Κεφάλαιο 16

63 8 0
                                    

Κοιμάται τοσο γλυκά σκέφτηκε.Εκεινου δεν τον επερνε ο ύπνος.Την χάζευε.Ηταν αφηρημένος στο βλέμμα της.Της είχε πει πως του άρεσαν τα μάτια της. Ήταν μεγάλα κι μαύρα.Με αυτές τις σκέψεις τον πήρε έπειτα ο ύπνος.
Το επόμενο πρωί, μόλις ξύπνησε δεν βρήκε την Hendra. Είχε πανικοβληθει.Υστερα από αρκετή ώρα αφού είχε ξυπνήσει,ήρθε. «Που ησουνα» την ρώτησε αναστατωμενος.

«Πετάχτηκα να μας φέρω πρωινό. Αγόρασα κρουασάν από τον φούρνο.».
Ο Teo την άρπαξε κι τη φίλησε.«Μου ελειψες», της είπε.
Αυτό που στεναχώρησε τον Teo ήτανε ο χρόνος.Μαζι της περνούσε τόσο γρήγορα. Πριν καν το καταλάβει.Ο χρόνος πριν την συναντήσει ήταν σχετικός στο μυαλό του.
Μαζί της πολύτιμος.

Εκείνη φαινότανε πολύ χαρούμενη. Απολάμβαναν ένα φλιτζάνι τσάι με τα κρουασάν που έφερε η Hendra.Την ρώτησε τι ήθελε να κάνουνε σήμερα.Εκεινη σκεφτόταν.
«Εσύ τι θελεις», τον ρώτησε.

Αυτός της χαμογέλασε. «Μου αρκεί που θα είμαι μαζί σου. Θα σε παω όπου θες.»
«Μα δεν γνωρίζω το χιουστον»
«Λοιπον», είπε ο Teo, «σκέφτηκα να πάμε κάπου, που θα σου αρέσει σίγουρα.Ευτυχως έχει καλό καιρό.»
«Που θα πάμε;»
«Εκπληξη.Ετοιμασου εσύ κι φύγαμε.»
Η Hendra πήγε να ετοιμαστεί στο μπάνιο, να αλλάξει. Εκείνος έβγαλε την μπλούζα, κι έβαλε μια άλλη άσπρη φαρδιά. Είχε αλυσίδα στον λαιμό κι το τζιν με το πουκάμισο που συνήθιζε να φοράει.

Τα μαλλιά του Teo ήταν αρκετά κοντά. Δεν ειχε μούσι.Ηταν ένα όμορφο κακό αγόρι.
Ενώ η Hendra, μέρα το θάρρος που είχε κι τσαμπουκά, ήταν γλυκιά, ευαίσθητη. Το 'καλό κοριτσι'.

«Είσαι έτοιμη Hendra?», «Πανέτοιμη».
Μόλις βγήκαν από το σπίτι αυτός κλείδωσε. Δοκίμασε να δει αν άνοιγε. Την έπιασε από το χέρι κι βγήκαν έξω στον δρόμο.Κατευθυνθηκαν στην μηχανή του.Της είπε να φορέσει κράνος. Εκείνη αρνήθηκε. Δεν το συνέχισε. Ήξερε θα γίνει το δικό της.
Ο καιρός πράγματι ήτανε υπέροχος. Είχε αρκετή ζέστη.O Teo ένιωθε τα χέρια της Hendra να αγκαλιάζουν την κοιλιά του.Το κεφάλι της το είχε ακουμπήσει στην πλάτη του.

Έκαναν αρκετή ώρα μέχρι να φτάσουν στον προσδιορισμό τους.
Όταν έφτασαν η Hendra, δεν είδε μαγαζιά.Ηταν σαν το μέρος από το πικνίκ, στο Οστιν.

Την έβαλε στην βάρκα. «Εντάξεις είσαι; »
«Τελεια».Του φαινόταν ενθουσιασμενη κι του άρεσε αυτό.
Τράβηξε την βάρκα μέσα στην λίμνη.
Ο Teo άρχισε να κάνει κουπί. Ήτανε στην μέση της λίμνης τώρα. Ο ήλιος φωτιζε όλη την περιοχη. Τα νερά καταγάλανα.Υπηρχαν δύο τρία ψαροπουλια.Δεν υπήρχε κάποιος άλλος εκτός από εκείνους.
«Θέλω να έρχομαι πιο συχνά εδω», του είμαι με ενθουσιασμό. «Θα σε φερνω», της απάντησε.
Εκείνος ακινητοποιησε την βάρκα.Πλησιασε το πρόσωπο του στο δικό της. Εκείνη σαν να ταραχτηκε.«Θες να σε φέρνω πιο συχνά;», της είπε σιγανά. «Ναι, θελω». Χαμογέλασαν κι οι δυο.

Κι οι δυο ξαπλωσαν στην βάρκα. Ο ήλιος τους χτυπούσε στα μούτρα.
«Γιατι σου αρέσει εδώ πέρα.»
«Για την ησυχία.»
«Νόμιζα ήσουν θορυβώδες ατομο», του είπε γελώντας. «Είμαι ανισσοροπος.»
Κοιταχτηκαν.Εκεινος γέλασε κι ξανακοιταζε στον ουρανό με κλειστά τα μάτια.
«Τιι», του είπε γελώντας. «τίποτα Hendra»
«Γιατί γελάς;»
Δεν της απάντησε στην ερώτηση της. Αλλά ήθελε τόσο πολύ να της πει Σαγαπω.

𝖸𝖮𝖴:𝖺𝗋𝖾 𝖾𝗏𝖾𝗋𝗒𝗍𝗁𝗂𝗇𝗀(ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΔΙΌΡΘΩΣΗ)Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα