Κεφάλαιο 11

14 2 4
                                    



Το πρωί βρήκε την Ρόζαλι να κοιμάται σε έναν βράχο, δίπλα στον Ρον. Δεν είχε φύγει λεπτό μακριά του, μέχρι που την πήρε ο ύπνος... Ήταν το πρώτο πράγμα που είδε ο Ρον, όταν άνοιξε τα μάτια του. Πάντα ήθελε μέσα του μια μέρα να ξυπνήσει και να την βρει δίπλα του, αλλά δεν είχε ποτέ το θάρρος να την ζητήσει σε γάμο εξαιτίας των αδελφών τους αλλά και της διαφορετικής φύσης τους. Σηκώθηκε όρθιος από το κρεβάτι του, που στην ουσία ήταν ένα στρώμα φτιαγμένο από φύκια, και τοποθέτησε την Ρόζαλι εκεί, προτού αφήσει την σπηλιά του για να βρει τον Έρικ. 

Έψαχνε παντού, αλλά δεν μπορούσε να τον βρει πουθενά, πράγμα που σήμαινε πως ο Έρικ είχε βγει στη στεριά. Εκεί ακριβώς που βρισκόταν το πλήρωμα του Κάπτεν Σμιθ αλλά και ο ίδιος ο καπετάνιος. Θα τον σκότωνε, όλους θα τους σκότωνε προκειμένου να μην πατήσει κανείς ξανά σε αυτά τα μέρη!

Από την άλλη, το πλήρωμα ταράχτηκε πολύ, όταν είδε το μαύρο πτερύγιό του, να κάνει κύκλους γύρω από το νησί και τελικά να βγαίνει ολόκληρος στην επιφάνεια, πατώντας με τα πόδια του στην άμμο, σαν να ήταν ένας από αυτούς. Έκαναν όλοι ένα βήμα πίσω, κάθε φορά που εκείνος έκανε ένα βήμα μπροστά, με τις πολλές σειρές από τα κοφτερά δόντια του να τους καλημερίζουν. 

''Πού είναι ο Καπετάνιος?'', ρώτησε χαμηλόφωνα αλλά γεμάτος οργή. Κανείς όμως δεν απάντησε, παρά τον κοιτούσαν όλοι με τρόμο. ''Ρώτησα, που είναι ο Καπετάνιος!'', φώναξε αρπάζοντας έναν από τους ναύτες, σηκώνοντάς τον ψηλά με το ένα του χέρι. Το πλήρωμα εξακολουθούσε να μην απαντά και έτσι ο Έρικ, δάγκωσε τον άτυχο ναύτη, κόβοντάς του το χέρι από τη ρίζα. Ο άνθρωπος, μάτωσε μέχρι που πέθανε. Τον πέταξε μέσα στη θάλασσα, όπου και πολλοί καρχαρίες είχαν μαζευτεί, έχοντας εντοπίσει την - όμορφη για εκείνους - μεταλλική μυρωδιά του αίματος. Ύστερα άρπαξε έναν άλλο άνθρωπο και τον σήκωσε επίσης στον αέρα με το χέρι του. Αίμα έτρεχε από τα μεγάλα σαγόνια του και στα κατάμαυρα μάτια του δεν ήταν διακριτό κανένα συναίσθημα. Ετοιμαζόταν να σκοτώσει και τον επόμενο...

''Μπορώ να το κάνω αυτό όλη μέρα!'', τους πληροφόρησε, περιμένοντας μια απάντηση, την οποία και πήρε αλλά όχι από εκείνους.

''Δεν είναι εδώ'', απάντησε ο Ρον που μόλις έβγαινε από το νερό. Ο Έρικ αυτομάτως, άφησε τον άντρα κάτω, ο οποίος έτρεξε αμέσως πίσω στους υπόλοιπους γεμάτος τρόμο. 

''Πώς είσαι?'', ρώτησε τον αδελφό του που φαινόταν λίγο αδύναμος ακόμα.

''Πάντως καλύτερα από σένα. Τί είναι αυτά που κάνεις?'', εννοούσε για τον αδικοχαμένο άνδρα.

Το Χρυσό ΚλειδίWhere stories live. Discover now