~Κεφάλαιο 14~

3.4K 168 3
                                    

Είμαστε μέσα στο σπίτι δίπλα στο τζάκι . Κουρνιασμένη στην αγκαλιά του γύρω από μια κουβέρτα . Δεν μπορώ να καταλάβω αυτόν τον άνθρωπο . Σήμερα το πρωί ήταν έξαλλος μαζί μπυ για κάτι που έκανα και τώρα ...
-Λίγα δολάρια για τις σκέψεις σου ; Με ρωτάει και χαμογελάω .
-Θέλω να ξέρω τι έκανα ... λέω χαμηλόφωνα τόσο που αναρωτιέμαι εάν με άκουσε . Αναστενάζει , και γυρίζει το πρόσωπο του για να με κοιτάζει .
-Απλά μην με ακουμπάς στο πρόσωπο ...θεώρησε το απαγορευμένη περιοχή . Λέει και ζορίζεται . Όχι ! Μην σταματάς θέλω να μάθω κι'αλλά . Θέλω να πω αλλά δεν το λέω , ξέρω πως κάποια στιγμή θα μου πει . Το κλίμα έχει γίνει βαρύ .
-Γιατί φορούσες κοστούμι προηγούμενος ; Λέω αλλάζοντας θέμα . Χαμογελάει .
-Ημούν στην δουλειά . Λέει και σηκώνω το ένα φρύδι .
-Δουλειά ; Νόμιζα πως το να απαγάγεις κορίτσια ήταν το κύριο μέλημα σου . Λέω ειρωνικά .
-Δεν έχω άλλη επιλογή ! Εκεινος φταίει . Για όλα ...λέει και κοιτάζει κάτω . Ντρέπεται .
-Εκεινος;
-Ο πατέρας μου ... Ω καταλαβα ,τέρμα δεν το ζορίζω άλλο .
-Τι δουλειά κανείς λοιπόν ; Λέω σε μια ακόμα προσπάθεια να ελαφρύνω το κλίμα .
-Η εταιρία Black . Μισό λεπτό την ξέρω αυτή την εταιρία . Διευθύνει τις περισσότερες πετρελαιοπηγές στο εξωτερικό ! Αυτό σημαίνει οτι  είναι πλούσιος και μιλάμε για πολλά λεφτά . Θα μπορούσε άνετα να σταματήσει να εμπλέκεται στην μαφία , παρόλα αυτά δεν το κάνει έχει τόσα χρήματα δεν χρειάζεται να το κάνει αυτό ...τι τον κρατεί από το να τα παρατήσει .
-Ω... είναι το μόνο που καταφέρνω να πω ,η μάλλον το μόνο που ήθελα να πω . Φαίνεται κουρασμένος .
-Έφαγες ;! Ρωτάει απότομα . Ανοίγω κλεινω τα βλέφαρα μου σαστισμένη . Γαμωτο ,δεν έχω φάει τίποτα από εχθές . Σηκώνετε όρθιος γρήγορα και λέει ·
-Έλα .Τωρα . Λέει και τονίζει την κάθε λέξη . Σηκώνομαι και εγώ και πηγαίνουμε στην κουζίνα . Πρώτη φορά πηγαίνω εκεί . Βρίσκετε δίπλα από την τραπεζαρία . Μια γυναίκα μέσης ηλικίας πλένει πιάτα στον μαρμάρινο νεροχύτη . Ξαφνικά νιώθω αμήχανα . Όταν αντιλαμβάνεται την παρουσία μας γυρνάει απότομα σκουπίζοντας τα χέρια της σε μια λευκή πετσέτα . Το πρόσωπο του Ντομινίκ ξαφνικά φωτίζεται από χαρά και παιδικότητα .
-Ρετζίνα , πως είσαι ; Ρώτησε γλυκά ο Ντομινίκ και εκείνη τον αγκάλιασε τρυφερά . Μου αρέσει αυτή η εικόνα του όταν είναι γλυκός και μαλακός και όταν είναι απλά αυτό που είναι χωρίς τις σκιές του να τον ακολουθούν . Τότε τον χτύπησε παιχνιδιάρικα στον ώμο όταν με είδε . Τα μαλλιά της είναι κάστανα και τα μάτια της πράσινα και φωτεινά αν και έχουν χάσει το φως της ζωής . Σαν σε κάθε ρυτίδα στο πρόσωπο της να είναι σκαλισμένο και ένα βάσανο της . Έχει περάσει πολλά φαίνεται στο συνεσταλμένο χαμόγελο της .
-Νίκ ; Δεν θα μπεις στον κόπο να μου συστήσεις την όμορφη la sposa ; Λέει και ο Νίκ γελάει πονηρά .
-L-a -sp-osa . Λέω ένα προς ένα τα γράμματα για να πω σωστά στην λέξη .
-Νίφι ! Λέει εκείνη γεμάτη χαρά . Αμέσως κοκκινιζω και κοιτάζω κάτω .
-Ρετζινα ! Σταματά πεινάω ! Την μαλώνει ο Ντομινίκ .
-Πείνας ;! Και δεν το λες τόση ώρα . ; Λέει εκείνη και ορμάει στην κουζίνα για να ετοιμάσει φαγητό . Εμείς πηγαίνουμε στο σαλόνι και καθόμαστε στον καναπέ δίπλα στο τζάκι .
-Ποια ήταν αυτή ;
-Η γκουβερνάντα μου όταν η μαμά μου αρρώστησε την χρειαζόμουν έτσι την έφερε ο μπαμπάς μου από Ιταλία .
-Γιατί από Ιταλία ; Δεν μπορούσε να βρει μια από Ελλάδα . Εκεινος ξεφυσαει και με κοιτάζει στα μάτια .
-Για να μην ξεχάσω την παράδοση . Λέει και γελάει λιγάκι ειρωνικά ένα πικρό χαμόγελο .
-Νίφη;! Ρωτάω και τον σκουντάω στον ώμο .
-Μια παρεξήγηση ...μουρμουρίζει  και εγώ μέσα μου γελάω αλλά κανονικά συγκρατώ ένα μικρό  χαμόγελο .
-Έτοιμο ! Φωνάζει η Κ.Ρετζινα από την κουζίνα και πηγαίνουμε να φάμε .

                                      ****
Έχουμε φάει και εγώ κάνω μια εργασία για αυτήν την εβδομάδα στο δωμάτιο μου . Ο Ντομινίκ δέχτηκε ένα ύποπτο τηλεφώνημα και αποσύρθηκε στο γραφείο του ,δεν έχει βγει από εκεί εδώ και ώρες . Είμαι όμως πολύ απορροφημενη με την εργασία για να σκεφτώ και την μαφία του Ντομινίκ και ότι επεται με αυτή . . Αφού τελειώσω ξαπλώνω εξουθενωμένη στο κρεβάτι μου και σε κάποια στιγμή την νύχτα ένιωσα κάποιον στο δωμάτιο να μου χαϊδεύει τα μαλλιά αλλά τα βλέφαρα μου ήταν πολύ βαριά για να τα ανοίξω . Ξυπνάω την νύχτα από ένα στριγγλιτο . Ανοίγω τα μάτια μου απότομα , η καρδιά μου έτοιμη να πεταχτή από το στήθος μου . Αναμνήσεις από την μέρα που μας πήραν εμένα και την Στέλλα . Τρέμω . Ανοίγω το ασημένιο λάμπατερ δίπλα από κρεβάτι και βλέπω τον Ντομινίκ χωρίς μπλούζα καταϊδρωμένο να μιλάει στον ύπνο του . Ποτέ ήρθε εδώ ; Δεν καταλαβα τίποτα .
Φωνάζει πλέον . Ωχ όχι βλέπει εφιάλτη .
-Όχι ! Φύγε ! Μη ! Μαμά ...
-Νίκ ! Ει ει ηρέμησε είμαι εγώ εδώ . Λέω και τον χαϊδεύω στα χέρια . Δεν ακουμπώ το πρόσωπο του αν και θέλω τόσο πολύ . Ανοίγει τα μάτια του και με τραβάει στην αγκαλιά του . Με γυρνάει έτσι ώστε να είμαστε πρόσωπο με πρόσωπο .
-Μην με αφήσεις ... Λέει με κλειστά τα μάτια και μετά τα ανοίγει . Και εγώ πνίγομαι για ακόμα μια φορά στο απέραντο γαλάζιο σε μια φουρτούνα συναισθημάτων κάθε φορά που τα αντικρίζω .
-Ποτέ ... λέω ξέπνοα και με πέρνει ο ύπνος σε ένα καράβι που παλεύει τα επιζήσει ανάμεσα σε τεράστια κύματα .

𝓑𝓵𝓪𝓬𝓴 𝓵𝓲𝓴𝓮 𝓱𝓲𝓼 𝓭𝓪𝓻𝓴𝓷𝓮𝓼𝓼Where stories live. Discover now