Κεφάλαιο 12

14 2 6
                                    



Οι κοπέλες, κοιτούσαν παραξενευμένες την νεαρή γοργόνα, η οποία δίστασε να τους μιλήσει. Δεν είχε δει πλάσματα όμοια με εκείνα που είχε μπροστά της τώρα.

''Εσύ μας κάλεσες?'', έσπασαν αυτές πρώτες την σιωπή.

''Ποιές είστε? Πού είναι το κράκεν? Υποτίθεται πως θα ζωντάνευε''

''Ζωντάνεψε αλλά με άλλη μορφή... Εμείς είμαστε το κράκεν'', απάντησαν. ''Ευχαριστούμε που μας έφερες πίσω! Σου χρωστάμε πολλά! Μόνο, μία χάρη. Μπορούμε να έρθουμε μαζί σου? Δεν έχουμε πατρίδα''

''Εννοείται και μπορείτε να μείνετε στην πόλη μου! Όλοι θα χαρούν! Μόνο που πρώτα πρέπει να τακτοποιήσουμε μερικά πράγματα'', είπε και οι κοπέλες την πλησίασαν μέσα απ' τα κύματα, για να ακούσουν καλύτερα. ''Εσείς, θα πάτε πίσω, στον τόπο μου και θα βρείτε έναν καρχαρία με το όνομα Ρον και μία γοργόνα, την Ρόζαλι. Είναι η μικρή μου αδελφή. Πείτε ότι σας στέλνω εγώ, η Άρια, να βοηθήσετε. Έπειτα, θα περιμένετε εκεί μέχρι να γυρίσω, εντάξει?'', τους εξήγησε πως είχαν τα πράγματα. ''Τέλος, εσύ θα έρθεις μαζί μου'', είπε σε μία από αυτές και ο καθένας τράβηξε τον δρόμο του. 

Φτάνοντας στο Ξεχασμένο, οι κοπέλες αναζήτησαν την Ρόζαλι και τον Ρον, οι οποίοι όταν τις είδαν ήταν πολύ επιφυλακτικοί μαζί τους, όπως και όλοι οι κάτοικοι μιας και δεν είχαν ξανά δει τέτοια πλάσματα. Έμοιαζαν να ήταν πιο δυνατές από τον καθένα τους. 

Από την άλλη η Άρια ακολουθούσε μαζί με την νέα της φίλη, τον Κάπτεν Σμιθ, ο οποίος πλησίαζε ένα απόμερο νησί. 

''Πρέπει να πηγαίνει για το μπαούλο'', ψιθύρισε η Άρια. ''Είσαι έτοιμη?'', ρώτησε και η κοπέλα έγνευσε καταφατικά. 

Τον είδαν να κατεβαίνει από το πλοίο και να μπαίνει σε μία σπηλιά, όχι πολύ μεγάλη. Μέσα στη σπηλιά υπήρχε μια μικρή λίμνη που ενωνόταν με τον ωκεανό και λίγο πιο δίπλα, ο Σμιθ, άρχισε να σκάβει. Ξαφνικά άκουσε κάποιον να τραγουδά λίγο πιο δίπλα του. Γύρισε να δει ποιός ήταν, όταν αντίκρισε μία νεαρή κοπέλα να λούζει τα μαλλιά της και να τα χτενίζει, καθισμένη στην όχθη της λίμνης. Ήταν πανέμορφη και έμοιαζε τόσο γαλήνια... Παράτησε το σκάψιμο παρόλο που σχεδόν είχε βρει το μπαούλο, σαν να ήταν μαγεμένος από την φωνή της. 

''Ποιά είσαι?'', ρώτησε ήρεμα. Η κοπέλα μπήκε πιο βαθιά μέσα στο νερό, από τον φόβο. Έβαλε κι εκείνος ασυναίσθητα τα πόδια του και άρχισε να την ακολουθεί. ''Θα μου πεις το όνομά σου?'', ρώτησε.

Το Χρυσό ΚλειδίOnde as histórias ganham vida. Descobre agora