχι όμως συνέχεια. Τη μια στιγμή τα παράθυρα γεμίζουν σταγόνες και την επόμενη μπορώ πάλι να μετρήσω τα φώτα του δρόμου. Προσπαθώ να συγκεντρωθώ σε τέτοιες μικρές αδιάφορες λεπτομέρειες αλλά το μυαλό μου είναι κολλημένο στον Έις.

Όλη αυτή η εξάντληση πάνω του ήταν εξ' αιτίας μου... Θα ήθελα να πω ότι αισθάνομαι τύψεις αλλά θα ήταν ψέματα. Δεν ξέρω αν έχω αισθανθεί ποτέ... αλήθεια δεν ξέρω. Ξέρω όμως πως το μόνο που αισθάνομαι από την ώρα που έφυγα από εκείνον και μπήκα σε αυτό το αμάξι, είναι το πόσο ξεκάθαρο, πόσο λάθος, μου είναι όλο αυτό. Δεν έχω καμιά δουλειά σε αυτό το μέρος, δεν έχω καμιά δουλειά στη ζωή του. Προσποιούμαι το νορμάλ απλό κορίτσι όταν σχεδόν δεν έχω ιδέα πως είναι να είσαι έτσι...

Όταν μπήκα στο δωμάτιο να μαζέψω τα λίγα πράγματα που είχα, τα λίγα ρούχα που μου είχε αγοράσει ο Έις, με ακολούθησε. Έκλεισε την πόρτα πίσω του και στάθηκε εκεί. Ένα μικρό λευκό δωμάτιο, εγώ και αυτός. Δεν ήξερα αν έπρεπε να πω κάτι, αν περίμενε κάτι από μένα. Αν η ίδια σκηνή είχε συμβεί λίγο καιρό πριν, θα ήμουν σίγουρη ότι ήταν πάνω από το κεφάλι μου για να με ελέγχει, αλλά πλέον ήταν ξεκάθαρο πως δεν ίσχυε κάτι τέτοιο. Έσπρωχνα ότι έβρισκα σε μια τσάντα πλάτης και τον άκουγα που δυσανασχετούσε με την ακαταστασία μου. Μέχρι που με σταμάτησε.

«Άσε με να τα κάνω εγώ, εσύ ντύσου» είπε και ενώ μιλούσε το χέρι του είχε τυλιχτεί γύρω από τον καρπό μου. Σύμφωνοι, μου ακούστηκε εντάξει... Όμως δεν με άφησε. Συνέχιζε να κρατάει σφιχτά τον καρπό μου ενώ με το άλλο χέρι είχε πιάσει μια μπλούζα. Την κοιτούσε λες και εκεί υπήρχαν απαντήσεις, εξηγήσεις... Μπορεί να είναι περίεργο, μπορεί να είμαι η μόνη που σκέφτομαι έτσι, μα όταν φτάνω σε μια κατάσταση που τίποτα δεν βγάζει νόημα, αισθάνομαι μια περίεργη ελευθερία. Εκεί στο δωμάτιο αυτή η αίσθηση ήταν μαζί μου. Σχεδόν μπορούσα εγώ να στραφώ και να του πω πως δεν χρειάζεται να είναι έτσι, πως ό, τι είναι να γίνει θα γίνει. Δεν το έκανα όμως. Δε πρόλαβα...

Γεννημένη ΠόρνηWhere stories live. Discover now