chapter 1

6K 509 69
                                    


I want you here with me, like how I pictured it.

Kiana

Κοιτάω το ρολόι στον τοίχο μπροστά μου και αναστενάζω. Πήγε κιόλας δώδεκα.Πως ξεχάστηκα;

Σηκώνομαι απότομα από την καρέκλα και εκείνη σέρνεται, το τρίξιμο που κάνει προκαλεί την υπεύθυνο της βιβλιοθήκης να με κοιτάξει, όχι με το πιο γλυκό βλέμμα. Της χαμογελάω βεβιασμένα και ξεφυσάει κοιτώντας με. Έχει μανία με την ησυχία μες τη βιβλιοθήκη. Δε λέω, καλά κάνει, αλλά είμαι τακτική επισκέπτρια, θα έπρεπε να είναι λίγο πιο χαλαρή μαζί μου.

Τέλος πάντων. Παίρνω το σημειωματάριο μου, τα ακουστικά και την κασετίνα με τα στυλό μου και τα βάζω μες την καφέ τσάντα-ταχυδρόμου- που έχω, είναι η αγαπημένη μου. Βάζω το κινητό στην πίσω τσέπη του τζιν μου και έπειτα παίρνω το ποτήρι με το τσάι μου-το λίγο που έχει απομείνει δηλαδή- και φεύγω από τη βιβλιοθήκη, χαμογελώντας στην υπεύθυνη, Lisa, αν δεν με απατά η μνήμη μου  όπως την λένε.

Κοιτάω το ρολόι χειρός μου και αναστενάζω. Ελπίζω ο ανόητος να μην έχει  ξεχαστεί και έχει φύγει. Είπε θα με περιμένει.

Περπατάω με γρήγορο βήμα στο πεζοδρόμιο και κοιτάω τον ουρανό. Συννεφιασμένος πάλι. Χαρούμενη εγώ πάλι. Το κινητό μου κουδουνίζει και βγάζοντας το έξω από την πίσω τσέπη μου είμαι έτοιμη να αντιμετωπίσω τη γκρίνια του καλύτερου μου φίλου για την αργοπορία μου, μα το όνομα του δεν είναι αυτό που αναβοσβήνει μπροστά στην οθόνη.

Είναι η κολλητή μου παρόλα αυτά. «Ναι, Arabella;» αποδέχομαι την κλήση φέρνοντας το κινητό μου κατευθείαν κοντά στο αυτί μου.

Προσπαθώ να βγάλω τα ακουστικά από την τσάντα μου, αλλά παλεύω με γελοίο τρόπο και έτσι τελικά τα παρατάω.

«Kiana μου, τι κάνεις;» με ρωτάει όπως πάντα πρόσχαρα η Arabella από την άλλη γραμμή.

«Καλά είμαι εσύ; Είχα πάει στην βιβλιοθήκη και τώρα πάω από το φούρνο να συναντήσω τον βλάκα.» της λέω γρήγορα.

Αυτή η κοπέλα με κάνει πάντα να γελάω και να χαμογελάω.

«Ω τι υπέροχα! Το ήξερες Kiana, ότι τα ψάρια χάνουν την μνήμη τους κάθε τρία δευτερόλεπτα;» με ρωτάει τσιριχτά. Γελάω.

«Ναι, Arabella, ναι. Εσένα όμως πως σου προέκυψε αυτή η πληροφορία;» της λέω γεμάτη απορία, προσπαθώντας να μη με ακούσει να γελάω.

«Μου πήρε ο Niall δύο χρυσόψαρα και τους έβγαλα ονόματα, αλλά μετά μου είπε αυτό και τώρα κάθε τρία δευτερόλεπτα πρέπει να τους βρίσκω άλλα ονόματα γιατί τα ξεχνάνε.» ξεφυσάει.

«Γιατί απλώς δεν αφήνεις τα ίδια ονόματα, ούτως ή άλλως εσύ τα ξέρεις πάντα τα ίδια είναι, εκείνα όμως όχι.» της εξηγώ.

«Αααμ...» αποκρίνεται και έπειτα διατηρείται μια απόλυτη ησυχία πίσω από την άλλη γραμμή.

Η οικογένεια της Arabella είναι από τις πιο πλούσιες της μικρής μας περιοχής, -βασικά νομίζω η πιο πλούσια- έτσι τα πράγματα που σε όλους τους άλλους είναι γνωστά, σε εκείνη δεν είναι. Πόσο μάλλον μέχρι να γνωριστούμε, μέχρι την πρώτη Λυκείου δηλαδή, δεν είχε κανέναν για παρέα, έμενε σπίτι και δεν 'γνώριζε' ας πούμε τον έξω κόσμο και τα πράγματα που περιέχονται σε αυτόν όπως όλοι οι υπόλοιποι.

Είναι όμως ένας θαυμάσιος άνθρωπος, που έχει περάσει πολλά μα χαμογελάει πολύ πλέον. 

«Έχεις δίκιο. Πότε θα συναντηθούμε; Θέλεις το βράδυ να πάμε πουθενά;» μου προτείνει.

«Εμ, ναι, δεν έχω κανονίσει κάτι.» της απαντώ.

MoonlightWhere stories live. Discover now