~ Αόρατος οικοδεσπότης

193 30 171
                                    

Ήταν αναμενόμενο πως λίγη ώρα αργότερα, και συγκεκριμένα στις δέκα και είκοσι οκτώ και σαράντα δύο δευτερόλεπτα, όπως βεβαιώθηκε κοιτώντας το ρολόι του, ο Σάιμον Χαρτ θα πλήρωνε τον οδηγό του ταξί - ευτυχώς όχι τον ίδιο που τον είχε αφήσει νωρίτερα στο σπίτι του - χαιρετώντας τον με ένα νεύμα, έχοντας φτάσει μπροστά από τη διεύθυνση της πρόσκλησης που του είχε σταλεί. Καθώς το αμάξι έφευγε ξανά για το πόστο του στο Χάιντ Παρκ, απ’ όπου τον είχε μαζέψει, ο Σάιμον σήκωσε τα μάτια του και ερεύνησε από πάνω ως κάτω το τεράστιο σπίτι. Εκτός από τον όροφο που βρισκόταν στο ίδιο επίπεδο με το έδαφος, ο οποίος φωτιζόταν γενναιόδωρα από θερμό φως που ξεχυνόταν από τα παράθυρα, όλα τα υπόλοιπα πατώματα του σπιτιού ήταν κατασκότεινα. Ωστόσο, μπορούσε κανείς να συμπεράνει, στο λιγοστό φως των αστεριών και σύμφωνα με όσα φαίνονταν από το ισόγειο, ότι το σπίτι αυτό ήταν ιδιοκτησία κάποιου πλούσιου.

Ο Σάιμον αναστέναξε καθώς διέσχιζε την αυλή του σπιτιού, στρωμένη με ψεύτικο γρασίδι πάνω στο οποίο ήταν πεταμένοι εδώ κι εκεί μικροί πράσινοι θάμνοι. Η αλήθεια ήταν ότι μόνο ένας τρελός θα ταξίδευε νυχτιάτικα στην άκρη του Γουέστμινστερ για να δώσει το παρόν στην μυστηριώδη δεξίωση ενός μυστηριώδους οικοδεσπότη. Μόνο ένας τρελός δεν θα επέλεγε να αγνοήσει και να πετάξει μακριά εκείνη την πρόσκληση που έμοιαζε να κρύβει φρικιαστικά υπονοούμενα. Βέβαια, ο Σάιμον, μέσα στο επίσημο κοστούμι του, με τα σκουρόξανθα μαλλιά και το μουστάκι του περιποιημένα καταλλήλως και ψεκασμένος με μπόλικη αντρική κολόνια, δεν ήταν στα σίγουρα τρελός.
Απλά δεν μπορούσε να κρατηθεί μακριά. Ναι, είχε προσπαθήσει να το ξεχάσει, να πέσει για ύπνο, αλλά στριφογύριζε με μανία στο κρεβάτι του και δεν έβρισκε ησυχία. Η επιθυμία για μυστήριο, για μια υπόθεση συναρπαστική, άσβεστη σαν την δίψα κάποιου καβαλάρη που περιπλανιέται μέρες στην έρημο, και η εμμονή του, η σιγουριά του ότι σε αυτό το σπίτι, εκείνη την ώρα, το μυστήριο θα τον περίμενε, δεν του άφησαν περιθώρια να αρνηθεί το κάλεσμα της πρόσκλησης. Αρκετά περίμενε να έρθει σ’ αυτόν μια υπόθεση. Καιρός ήταν να ψάξει να τη βρει ο ίδιος.

Έτσι, γρήγορος σαν αστραπή, μη θέλοντας να χάσει λεπτό από την βραδιά στην έπαυλη, φόρεσε τα καλά του σαν σωστός Εγγλέζος τζέντλεμαν και ξεκίνησε. Στον δρόμο αναλογίστηκε πως η δεξίωση ίσως και να ήταν παγίδα, αλλά έδιωξε τη σκέψη από το μυαλό του βιαστικά. Το όνομα Σάιμον Χαρτ μέχρι τώρα ανήκε σε έναν ακίνδυνο ασήμαντο ντετέκτιβ χωρίς ούτε μία αξιόλογη υπόθεση στο ιστορικό του. Πόσους εχθρούς μπορεί να είχε; Ποιος μπορεί να ήθελε να τον παγιδέψει με ένα τέτοιο τέχνασμα; Όχι, δεν υπήρχε τέτοιος φόβος, τουλάχιστον όχι άμεσα. Χωρίς να σημαίνει αυτό ότι δεν θα είχε τα μάτια του δεκατέσσερα.
Κι έπειτα, το τελευταίο που ήθελε ο Σάιμον Χαρτ ήταν να φανεί ότι ήταν δειλός. Ότι η πρόσκληση τον τρομοκράτησε και γι’αυτό αποφάσισε να μην ασχοληθεί μαζί της. Η γραμμή μεταξύ βλακείας και γενναιότητας μπορεί να είναι λεπτή, μα μερικές φορές γίνεται ανύπαρκτη, και τότε για να αποδειχτεί κανείς γενναίος πρέπει να φερθεί σαν βλάκας.

Λευκό και Κόκκινο #WCBC2324Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα