Bonnie And Clyde

By pseudargyros

41.1K 4.5K 7.9K

Ο Μπλέικ υποχρεώνεται να κλέβει για να μπορέσει να ζήσει εκείνον και την οικογένειά του. Όταν μια μεγάλη επαγ... More

Πρόλογος
𝑰. Χαλκός, χρυσός και... Σίλβερ!
𝑰𝑰. Οι κερασιές της Ιαπωνίας
𝑰𝑰𝑰. Το ποτό της τιμής
𝑽. Careless Whisper
𝑽𝑰. Ένα βράδυ που έβρεχε
𝑽𝑰𝑰. Ο ουρανός με τ' άστρα
𝑽𝑰𝑰𝑰. Κρατάς μυστικό;
𝑰𝑿. Ένα Γράμμα να μου στείλεις..
𝑿. Let the masks fall
𝑿𝑰. Με πνίγει τούτη η σιωπή
𝑿𝑰𝑰. Thankful and blessed!
𝑿𝑰𝑰𝑰. Το μουσείο των ευχών
𝑿𝑰𝑽. 50 αποχρώσεις της αμφιβολίας
𝑿𝑽. Fuck it up, Letter
𝑿𝑽𝑰. Οικογενειακή υπόθεση
𝑿𝑽𝑰𝑰. Το Πνεύμα των Χριστουγέννων
𝑿𝑽𝑰𝑰𝑰. Out of Breath
𝑿𝑰𝑿. Πληγές του Παρελθόντος
𝑿𝑿. Πηλός, μελάνι και βελόνες
𝑿𝑿𝑰. Υστερόγραφο Γενεθλίων
𝑿𝑿𝑰𝑰. Oh! Captain, my Captain!
𝑿𝑿𝑰𝑰𝑰. Λεπίδες και Αίματα
𝑿𝑿𝑰𝑽. Περασμένα ξεχασμένα
𝑿𝑿𝑽. Σώμα από Χώμα και Νερό
𝑿𝑿𝑽𝑰. Τικ, τοκ, ο χρόνος σου τελειώνει
𝑿𝑿𝑽𝑰𝑰. Το κουτί της Πανδώρας
𝑿𝑿𝑽𝑰𝑰𝑰. Παραμύθι Χωρίς Όνομα
𝑿𝑿𝑰𝑿. Τατουάζ Ξεθωριασμένα
𝑿𝑿𝑿. Τράβα Σκανδάλη
𝑿𝑿𝑿𝑰. Νέα Δεδομένα
𝑿𝑿𝑿𝑰𝑰. Μικρά Βήματα, Μεγάλες Αποφάσεις
𝑿𝑿𝑿𝑰𝑰𝑰. Φίλε έλα απόψε που πονάω
𝑿𝑿𝑿𝑰𝑽. Στα Παλιά Λημέρια
𝑿𝑿𝑿𝑽. Στο Ασανσέρ που Συναντιόμαστε
𝑿𝑿𝑿𝑽𝑰. Επιθυμίες και Αδυναμίες
𝑿𝑿𝑿𝑽𝑰𝑰. Και το όνομα αυτού...
Επίλογος

𝑰𝑽. 1184

1.2K 133 283
By pseudargyros

Το παρκαρισμένο αμάξι έξω από το σπίτι του τον φλερτάρει ασύστολα μα τελικά επιλέγει να πάει με τα πόδια στο σπίτι του Σίλβερ, για άσκηση. Στην πραγματικότητα δεν αποφάσισε να γίνει ξαφνικά αμπάσαντορ της φυσικής κατάστασης, πιο πολύ θα έλεγε κανείς πως δεν θέλει να τον συζητά η μικρή γειτονιά που από την ώρα που φάνηκε με το πανάκριβο αμάξι έχουν ξεκινήσει οι κουβεντούλες.

Η μητέρα του πείστηκε όταν του είπε την αλήθεια και η Πέιτον ενθουσιάστηκε παραπάνω από ό,τι ο Μπλέικ περίμενε μιας που ήθελε από πάντα να την πηγαίνει βόλτες, μεταφορικό μέσο δεν είχε μα τώρα είναι η ευκαιρία της.

Περπατά λοιπόν στην ήρεμη πρωινή διαδρομή και με τα ακουστικά στα αφτιά του φτάνει στο πιο κοντινό μηχάνημα ΑΤΜ για να δει τον καινούριο του τραπεζικό λογαριασμό που ο Σίλβερ του έφτιαξε. Περιμένει στην ουρά για κάποια ώρα μα όχι αρκετή για να αργήσει.

Πατάει μερικά κουμπιά και βγάζει μερικά λεφτά για να έχει πάνω του ενώ ταυτόχρονα ψάχνει να βρει το υπόλοιπο που έχει πια μετά την ανάληψη. Το εξαψήφιο νούμερο τον κάνει να στραβοκαταπιεί και τελικά να βήξει. Προσπαθεί να φανεί φυσιολογικός μόλις βγάζει την κάρτα του από το μηχάνημα και παίρνοντας την απόδειξη απομακρύνεται από την τράπεζα.

Δεν έχει απομακρυνθεί από την τράπεζα πολύ όταν κάποιον τον πλησιάζει και χωρίς να κοιτάξει δίπλα του καταλαβαίνει αμέσως πως είναι ο Τσακ.

«Χρόνια και ζαμάνια ρε φίλε...» του λέει με μια δόση ειρωνείας στην φωνή του.

«Καλημέρα και σε εσένα.»

«Μας ξέχασες βρε φιλαράκι!» Ο.. Κλάιντ καταλαβαίνει αμέσως τον λόγο που ο Τσακ τον πλησίασε και είναι σίγουρος πως οφείλεται στο κατάμαυρο αμάξι των ονείρων του.

«Οριακά δεν με πλήρωσες για να μην σε προδώσω στο μπατσικό, τι μου λες ότι σε ξέχασα.» δείχνει τα δόντια του χωρίς να τον ενδιαφέρει, τώρα πια ο Τσακ δεν είναι αφεντικό του, ούτε κάνει κουμάντο εκείνος. Βέβαια, δεν φαίνεται να του αρέσει ο τόνος του παλιού του φίλου.

«Γίναμε φιλαράκια με τους μπάτσους βλέπω, πήρες αμαξάκι είδα.»

«Μου πρόσφερε δουλειά σε αντάλλαγμα να μην με παραδώσει στην αστυνομία. Αν το έκανα δεν θα ξεμπέρδευα ούτε εγώ αλλά ούτε κι εσύ οπότε, αν θες την γνώμη μου, σε έσωσα που σε ξέχασα.» περπατά δίπλα του με το τσιγάρο στο στόμα χωρίς να του απαντά. Ο Μπλέικ δεν είχε ξεχάσει το κρέμασμα του Τσακ, δεν θα το έκανε σύντομα.

«Καλά τα λεφτά;»

«Αρκετά για να προσφέρω στην οικογένεια.» είναι αρκετά κοφτός ο τόνος του μα δεν φαίνεται να θέλει να το ελαττώσει. «Τσακ, υπάρχουν παντού μάτια τους και αν με δουν μαζί σου θα μπλέξουμε και οι δύο, η συνεργασία μας διακόπηκε και δεν μπορώ να κάνω κάτι άλλο. Ελπίζω να είσαι καλά.» χτυπά την πλάτη του φιλικά και αφήνει διακριτικά μερικά χαρτονομίσματα στην τσέπη του. Δεν το κάνει για να τον αφήσει ήσυχο αλλά γιατί βαθιά μέσα του τον λυπάται και δεν θέλει να υποφέρει εκείνος και η μητέρα του, ήταν μια μικρή ανάσα που θα τους βοηθούσε.

Ο Τσακ βρίσκει τα λεφτά όταν φτάνει στην πλατεία για να συναντηθεί με την υπόλοιπη παρέα. Κοιτά πίσω του μήπως τον δει στον ορίζοντα και τον προλάβει αλλά έχει χαθεί. Χαμογελά ακουμπώντας τα χρήματα στην τσέπη του.

Ο Μπλέικ ήταν για εκείνον κολλητός φίλος μα γνώριζε καλά πως για εκείνον ήταν τοξικός. Τον ζήλευε και τον υποβάθμιζε συνεχώς διότι ήξερε πως ο σκουρομάλλης κλέφτης είναι καλύτερος από εκείνον, γνώριζε πολύ καλά πως αν άφηνε να δείξει τα δόντια του ο Μπλέικ, όλοι θα τον ακολουθούσαν και για τον ηγετικό Τσακ, αυτό ήταν μαχαίρι στην καρδιά.

Ο Τσακ ξεχνάει λίγο αργότερα τι συνέβη και το ίδιο παθαίνει κι ο Κλάιντ που φτάνοντας στο μεγάλο σπίτι του Σίλβερ αφήνει τα πάντα πίσω του. Οτιδήποτε έχει να κάνει με την γειτονιά του σβήνεται προσωρινά όταν περνά την είσοδο και περπατά με θάρρος προς την μεγάλη και πλέον καθαρή αυλή.

Ο γνωστός σε εκείνον επικεφαλής βρίσκεται σε μια ξαπλώστρα και απολαμβάνει τον ήλιο του πρωινού με τα γυαλιά στα μάτια και το ποτό, από νωρίς, στο χέρι. 

«Ήρθες στην ώρα σου.» παρατηρεί και πίνει μια μεγάλη γουλιά από το ποτήρι που μόνος του ετοίμασε. Ο Κλάιντ χαμογελά περήφανος και μέσα του φουσκώνει από περηφάνεια. «Δεν περίμενα να ονοματοδοθείς τόσο γρήγορα και δη από την αδερφή μου.»

«Η Μπόνι είναι αδερφή σου;» μοιάζει έκπληκτος και ο Σίλβερ θυμάται εκείνη την στιγμή πως ο κλέφτης απέναντί του δεν θα μπορούσε να το ξέρει αν κάποιος δεν του το πει. Ο επικεφαλής γνέφει και συνεχίζει αυτό που είχε στο μυαλό του.

«Από την στιγμή που σου έδωσε όνομα η Μπόνι είστε πλέον ένα. Γίνεστε αχώριστοι, υπάρχετε ο ένας για τον άλλον. Όπου είσαι θα είναι, όπου είναι θα είσαι. Θα την ακολουθείς νοητά και φυσικά παντού, θα ξέρεις κάθε της κίνηση στις αποστολές. Όπως καταλαβαίνεις, η Μπόνι θα είναι συνεχώς και σε κάθε αποστολή μαζί σου, θα δουλεύετε ο ένας για τον άλλο. Αν πάθει κάτι θα είσαι εκεί για εκείνη, αν την καταλάβουν προσπαθείς να την καλύψεις, αν την πιάσουν παραδίδεσαι εσύ για εκείνη ή με εκείνη. Όλα αυτά ισχύουν και αντιστρόφως.» φαντάζουν πολλές πληροφορίες στο μυαλό του νεοφερμένου μα είναι εύκολο στην πράξη.

«Γίνομαι η σκιά της.» συμπεραίνει και ο Σίλβερ γνέφει επιδοκιμαστικά.

«Είναι ο προστάτης και ο προστατευόμενός σου. Θα σε βοηθήσει στα πρώτα σου βήματα στην ομάδα κι εσύ θα της δώσεις το αντάλλαγμα που της αρέσει πιο πολύ από όλα, της αναγνώρισης.» του γελά με νόημα και ο Κλάιντ στραβά χαμογελά.

«Δεν πίστευα πως θα είναι τόσο περίπλοκη η όλη φάση.»

«Περίπλοκο γίνεται από την στιγμή που σου δίνει όνομα η Μπόνι.» Η έκφραση του Κλάιντ γίνεται όλο και πιο μπερδεμένη δίνοντας έτσι στον Σίλβερ το πάτημα να συνεχίσει. «Είδες πιθανόν ότι έχει αρκετά τατουάζ πάνω της. Κυρίως στα χέρια και στον λαιμό.»

Ο κλέφτης γνέφει αμέσως, κάποια από τα τατουάζ της έμοιαζαν στα δικά του. Τα χέρια τους είναι γεμάτα με παρόμοια σχέδια, είναι και οι δύο λάτρεις αυτής της τέχνης.

«Μπορεί να μην πρόσεξες αλλά έχει ένα νούμερο ευμεγέθες στην κλείδα της.» ο σκουρομάλλης απέναντί του τον κοιτά μπερδεμένος μα μπορεί να θυμηθεί αμυδρά κάποιες λεπτομέρειες. «Η Μπόνι είχε υποσχεθεί πως ο άνθρωπος στον οποίο θα δώσει όνομα, θα είναι κι αυτός που θα μοιραστεί το μεγαλύτερο κομμάτι του μυαλού της. Θα γίνουν ένα. Κάποιος της είχε μιλήσει για κάποιους αριθμούς, τους φίλιους. Δεν τους έβγαλε ποτέ από το μυαλό της, αυτός που θα έδινε όνομα θα έπαιρνε και τον φίλιο αριθμό του αριθμού της. Εκείνη είναι το 1184, αυτό έχει κάνει τατουάζ.»

«Στα μαθηματικά φίλιοι αριθμοί ονομάζονται αυτοί που ο πρώτος ισούται με το άθροισμα των γνήσιων διαιρετών του δεύτερου και το αντίστροφο.» λέει ο Κλάιντ αρκετά γρήγορα εκπλήσσοντας τον επικεφαλή του που δεν περίμενε να ξέρει ή να θυμάται, αν το είχε ακούσει ξανά, τι συμβαίνει.

Την ίδια ώρα η Μπόνι έχει ξυπνήσει και λίγο πιο πίσω τους κάθεται και τους ακούει να μιλούν. Η καρδιά της λαβώνεται με όσα ακούει από τον αδερφό της μα περισσότερο την ζεσταίνουν όλα όσα ο Κλάιντ λέει.

«Από πού το ξέρεις;» ρωτά αυτό που και η αδερφή του έχει στο μυαλό του.

«Το είχα ψάξει κάποτε..» Ο Σίλβερ αντιλαμβάνεται πως κάτι κρύβεται πίσω από τα μικρά αποσιωπητικά που αφήνει να αιωρούνται με την φωνή του στον αέρα και συνεχίζει όσα η αδερφή του ξέρει πως δεν θα συζητήσει.

«Κάθε ζευγάρι αριθμών αποτελεί δείγμα φιλίας και εμπιστοσύνης. Υποθέτω γι' αυτό η Μπόνι τους αγαπά τόσο πολύ. Οι πιο σημαντικές αξίες στην ζωή της, άκου με σαν τον αδερφό της, είναι αυτές οι δύο. Εκεί τα βασίζει όλα. Οπότε να θυμάσαι πως δεν θα πρέπει να την προδώσεις ούτε σαν φίλος ούτε σαν συνεργάτης.»

Η κλέφτρα τους ακούει προσεκτικά και χαμογελά πολύ ελαφρά ακούγοντας τον αδερφό της να την διαβάζει τόσο σωστά.

«Δεν είχα σκοπό αλλά υπόσχομαι πως δεν θα την προδώσω. Ούτε σαν φίλος, ούτε σαν συνεργάτης

Η Μπόνι ακούει την ειλικρίνεια στην φωνή του, τον κοιτά από μακριά και καταφέρνει να το διαβάσει στις κινήσεις του. Δεν θα τον επέλεγε, εξάλλου, αν εκτός από τρομερός κλέφτης δεν ήταν και καλός άνθρωπος. Όλα τα έλεγαν τα μάτια του, το είχε καταλάβει.

Υπόσχομαι να μην σε προδώσω σαν φίλη αλλά και σαν συνεργάτης.

Περπατά προς το μέρος τους και κάθεται σε μια ξαπλώστρα με τις πυτζάμες της ακόμη πάνω της, κάνοντας ηλιοθεραπεία με τα ρούχα.

«Μπόνι μην είσαι αγενής.» σφυρίζει ο αδερφός της μα δεν τον ακούει. Ο Κλάιντ δεν της δίνει τόση σημασία όσο θα ήθελε, είδε πως τον κοιτούσε ο Λέτερ στο πάρτι και είδε και τον τρόπο που καθόταν πάνω του η κλέφτρα λίγες στιγμές αφού είχαν βουτήξει μαζί στην πισίνα. Δεν θέλει να έχει κακά ξεμπερδέματα με εκείνον, εξάλλου δεν υπάρχει και λόγος.

«Τι θα κάνουμε σήμερα;»

«Θα πας με τον Κλάιντ για ψώνια. Σούπερ μάρκετ και τα λοιπά.»

Και οι δύο γνέφουν και κάθονται σιωπηλοί. Ο επικεφαλής τους κοιτά μπερδεμένος. «Τώρα εννοώ να πάτε για ψώνια, μην κάθεστε!» χτυπά τα χέρια του σε παλαμάκια, αφυπνίζοντάς τους. Ο κλέφτης σηκώνεται πρώτος όρθιος και η επικεφαλής, αργά στέκεται στα πόδια της. Τινάζει τα γκρίζα της μαλλιά και αφήνει το σγουρό της φυσικό να την ταλαιπωρήσει για ακόμη μια μέρα.

«Θα σε περιμένω στην πόρτα.» δηλώνει ο νεοφερμένος και απομακρύνεται από τα δύο αδέρφια. Τον κοιτούν, ο καθένας για τους λόγους του.

«Πιστεύεις θα πάει καλά το μεταξύ σας;»

«Είναι καλύτερος κλέφτης από εσένα, θα πάει πολύ καλά.» Η ειλικρίνειά της τον σκοτώνει μα της χαμογελά αποδεικνύοντας πως δεν τον πειράζει που το πιστεύει.

«Το ξέρω.» παραδέχεται σιγανά μα δεν μπορεί να κάνει κάτι. Είναι απλώς χαρούμενος που στην ομάδα του έχει κάποιον σαν αυτόν.

.............

«Χωρίς λίστα θα ψωνίσουμε;» την ρωτά μπερδεμένος καθώς η κοπέλα περνάει μέσα από τους διαδρόμους του μεγάλου καταστήματος. Στο αμάξι την άφησε να οδηγήσει χωρίς να φέρει αντίρρηση στην κυριαρχία που φρόντισε να επιδείξει. Ο Κλάιντ σχεδόν αδιαφόρησε για την στάση της και κάθισε στον συνοδηγό με τα μάτια του στραμμένα στον δρόμο. Όταν πήγαινε να αλλάξει τραγούδι εκείνη το γυρνούσε πίσω και σιωπηλή συνέχισε να οδηγεί. Δεν αντάλλαξαν λέξη, σε αντίθεση με την νύχτα του πάρτι.

Ωστόσο, ο Κλάιντ δεν μπορούσε να υπακούσει την Μπόνι και να ψωνίσει μαζί της πράγματα χωρίς λίστα και κάποιο σκεπτικό.

«Γιατί χρειάζεσαι λίστα;» σταματά με το (πρώτο) καρότσι τους να κλείνει τον διάδρομο.

«Γιατί στις κούτες που θα μοιράσουμε θα υπάρχουν συγκεκριμένα πράγματα μέσα.»

«Ξέρω εγώ τι πράγματα.» γυρίζει την πλάτη της επιδεικτικά, δεν της αρέσει να μπλέκονται στα πόδια της και τώρα ήθελε να το κάνει παραπάνω από ξεκάθαρο. Πριν προλάβει να απομακρυνθεί, ο κλέφτης την προλαβαίνει και την σταματά με το χέρι του να πιάνει στιβαρά την λαβή του καροτσιού και το πόδι του να σταματά την μία ρόδα.

«Πρέπει να ξέρω κι εγώ.»

«Έπρεπε να είχα έρθει μόνη μου.» μονολογεί και ο Κλάιντ χαμογελά.

«Έπρεπε να μην μου είχες δώσει όνομα. Τώρα είμαστε ομάδα οπότε περιμένω να μου πεις.» δεν χάνει το χαμόγελό του κυρίως γιατί ξέρει πως με αυτό το επιχείρημα δεν θα μπορέσει να του πει τίποτε παραπάνω. Εκείνη εκνευρίζεται που δείχνει την ίδια με προηγουμένως αλλά και με όλους τους υπόλοιπους. Όταν μιλά όλοι σιωπούν, όταν ρωτά όλοι απαντούν, όταν διατάζει όλου υπακούν.

«Μπαχαρικά, σάλτσες, δημητριακά, αυγά, γάλα, σοκολάτες, αναψυκτικά-» το γέλιο του Κλάιντ και η απότομη παύση του την διακόπτει. Του στέλνει ένα αρκετά μπερδεμένο και κάπως ενοχλημένο βλέμμα περιμένοντας να της πει κάτι.

«Μπόνι πόσο καιρό έφυγες από τους δρόμους;» την ρωτά σοβαρός και με πραγματική απορία.

«Είναι αρκετά χρόνια..»

«Το κατάλαβα! Είναι δυνατόν να πας σε μια οικογένεια που πεινάει.. μπαχαρικά;» το κατακριτέο του ύφος την τσιμπά παραπάνω, δεν της αρέσει να της μιλούν έτσι.

«Εσύ τι προτείνεις;»

«Γάλα. Αλεύρι. Αυγά. Ζάχαρη. Κονσέρβες και κομπόστες. Κάποια φρούτα και λαχανικά και αν έχεις λεφτά να δώσεις, πληρώνεις και μερικούς λογαριασμούς για να τους αφήσεις να αναπνεύσουν.» είναι απαλός ο τόνος του μα εκείνη νιώθει λες και την μαλώνει ξανά ο πατέρας της επειδή έκανε αταξία. Καταλαβαίνει τι εννοεί μα είναι αρκετά εγωίστρια για να παραδεχτεί το λάθος της.

«Διαφωνώ μαζί σου.» σταυρώνει τα χέρια της στο στήθος και τινάζει την μακριά κοτσίδα της φέρνοντας το ημίσγουρο μαλλί της μπροστά της.

«Κι εγώ διαφωνώ μαζί σου.» χαμογελά βάζοντας χαλαρός τα χέρια του στις τσέπες του τζιν του. Είναι κι αυτός αρκετά εγωιστής όμως εκείνος το κρύβει τρομερά καλά.

 «Με τις διαφωνίες δεν βγάζουμε άκρη.» βγάζει μόνο ένα τούβλο από τον τεράστιο εγωιστικό της χαρακτήρα. Περιμένει να κατεδαφίσει τον δικό του.

«Ωραία, θα κάνουμε το εξής. Θα χωριστούμε, ο καθένας θα πάρει όσα πιστεύει και θα φτιάξει τις δικές του κούτες. Αργότερα, όταν θα συναντηθούμε με όλη την ομάδα θα αποφασίσουν εκείνοι ποιανού τις επιλογές θα κρατήσουν. Όμορφα και δίκαια.» τελικά ο Κλάιντ απλώς ανοίγει την πόρτα του εγωισμού του και δεν καταδέχεται να τον γκρεμίσει. Ωστόσο η Μπόνι, ακούγοντας την πρότασή του, νιώθει τον ανταγωνιστικό εαυτό της να πανηγυρίζει. Δέχεται αμέσως.

«Ας κερδίσει ο καλύτερος.» μουρμουρίζει και δεν χάνει χρόνο να απομακρυνθεί από κοντά του. Ψάχνει με μανία όσα είχε σκεφτεί στους διαφόρους διαδρόμους σε αντίθεση με τον Κλάιντ που πλησιάζει έναν υπάλληλο για να τον βοηθήσει. Όταν βεβαιώνεται πως θα μπορέσει να πάρει πολλές ποσότητες από πολλά προϊόντα, με ένα καρότσι περνά από τα ράφια που τον ενδιαφέρουν.

Όσο η γκριζομάλλα ψάχνει για τα μπαχαρικά ακόμη, ο Κλάιντ έχει καλύψει μεγάλες ποσότητες από κονσέρβες οσπρίων και ψαριών, αλεύρι, αυγά, συμπυκνωμένοι ντοματοχυμοί και γάλατα. Η Μπόνι γεμίζει σοκολάτες και ο Κλάιντ έχει αρχίσει και τοποθετεί πολλές συσκευασίες ζάχαρης.

Όταν η Μπόνι ακόμη διαλέγει αναψυκτικά, ο κλέφτης έχει γεμίσει τρία καρότσια με όλα όσα ήθελε και τελικά κατευθύνεται στο ταμείο. Ο υπάλληλος από πριν τον πλησιάζει και με την βοήθεια της ταμία περνά όλα όσα αγόρασε με τα χρήματα του Σίλβερ σε κούτες που αργότερα ο Κλάιντ θα αναδιοργανώσει.

Το κινητό της χτυπά όταν έχει μαζέψει κι εκείνη όσα χρειάζεται. «Τι θέλεις;» επιτίθεται στον 'εχθρό' της για την ώρα Κλάιντ που της χαμογελά έξω από το μεγάλο κατάστημα.

«Εγώ τελείωσα.» δηλώνει με αυτάρεσκο τόνο που δεν αρέσει στην ισχυρή κλέφτρα.

«Και τι να κάνω εγώ;»

«Να κάνεις πιο γρήγορα καθώς σπαταλάς άσκοπα λεφτά. Σε περιμένω έξω.» είναι έτοιμη να του απαντήσει, είχε ήδη μια τρομερά καλή ατάκα, όμως εκείνος τερμάτισε την κλήση πριν προλάβει να αναπνεύσει.

Από το τζάμι της δείχνει το ρολόι του θέλοντας να της τονίσει πως δεν έχουν την πολυτέλεια του χρόνου, σε μισή ώρα θα ξεκινούσε η συνάντηση. Όσο κι αν θέλει να αργήσει για να του την μπει στα νεύρα –που προς το παρόν δεν έχει δείξει– ξέρει πως πρέπει να φτάσουν εγκαίρως. Έχει περάσει αρκετός καιρός από τότε που συμμετείχε σε κάποιο από αυτά, έδινε εντολές στους άλλους δύο επικεφαλείς και παρακολουθούσε μόνη της την εξέλιξη των αποστολών και όλων των συμβουλίων.

Είχε κουραστεί από τα τόσα χρόνια που διηύθυνε οπότε πήρε ένα μεγάλο διάλειμμα που ήξερε ότι θα τελειώσει μόλις ονοματοδοτήσει κάποιον. Και η στιγμή εκείνη έφτασε.

Στο ταμείο δεν ξόδεψε πολλή ώρα οπότε βγαίνοντας από το κατάστημα φτάνει με τα δικά της καρότσια τον Κλάιντ.

«Δεν χωράνε τόσα στο αμάξι.»

«Όλα χωράνε και παντού με καλή θέληση.» της αντιγυρίζει αμέσως και ενώ δεν το ζήτησε εκείνη, ξεκινά να την βοηθά με το πακετάρισμα των προϊόντων σε κούτες πρόχειρες, τις οποίες και πακετάρει σωστά στο πορτ-μπαγκάζ του αυτοκινήτου αλλά και στα άδεια καθίσματα.

Στην επιστροφή, ο Κλάιντ είναι οδηγός και η Μπόνι με τον ανταγωνισμό να ρέει στο αίμα της ανυπομονεί να διαλέξουν τις δικές της κούτες οι συνάδελφοί της. Σε κάποιο φανάρι την παρατηρεί καλύτερα. Το ανοιχτό τιραντάκι της κάνει ευδιάκριτα τα πολλά τατουάζ της και ιδιαίτερα εκείνο με τον αριθμό 1184. Κοιτά για λίγο τα δικά του χέρια, είναι κι αυτά ποτισμένα με μελάνι ανεξίτηλο.

Κοιτά ξανά εκείνη και το χαμόγελο που φορά τον παραξενεύει.

«Μάλλον η πρώτη φορά που χαμογέλασες σήμερα.» παρατηρεί πριν ξεκινήσει ξανά να τρέχει στους μεγάλους δρόμους της πόλης. Το χαμόγελό της πάει να χαθεί μα δεν το αφήνει, το κρατάει σταθερό.

«Πρέπει να έχω λόγο να το κάνω.»

Θυμάται που το πρωί χαμογελούσε ανεξέλεγκτα στα λόγια του νεοφερμένου, χαμογελά περισσότερο. Ο Κλάιντ το παρατηρεί μα το αγνοεί.

«Τι λόγο έχεις τώρα;»

«Θα κερδίσω σήμερα.»

Γελάει και εκείνος με την σιγουριά της. Βαθιά μέσα του πιστεύει ότι θα κερδίσει εκείνη, ασκεί μεγάλη επιρροή στην ομάδα. Ίσως με ένα της βλέμμα όλοι συμφωνήσουν πως μια οικογένεια μπορεί να τραφεί με μπαχαρικά και αυγά μόνο.

«Εσύ γιατί γελάς;» ρωτάει εκείνη, λίγο πιο απαλά από ότι τον είχε συνηθίσει. Δεν έχει απάντηση να της δώσει οπότε επιλέγει να μην της απαντήσει, κάτι που εκνευρίζει την επικεφαλή. Δεν του το δείχνει όμως.

Το αμάξι φτάνει επιτυχώς στην μεγάλη έπαυλη κάποια ώρα αφού είχε αρχίσει η συνάντηση με την υπόλοιπη ομάδα. Η Μπόνι βγαίνει πρώτη, παίρνοντας μαζί της μια από τις κούτες της ενώ πιο πίσω της την ακολουθεί ο Κλάιντ, με τις δικές του οργανωμένες επιλογές στα χέρια του.

Προχωρούν ταυτόχρονα και δίπλα δίπλα μέχρι τον όροφο με το μεγάλο γραφείο όπου είχαν μαζευτεί γύρω στα τριάντα άτομα. Οι δύο τους συζητούν ψιθυριστά με ένταση ποιος θα κερδίσει ενώ τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας τους παρατηρούν να λογομαχούν χωρίς να καταλαβαίνουν τον λόγο. Ο Λέτερ, πάντως, το απολαμβάνει.

«Πρώτες ώρες μαζί και δεν πάει καλά αυτό..» λέει χαμογελώντας στον αδερφικό του φίλο.

«Δεν έχουν άλλη επιλογή Λέτερ, είναι ένα τώρα πια.» αυτό βέβαια δεν αρέσει στον ξανθό επικεφαλή, που κοιτά με φθόνο τον νεοφερμένο Κλάιντ, λες και εκείνος φταίει που η Μπόνι του έδωσε όνομα.

Την ίδια ώρα η Μπόνι αφήνει την κούτα της δίπλα από τον αδερφό της και ο Κλάιντ, ακριβώς δίπλα από την δική της. Την κοιτά για τελευταία φορά με την ελπίδα να μην επιδράσει πάνω τους η κυριαρχία της. Όλοι τους κοιτούν καθώς ανταλλάσσουν μερικά σοβαρά βλέμματα, μερικοί χαμογελούν ενώ άλλοι... νευριάζουν.

«Θα χρειαστεί αν διαλέξετε ποια κούτα θα μοιράσουμε.» μιλάει δυνατά η Μπόνι, δεν χαιρετά, δεν ζητά προσοχή (επειδή την έχει ήδη) και δεν περιμένει κανέναν αργοπορημένο να φτάσει.

«Γιατί έχετε δύο κούτες εξ αρχής;» ο Σίλβερ τους κοιτά μπερδεμένος και ο Κλάιντ σπεύδει να τον ξεμπερδέψει.

«Γιατί η Μπόνι είναι-» δεν ολοκληρώνει την πρότασή του και δέχεται ένα γερό σκούντηγμα από εκείνη, ακάθεκτος όμως συνεχίζει. «Η Μπόνι είναι ξεροκέφαλη και δεν μπορεί να παραδεχτεί πως είχα καλύτερη λίστα από εκείνη.»

Κάποιος κρατά την ανάσα του με την αυθάδειά του προς το πρόσωπό του, ο Σίλβερ χαμογελά ενώ οι περισσότεροι μένουν απλώς έκπληκτοι. Η Μπόνι κρατά το χαμόγελό της πολύ δύσκολα αλλά τα καταφέρνει τελικά, δείχνοντάς του το πιο θυμωμένο της βλέμμα.

«Θα διαλέξετε εσείς ποια κούτα θα μοιράσουμε, διαλέξτε έξυπνα.» πετάει η Μπόνι και ανοίγει την δική της πρώτα. Αδειάζει με γρήγορες κινήσεις όλα τα πράγματα που περιείχε και μόλις την αφήνει κάτω, σταυρώνει τα χέρια στο στήθος περιμένοντας υπεροπτικά τον Κλάιντ να ανοίγει την δική του. Όταν τα δικά του είναι κι εκείνα απλωμένα στο τραπέζι γυρίζει χαμογελαστός προς το μέρος της.

«Καλή τύχη Μπόνι.» τείνει το χέρι του μπροστά της έτοιμος για χειραψία. Βέβαια, εκείνη τον κοιτάζει όσο πιο άγρια μπορεί.

«Δεν είμαι υπέρ της ευγενούς άμιλλας Κλάιντ.»

«Τέλεια, ούτε εγώ!» την χτυπά στην πλάτη με την ειρωνεία να είναι ολοκάθαρη από τις κινήσεις του. Ο Σίλβερ τους θαυμάζει, ο Λέτερ τον ζηλεύει.

«Ποιος ψηφίζει να μοιραστεί η κούτα της Μπόνι, σηκώνει χέρι.» αναγγέλλει ο Σίλβερ. Κάποια δειλά χέρια σηκώνονται, είναι γύρω στα δέκα με δώδεκα. Ανάμεσα σε αυτά είναι και εκείνο του Λέτερ που περήφανα κοιτά την κοπέλα που εδώ και χρόνια προσπαθεί να προσεγγίσει μα μένει μονάχα στο φλερτ.

«Δώδεκα άτομα ψηφίζουν της Μπόνι.» ανακοινώνει ο ένας επικεφαλής και η έντονη ματιά της αδερφής του τον κάνει να στραβοκαταπιεί. «Εγώ προτιμώ του Κλαίντ.»

«Ο Σίλβερ και άλλα δεκαεννέα άτομα.» προσθέτει ο κλέφτης δίπλα από την επικεφαλή και δέχεται και εκείνος, όπως ο αδερφός της, ένα θυμωμένο βλέμμα.

«Να μοιράσετε του Κλάιντ.»

«Μαζί θα τα μοιράσουμε, ξέχασες;» την τσιγκλά αμέσως και την σκουντά στο μπράτσο.

«Εγώ δεν έρχομαι κάνε το μόνος σου.» κάνει σαν μικρό παιδί, πρώτη φορά την βλέπει έτσι ο αδερφός της. Με το χαμόγελο στο πρόσωπο του νέου μέλους να την ενοχλεί ακόμη περισσότερο, κάνει μεταβολή και είναι έτοιμη να φύγει ώσπου ο Κλάιντ την τραβά με το χέρι του να φυλακίζει το δικό της και με την δύναμη που βάζει την κολλά ακριβώς πάνω του, τυλίγοντας και το χέρι του γύρω από τον λαιμό της εγκλωβίζοντάς την εντελώς.

«Δέξου την ήττα σου Μπόνι.» ψιθυρίζει στο αφτί της και έπειτα, αδιαφορώντας για το κοκκίνισμα στα μάγουλά της και την ταχυπαλμία που την πιάνει, κοιτά τους υπόλοιπους και συγκεκριμένα τον Σίλβερ που τόση ώρα κοιτά χαμένος τους δύο κλέφτες.

«Επειδή και η Μπόνι έχει κάποια σημαντικά πράγματα στην κούτα της, προτείνω να συνδυάσουμε τις δύο κούτες.» προτείνει και νιώθει την Μπόνι μέσα στην μισή αγκαλιά του να τσιτώνεται.

«Δεν θέλω συμβιβασμούς.» ψιθυρίζει μα εκείνος αδιαφορεί κρατώντας την όλο και πιο σφιχτά πάνω του.

«Επίσης, θα ήταν μια καλή ιδέα να δώσουμε κάποιο μικρό ποσό σε κάθε οικογένεια για να τακτοποιήσει ό,τι εκείνη θέλει.»

Οι περισσότεροι στην αίθουσα δείχνουν να συμφωνούν, όλοι γνέφουν επιδοκιμαστικά εκτός από τον Λέτερ που τον κοιτά σκεπτικός και την Μπόνι που αρνείται να παραδεχτεί πως έχει δίκιο.

«Και που θα τα βρεις τα λεφτά εσύ;» ρωτά ο ξανθός άνδρας.

«Αν δεν έχουμε περίσσευμα θα βάλω από τα δικά μου. Αυτές οι οικογένειες δεν χρειάζονται πολλά για να ζήσουν.» του χαμογελά παρόλο που καταλαβαίνει ότι κάτι τρέχει μαζί του, δεν τον συμπαθεί απλά δεν ξέρει τον λόγο.

«Συμφωνώ με τον Κλάιντ και εννοείται πως έχουμε περίσσευμα. Θα τα βρούμε οι δύο μας με την Μπόνι.»

Ο νέος κλέφτης γνέφει με χαρά και χαλαρώνει το κράτημά του περιμένοντας την κλέφτρα να βγει από την αγκαλιά του. Ωστόσο, εκείνη μένει εκεί και περιμένει να ακούσει τις τελικές εντολές από τον αδερφό της που τελικά θα παραβεί για να κάνει το δικό της. Λίγο αργότερα ο Σίλβερ έχει δώσει κατευθυντήριες εντολές, οι κούτες έχουν αρχίσει να κλείνουν και η Μπόνι αποφασίζει να φύγει από τα χέρια του σκουρομάλλη συνεργάτη της.

«Χωριζόμαστε σε αμάξια.» φωνάζει ο αδερφός της.

«Κλάιντ εσύ μαζί μου.» διατάζει η κλέφτρα αφήνοντας τον Λέτερ άφωνο που δεν τον διάλεξε, όπως έκανε κάθε φορά. Μα ξεχνά πως πια η Μπόνι κι ο Κλάιντ είναι ομάδα και όλο αυτό επειδή αυτή το επέλεξε.

Εκείνη όρισε την αρχή τους, κανένας άλλος. 







Καλησπέρα και καλή βραδιά.

Αυτό ήταν το κεφάλαιο για σήμερα, δεν έχω πολλά να πω εγώ. Ελπίζω εσείς να έχετε να σχολιάσετε κάτι για την πρώτη τους αλληλεπίδραση, εγώ πάω να ακούσω Σφακιανάκη. 

Καλή συνέχεια χοχο.

-Φέικ Σίλβερ-

Continue Reading

You'll Also Like

80.5K 4.8K 73
#SPBC2023 WINNER OF 1ST PLACE IN POPULAR IN READERS WINNER OF 3RD PLACE. Κατηγορία Περιπετεια /Θρίλερ Τα αγρίμια ζουν στο σκοτάδι. Χωρίς φραγμούς...
87.6K 4.5K 43
Στο σχολείο υπάρχει πάντα ένας έφηβος που αγαπάει κάποιον άλλον. Οι πρωταγωνιστές μας γνωρίζονται από το γυμνάσιο και τώρα έχουν φτάσει στην τελευταί...
40K 3.5K 34
"Γαμώτο σου Ιζαμπέλα σταματά επιτέλους! Μου έχεις σπάσει τα νεύρα!" Φωνάζει ο Ματ και γυρνάω και τον κοιτάζω. "Ματ μην φωνάζεις γιατί ταράζεις τα τσά...
497K 17.8K 46
Αυτοί ήταν έφηβοι ,ήταν ανώριμοι .Έπαιξαν με τα συναισθήματα των άλλων .Το μέλλον τους δίνει μία ευκαιρία να επανορθώσουν .Αυτοί θα την εκμεταλλευτού...