~ Ο δολοφόνος φάντασμα

110 25 122
                                    

Τα βήματα του Σάιμον τον οδήγησαν τελικά στο γνώριμο και άδειο από κάθε ίχνος ήχου τρίτο πάτωμα, με το χαλί και τα αγαλματάκια πάνω στα έπιπλα που απλώνονταν κατά μήκος του διαδρόμου. Η περιέργεια για εκείνον νικούσε κάθε φόβο του να κυκλοφορήσει μόνος στο απέραντο άντρο του δολοφόνου, να ισορροπήσει στις κλωστές του τεράστιου ιστού που είχε υφάνει για χάρη τους αυτή η αράχνη που παραμόνευε και όταν πεινούσε χτύπαγε χωρίς να δίνει σημάδια. Για λίγο ο ντετέκτιβ έκανε βόλτες πάνω κάτω στον διάδρομο έχοντας αφαιρεθεί• τα μάτια του ήταν ανοιχτά και δεν ένιωθε καθόλου κουρασμένος, παρ’ όλα αυτά είχε την αίσθηση ότι περιπλανιόταν στον τρίτο όροφο σαν υπνοβάτης. Την διάλυση αυτής της παραίσθησης την όφειλε στο μικρό παράθυρο στο τέλος του διαδρόμου, απ’ όπου οι αχτίδες ενός δειλού ηλίου που είχε σαν θαύμα ξεπροβάλλει μετά τη βροχή χύνονταν σε τέλεια γωνία στο μοναδικό ακάλυπτο σημείο του ξύλινου πατώματος. Ο Σάιμον αναστέναξε. Δεν ήξερε γιατί, αλλά το θέαμα αυτό του έφερε ένα αχνό χαμόγελο στο πρόσωπο.

Γύρισε να κοιτάξει πάνω από τον ώμο του. Φορές φορές εδώ μέσα ανατρίχιαζε νιώθοντας ότι ο δολοφόνος τον παρακολουθούσε και ίσως ερχόταν ξοπίσω του τις στιγμές που έμενε χωρίς συντροφιά στους πιο απομονωμένους χώρους του σπιτιού. Ένα θρόισμα που νόμιζε ότι άκουγε, το σύρσιμο μιας σκιάς που ποτέ δεν έβλεπε, όσο βιαστικά κι αν γυρνούσε το κεφάλι του για να την τσακώσει. Στον εαυτό του δεν επέτρεπε φαντασιώσεις• δεν το θεωρούσε και πολύ παραγωγικό, εδώ που τα λέμε, να κάθεται και να πλάθει στο μυαλό του εικόνες του δολοφόνου, αν ήταν άντρας ή γυναίκα, τι ηλικίας και τι μπορεί να υπήρχε στο κεφάλι του, αν η μορφή του ή η μορφή της ήταν το ίδιο άσχημη με τις πράξεις που είχε τολμήσει να τελέσει. Προτιμούσε να πορεύεται με τη λογική• έκανε πολλές εικασίες, αλλά όχι φανταστικές. Από χθες το βράδυ ωστόσο, που η εικόνα του κατασπαραγμένου πτώματος του Βάνια, πεταμένου στο πάτωμα της βιβλιοθήκης μαζί με μια καρέκλα, ήρθε να μείνει για τα καλά στα μάτια του νου του, όλο και περισσότερο έκανε προσπάθειες να δημιουργήσει έναν δολοφόνο φανταστικό και να τον ψυχολογήσει σύμφωνα με τα συναισθήματα που προκαλούσαν σ’ εκείνον αλλά και στους υπόλοιπους τα εγκλήματά του.

Σαν να θυμήθηκε εντελώς ξαφνικά κάτι, γύρισε απότομα και πήρε ανάποδα τον διάδρομο για πολλοστή φορά. Δεν του ήταν καθόλου δύσκολο να ξεχωρίζει ανάμεσα στις ολόιδιες κλειστές πόρτες ποια ήταν αυτή της Πελαγίας Ντόροχοφ, όχι μετά τα χθεσινά. Γιατί η καρέκλα από την οποία είχε πεταχτεί με το που άκουσε τον θόρυβο στο δεύτερο πάτωμα δέσποζε ακόμα άτσαλα βαλμένη στη μέση του διαδρόμου, με το χαλί τσαλακωμένο κάτω από τα πόδια της. Πλησιάζοντας την κοντινή πόρτα, αφού φυσικά διόρθωσε την ατέλεια προσεκτικά και αφού σκέφτηκε με τι λόγια ακριβώς ήταν καλύτερο να μιλήσει, έκανε το χέρι του γροθιά και το χτύπησε δύο φορές δυνατά πάνω στο ξύλο.

Λευκό και Κόκκινο #WCBC2324Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα