[...]Πλανιόταν στο δωμάτιο του με βήματα βαριά . Το πρόσωπο του σκυθρωπό . Αισθανόταν ένα βαθύ κενό να τουρτουρίζει έξω από το παράθυρο του πλαϊνού τοίχου . έτρεξε γρήγορα να το αντικρίσει και διέκρινε ένα σμήνος ανθρώπων να περπατούν βουβοί με το βλέμμα τους κενό . τα βήματα τους μονότονα στον ρυθμό της νεκρότητας τους . Κούφιοι άνθρωποι . Μια περίεργη έλξη , μία αλλοπρόσαλλη δύναμη τον τράβαγε σε αυτόν τον κούφιο κόσμο , θαρρείς και τα άδεια αυτά κορμιά αποζητούσαν μια ψυχή . Κάτι περίεργο τον πέταξε έξω από το παράθυρο του . Το κορμί του αιωρούνταν σχεδόν σαν άυλο στον αέρα . Ένιωθε σαν να φύτρωσαν μέσα του φτερά . Λες και είχε μάθει να πετά . Όμως δεν τον κράτησε πολύ ο αέρας. Πρώτου προλάβει να γευτεί την γλύκα του κόσμου από ψηλά , σκοτάδι σκέπασε τα πάντα γύρω του . Όταν επέστρεψε το φως , το γκρίζο της πόλης και μια αχανής σειρά από κορμιά τον είχαν περικυκλώσει .. [...]