Bonnie And Clyde

By pseudargyros

40.8K 4.5K 7.9K

Ο Μπλέικ υποχρεώνεται να κλέβει για να μπορέσει να ζήσει εκείνον και την οικογένειά του. Όταν μια μεγάλη επαγ... More

Πρόλογος
𝑰𝑰. Οι κερασιές της Ιαπωνίας
𝑰𝑰𝑰. Το ποτό της τιμής
𝑰𝑽. 1184
𝑽. Careless Whisper
𝑽𝑰. Ένα βράδυ που έβρεχε
𝑽𝑰𝑰. Ο ουρανός με τ' άστρα
𝑽𝑰𝑰𝑰. Κρατάς μυστικό;
𝑰𝑿. Ένα Γράμμα να μου στείλεις..
𝑿. Let the masks fall
𝑿𝑰. Με πνίγει τούτη η σιωπή
𝑿𝑰𝑰. Thankful and blessed!
𝑿𝑰𝑰𝑰. Το μουσείο των ευχών
𝑿𝑰𝑽. 50 αποχρώσεις της αμφιβολίας
𝑿𝑽. Fuck it up, Letter
𝑿𝑽𝑰. Οικογενειακή υπόθεση
𝑿𝑽𝑰𝑰. Το Πνεύμα των Χριστουγέννων
𝑿𝑽𝑰𝑰𝑰. Out of Breath
𝑿𝑰𝑿. Πληγές του Παρελθόντος
𝑿𝑿. Πηλός, μελάνι και βελόνες
𝑿𝑿𝑰. Υστερόγραφο Γενεθλίων
𝑿𝑿𝑰𝑰. Oh! Captain, my Captain!
𝑿𝑿𝑰𝑰𝑰. Λεπίδες και Αίματα
𝑿𝑿𝑰𝑽. Περασμένα ξεχασμένα
𝑿𝑿𝑽. Σώμα από Χώμα και Νερό
𝑿𝑿𝑽𝑰. Τικ, τοκ, ο χρόνος σου τελειώνει
𝑿𝑿𝑽𝑰𝑰. Το κουτί της Πανδώρας
𝑿𝑿𝑽𝑰𝑰𝑰. Παραμύθι Χωρίς Όνομα
𝑿𝑿𝑰𝑿. Τατουάζ Ξεθωριασμένα
𝑿𝑿𝑿. Τράβα Σκανδάλη
𝑿𝑿𝑿𝑰. Νέα Δεδομένα
𝑿𝑿𝑿𝑰𝑰. Μικρά Βήματα, Μεγάλες Αποφάσεις
𝑿𝑿𝑿𝑰𝑰𝑰. Φίλε έλα απόψε που πονάω
𝑿𝑿𝑿𝑰𝑽. Στα Παλιά Λημέρια
𝑿𝑿𝑿𝑽. Στο Ασανσέρ που Συναντιόμαστε
𝑿𝑿𝑿𝑽𝑰. Επιθυμίες και Αδυναμίες
𝑿𝑿𝑿𝑽𝑰𝑰. Και το όνομα αυτού...
Επίλογος

𝑰. Χαλκός, χρυσός και... Σίλβερ!

2K 168 374
By pseudargyros

Σηκώθηκε από το κρεβάτι του με την περιδίνηση της παρανομίας που διαπράττει εδώ και αρκετό καιρό να μην τον αφήνει ήσυχο. Ξέρει πολύ καλά πως αυτό που κάνει δεν είναι σωστό και ηθικό μα άλλη επιλογή δεν έχει, οτιδήποτε κι αν προσπάθησε τον πέταξε σύντομα στον δρόμο, δίπλα στον Τσακ.

Η μητέρα του ψάχνει κατά καιρούς να του βρει κάτι που θα μπορούσε να ασχοληθεί, κάτι νόμιμο που δεν θα τον έκανε θέμα στην γειτονιά. Δεν ντρέπεται για το παιδί της, αντιθέτως αλλά βλέποντάς το χαραμίζεται σε κάτι τόσο πρόσκαιρο, απογοητεύεται.

Αποδίδει αυτή την πορεία που επέλεξε συνειδητά ο γιος της στην απώλεια του πατέρα του από όταν η Πέιτον γεννήθηκε, αδυνατεί να πιστέψει πως το διάλεξε συνειδητά. Μα αν ο άντρας της δεν είχε φύγει...

«Που πας Μπλέηκ;» η μητέρα του στέκεται στην πόρτα σκουπίζοντας τα χέρια της από τα νερά όσο εκείνος φορούσε το καλό παντελόνι του που είχε πάρει την προηγούμενη εβδομάδα. «Πάλι με τον Τσακ θα είσαι;» ρίχνει την επόμενη ερώτησή της περιμένοντας μια απάντηση που δεν έρχεται από τον γιο της. «Δεν έχεις βαρεθεί να κάνεις τέτοια πράγματα;»

Ψάχνει το καλό του μπλουζάκι και το βρίσκει σιδερωμένο στην ντουλάπα του, δίπλα από μερικές ακόμη μπλούζες που αγόρασε με τα λεφτά που αντάλλαξε για το ρολόι που είχε κλέψει εκείνη την μέρα.

«Παιδί μου..» μουρμουρίζει η μητέρα του κάπως απογοητευμένη.

«Μάνα μην ανακατεύεσαι.» την προσπερνά και βγαίνοντάς από το μικρό δωμάτιό του και με τις μυρωδιές από το πρωινό που φτιάχνει η αδερφή του, μπαίνει στην κουζίνα.

«Να σου φτιάξω μια ομελέτα;» ρωτά χαρωπά τον αδερφό της που της ανταποδίδει με μια αγκαλιά και ένα απαλό φιλί στο μέτωπο.

«Θα φάω με τα παιδιά αλλά όταν θα γυρίσω το βράδυ θα φάω ό,τι φτιάξεις.» χαϊδεύει τα μαλλιά της και εισπνέει βαθιά για να απολαύσει την μυρωδιά του λιωμένου τυριού και του ψημένου αυγού. «Να σου φέρω τίποτα από έξω;»

«Μην της φέρεις τίποτα.» πετάγεται η μητέρα τους και η Πέιτον την κοιτά μπερδεμένη. «Αν είναι να το κλέψεις, δεν το θέλω στο σπίτι μου.»

«Δεν τα κλέβω μαμά, τα κερδίζω. Μην ανησυχείς.» βάζει ένα ποτήρι χυμό σε ένα ποτήρι που πιάνει από το ντουλάπι και της χαμογελά για να ελαφρύνει το κλίμα. Βλέποντας την μητέρα του κάπως πιο σκεπτική ωστόσο θέλει να μάθει τι θέλει να του πει.

«Μπλέηκ, θέλεις να ρίξεις μια ματιά εδώ;» αφήνει μπροστά του κάπως διστακτικά ένα χαρτί διπλωμένο και περιμένει να δει την αντίδρασή του κάπως ανυπόμονα.

«Τι είναι αυτό;» αντιγυρίζει με ερώτηση καθώς βαριέται να σύρει την ματιά του σε μερικές γραμμές.

«Αίτηση για τον στρατό. Παίρνουν κάποια άτομα φέτος και σκέφτηκα πως μπορεί να σε ενδιέφερε.» τρίβει της παλάμες της νευρικά, ίσως περιμένει να της φωνάξει –πράγμα που δεν συμβαίνει συχνά όμως εκείνος, τσαλακώνει απλώς το χαρτί στα χέρια του.

«Μου το έφερε μια συνάδερφος μου στην δουλειά. Ο γιος της ήταν μέλος σε γκέτο και μόλις μπήκε στρατό βρήκε στον δρόμο του. Πληρώνεται καλά και πλέον δεν χρειάζεται να σκοτώνει ή, στην δική σου περίπτωση, να κλέβει.» συνεχίζει θέλοντας να εξηγήσει πως προέκυψε αυτό, προσευχόμενη ταυτόχρονα να δεχτεί.

«Δεν θα πάω στον στρατό μαμά, θα είμαι μακριά σας καιρό και δεν μπορώ να το κάνω αυτό. Άρα, απορρίπτεται όπως καταλαβαίνεις.» τσιμπά το μάγουλό της και την παίρνει αγκαλιά αφού τελειώνει μεμιάς τον χυμό στο ποτήρι του.

«Θα το σκεφτείς τουλάχιστον;» η ελπίδα της επικεντρώνεται στις λέξεις που θα βγουν από τα χείλη του γιου της και ο Μπλέηκ αυτό το αντιλαμβάνεται αμέσως. Δεν θέλει να της πει ψέματα όμως, δεν θα πάει στον στρατό.

«Πρέπει να φύγω, θα τα πούμε το βράδυ. Εντάξει;» ανακοινώνει, αγνοώντας την ερώτηση της μητέρας του, δίνοντάς της την εντύπωση πως θα το σκεφτεί όντως. Του χαμογελούν ταυτόχρονα πριν κλείσει την εξώπορτα και προχωρήσει τρέχοντας προς το αμάξι του φίλου του Τσακ όπου περιμένει ανυπόμονα.

«Συγγνώμη που άργησα.» λέει πρώτα πρώτα αφού καθίσει στον συνοδηγό.

«Η κυρία Μαριάν δεν σε άφησε να φύγεις εύκολα, είμαι σίγουρος.»

«Μου έλεγε να πάω στρατό..» βάζει την ζώνη του για ασφάλεια και δέχεται το έκπληκτο βλέμμα του φίλου του. «Δεν το σκέφτομαι καν.» προσθέτει.

«Αυτό έλειπε Μπλέηκ, να γίνεις μέρος αυτών που κλέβουμε.»

Ο άνδρας στον συνοδηγό χαμογελά στα λόγια του φίλου του μα δεν του απαντά, κυρίως γιατί δεν θέλει να ο Τσακ να ξέρει πως εκείνος ονειρεύεται μια ζωή σαν αυτή των θυμάτων του.

«Μας περιμένουν οι άλλοι στην λεωφόρο. Θα πάμε στην αγορά όλοι μαζί, σήμερα έχουν μια παράσταση στο θέατρο και όλοι οι νεόπλουτοι και μη θα την παρακολουθήσουν. Θα κάνουμε την τύχη μας, να είσαι σίγουρος.» Ο Μπλέηκ γνέφει απλώς, δεν εμφανίζει καμία αντίρρηση κυρίως γιατί δεν έχει και κοιτά τα μηνύματα της αδερφής του στο κινητό, αγνοώντας έτσι τον φίλο του.

«Με την Πέιτον μιλάς;» ρωτά χαμογελαστός ο Τσακ.

«Ναι, μου έστειλε την λίστα με τα ψώνια.» ο συνοδηγός επιλέγει να του πει ψέματα γιατί αν του πει την αλήθεια, ο φίλος του δεν θα καταλάβει.

«Χαιρετίσματα στείλε.»

«Μαζέψου.»

«Γιατί δεν εγκρίνεις;»

«Γιατί σε ξέρω. Μακριά τα χέρια σου από την αδερφή μου.» Ο Μπλέηκ προσπαθεί να προειδοποιήσει τον φίλο του επιστρατεύοντας το αυστηρό του ύφος για να τον πείσει. Ο Τσακ δεν του απαντά, δεν γυρίζει να τον κοιτάξει ξανά μέχρι να στρίψουν στον δρόμο από τον οποίο ξεκινά το σχέδιό τους.

«Έχεις αποθηκεύσει το κινητό που θα καλέσεις αν σε πιάσουν;» ρωτά μια τελευταία φορά ο αρχηγός της μικρής παρέας. Χτενίζει με τα χέρια του τα μαλλιά του και γνέφει.

«Θα τα πούμε στην αγορά λοιπόν!»

Οι δρόμοι τους χωρίζονται και ο Μπλέηκ επιλέγει την πορεία με τον περισσότερο κόσμο. Προχωρώντας ψάχνει ταυτόχρονα τα τσιγάρα στην τσέπη του και την στιγμή που δεν τα βρίσκει αναθεματίζει.

Δεν πειράζει, θα δανειστώ από κάποιον.

Για λίγα δευτερόλεπτα βρίσκεται σε δίλημμα για το αν θα πρέπει να χρησιμοποιήσει τα λεφτά που γλίστρησε η μητέρα του στην τσέπη του πριν φύγει ή αν θα ήταν καλύτερο να δανειστεί. Καταλήγει στην δεύτερη επιλογή αρκετά γρήγορα.

Ο κόσμος όσο πλησιάζει την αγορά αρχίζει και γίνεται περισσότερος και προλαβαίνει να μπει στην καφετέρια πριν μπει στον πειρασμό να κλέψει, πριν πιει έναν καφέ και πριν καπνίσει το πρωινό του τσιγάρο.

Προχωρά στην μπάρα με αυτοπεποίθηση παρατηρώντας τον κόσμο γύρω του. Ο μπαρίστα είναι στην ηλικία του, όπως υποθέτει, οπότε φτάνοντας σε εκείνον έχει αναπτύξει από μόνος του μια ανεξήγητη οικειότητα, η οποία δεν φαίνεται να ενοχλεί τον ανυποψίαστο εργαζόμενο.

«Θα μου φτιάξεις έναν καφέ;» ρωτά ο Μπλέηκ και ακουμπά στον πάγκο ένα χαρτονόμισμα που επιδέξια τράβηξε από ένα τραπέζι. «Εσπρέσο σκέτο.» προσθέτει. Ο άνδρας απέναντί του γνέφει αμέσως και εξαφανίζεται πίσω από μεγάλες μηχανές του καφέ. Ο νεαρός κλέφτης ακουμπά τα χέρια του στην μπάρα και σκανάρει τον μεγάλο χώρο, εντοπίζοντας τον στόχο του γρήγορα. Τα τσιγάρα του είναι στην εμφανή στην τσέπη του και νιώθει μια κάποια απογοήτευση καθώς η δουλειά του φαντάζει εύκολη.

Περνά από δίπλα του με φόρα, τα τσιγάρα βρίσκονται γρήγορα στο χέρι του και με ταχύτητα φτάνουν τελικά στην εσωτερική τσέπη του τζιν μπουφάν του. Κατευθύνεται στις ανδρικές τουαλέτες με το βλέμμα του να μετατρέπεται σε αλαζονικό, θέλοντας έτσι να ταιριάξει στο κλίμα των υπόλοιπων πελατών του μαγαζιού. Οι κοπέλες που τον προσπερνούν χαχανίζουν εμφανώς καθώς τους χαμογελά και πριν μπει στις ανδρικές τουαλέτες κλείνει το μάτι σε μια «τυχερή».

Δεν σπαταλά αρκετή ώρα εκεί, αντιθέτως όταν στρώνει τα μαλλιά του με λίγο νερό είναι έτοιμος και περπατά ξανά ανάμεσα από τα τραπέζια με προορισμό την μπάρα. Ο καφές του είναι έτοιμος και τα ρέστα δίπλα του επίσης. Ελέγχει μια τελευταία φορά την καφετέρια πριν φύγει οριστικά και ψάχνει μανιωδώς τον αναπτήρα του κάπου στο τζιν που φορά. Τελικά τον βρίσκει και δεν χρειάζεται να ζητήσει από κάποιον περαστικό.

Με την πρώτη τζούρα νιώθει ήδη πιο έτοιμος για την επόμενη μέρα. Ο καπνός που καίει την γλώσσα του και ταυτόχρονα γεμίζει τα πνευμόνια του, ενώ στην πραγματικότητα τον σκοτώνει, εκείνον τον ευχαριστεί, τον ηρεμεί. Η ηρεμία αυτή, ωστόσο, κρατάει μέχρι να χτυπήσει το τηλέφωνό του που αυτό σημαίνει μονάχα ένα πράγμα..

Αδειάζει τον καφέ του με μια μόνο γουλιά και απολαμβάνει την πίκρα που αφήνει στους γευστικούς του κάλυκες. Το ποτήρι φτάνει στα σκουπίδια και το τσιγάρο στο έδαφος.

«Ξεκινάμε.» διαβάζει το μήνυμα από τον Τσακ και παίρνει βαθιά ανάσα.

Ο κόσμος έχει ξεχυθεί ανέμελος στον μεγάλο δρόμο που καταλήγει στο θέατρο και για τον Μπλέηκ φαντάζει δύσκολο να επιλέξει τα πρώτα του θύματα. Βέβαια, αυτό αλλάζει όταν από μπροστά του περνά μια άλλη παρέα κοριτσιών με την ξανθιά της παρέας να του τραβά την προσοχή από τα κοσμήματα που φορά.

Ακολουθεί την παρέα της πιστά και την κατάλληλη στιγμή την τραβά κοντά του χαμογελώντας της και κουνώντας τους γοφούς του την προτρέπει να πατήσει πάνω στον ρυθμό που έχει μόνος του στο μυαλό του. Η κοπέλα φαίνεται να κολακεύεται αρκετά, το κοκκίνισμα των μήλων του προσώπου της την προδίδει. Κρατά την μέση της απαλά και επιδιώκει να την στριφογυρίσει ώστε τελικά να πάρει επιτυχώς το βραχιόλι στον καρπό της.

Με μια τούφα από τα μαλλιά της να περνά πίσω από τους ώμους της, καταφέρνει να την αποπροσανατολίσει και τελικά, με μια ακόμη στροφή καταφέρνει να ξεκουμπώσει επιδέξια τα σκουλαρίκια της και να τα γλιστρήσει στην τσέπη του εύκολα.

«Ελπίζω να σε δω στο θέατρο.» της ψιθυρίζει κοντά στον λοβό του αφτιού της και αμέσως ανεβάζει τους χτύπους της καρδιάς της, κάτι που εννοείται χρησιμοποιεί προς όφελός του, ώστε να μην καταλάβει εκείνη τίποτα.

Απομακρύνεται με ένα λάγνο χαμόγελο στο πρόσωπο με το οποίο φυλακίζει την ελπίδα της κοπέλας να τον ξαναδεί αργότερα. Εκείνη σκέφτεται την αλληλεπίδρασή τους, εκείνος τα πρώτα πεντακόσια δολάρια που βρίσκονται στις τσέπες του. 

Περπατά ψάχνοντας τον Τσακ και όταν τον εντοπίζει, δέχεται μια μαγκωμένη επιβράβευση από εκείνον. Ο Μπλέηκ δεν δίνει σημασία στην συμπεριφορά του μόνο ακολουθεί το χέρι του που δείχνει μια ακόμη καφετέρια της καλής κοινωνίας. Δεν χάνει χρόνο με αμφιβολίες και δεύτερες σκέψεις, μόνο προχωρά αποφασιστικά προς την είσοδο και για λίγο η όψη του φύλακα στην είσοδο τον αγχώνει.

Πριν εκείνος τον διώξει, ο Μπλέηκ προλαβαίνει να τον ενημερώσει πως είναι ανάγκη να περάσει οπότε, χωρίς να έχει άλλη επιλογή, του δείχνει την είσοδο απρόθυμα. Με την άκρη του ματιού του αντιλαμβάνεται το νεύμα του στους υπαλλήλους του μαγαζιού σχετικά με την παρουσία του εκεί, το ρίχνει στην διαφορά εμφάνισης.

Δεν κάνει στάση πουθενά, μόνο τρέχει στην τουαλέτα για να δικαιολογήσει και την είσοδό του στο μαγαζί. Όσο κάθεται πίσω από την κλειστή πόρτα ανακαλεί το κόλπο που είχε σκαρφιστεί με τους σερβιτόρους και τους λογαριασμούς. Μέχρι στιγμής, είχε πετύχει κάθε φορά που το προσπαθούσε οπότε, ύστερα από λίγα λεπτά φτάνει να προχωρά ανάμεσα σε τραπέζια και ανθρώπους με υποθετικό σκοπό του την έξοδο.

Εντοπίζει γρήγορα ένα τραπέζι με φουσκωμένο λογαριασμό και για καλή του τύχη, την ώρα που περνά εκείνος, περνά και ένας σερβιτόρος με τον δίσκο ψηλά στο χέρι. Το σκούντημα του Μπλέηκ τον κάνει να παραπατήσει και ο δίσκος με τα ποτήρια και τα πιάτα πέφτει επάνω στο τραπέζι-στόχος. Ο κλέφτης παραπατάει πειστικά και κρατιέται με δύναμη από το ξύλο, αρπάζοντας φευγαλέα τα χαρτονομίσματα τα οποία είχε στοχεύσει εξ αρχής.

«Έγινα χάλια..» μουρμουρίζει ο Μπλέηκ για ξεκάρφωμα όταν ο σερβιτόρος τον κοιτά ένοχα.

«Με συγχωρείτε, δε κατάλαβα πως συνέβη.» σκουπίζει το τραπέζι γρήγορα και μαζεύει πρόχειρα τα γυαλιά που βλέπει, δημιουργώντας εκδορές στα χέρια του. Τα μεγάλα μαύρα μάτια του κλέφτη γεμίζουν από τύψεις, θυμάται όμως πως δεν έχει πολλές επιλογές.

«Λίγη προσοχή δεν βλάπτει.» προσπαθεί αρκετά να φανεί νευριασμένος και όταν ο υπεύθυνος πλησιάζει τους δύο όρθιους ανθρώπους που στέκονται ανάμεσα από γυαλιά και νερά, ο Μπλέηκ καταβάλλει μεγαλύτερη προσπάθεια.

«Μας συγχωρείτε για την αναστάτωση..»

«Με υποχρεώσατε!» πετάει γρήγορα και προσπερνά τους δύο άνδρες με ό,τι τουπέ μπορεί αν βρει μέσα του. Φορά το υπεροπτικό του ύφος καθώς περνά και τον φύλακα στην είσοδο που αυτή τη φορά τον κοιτά καλύτερα από πριν ενώ ελέγχει πίσω του ακόμη μια φορά παριστάνοντας τον αγανακτισμένο. Ο σερβιτόρος ήδη ψάχνει μανιωδώς τα χρήματα από το τραπέζι εκείνο, ο υπάλληλος αναθεματίζει μα κανένας από τους δύο δεν υποπτεύεται τον Μπλεήκ που χαμογελά νικητήρια με τα λεφτά στην τσέπη του.

Η επιτυχής προσπάθεια του Μπλέηκ χαροποιεί τον αρχηγό της ομάδας, Τσακ και το μήνυμα που φτάνει στο κινητό του νεαρού καστανομάλλη το επιβεβαιώνει.

«Πρέπει να μου δείξεις αυτό το κόλπο.»

Ο κατά εκατό δολάρια πλουσιότερος κλέφτης γελά αθώα και κοιτά από μακριά τον φίλο του. Με ένα του νόημα προχωρούν περισσότερο μα τον χάνει γρήγορα όταν ο Μπλέηκ φτάνει μπροστά από μια ομάδα τουριστών με φωτογραφικές μηχανές, κινητά και άλλου είδους αντικείμενα υψηλής τεχνολογίας.

Με μια γρήγορη κοστολόγηση στο μυαλό του, με κάποιο από αυτά στην τσέπη του θα μπορέσει να πληρώσει εν τέλει το πρώτο τρίμηνο της σχολής της αδερφής του και ίσως μπορέσει να βοηθήσει την μητέρα του με την δόση για το δάνειο.

Προσανατολίζει τις σκέψεις του στο κόλπο που ξέρει και πλησιάζει τον πρώτο τουρίστα από την παρέα. «Συγγνώμη, θα μπορούσα δω κάτι στον χάρτη σας; Νομίζω έχω χαθεί..» με μια μικρή αλλαγή στην προφορά του καταφέρνει και πείθει σχεδόν αμέσως τους ανυποψίαστους της παρέας πως είναι ξένος και τελικά ο ένας από αυτούς ανοίγει τον χάρτη σε σημείο που ο Μπλέηκ προλαβαίνει να αποδεσμεύσει την φωτογραφική μηχανή από το λουράκι της.

«Άρα από εδώ πάω λάθος; Τσάμπα ήρθα;» ρωτά ξανά αποπροσανατολίζοντας τον χαμογελαστό τύπο. Η φωτογραφική κρύβεται μέσα στο μπουφάν του με προσοχή και τα ακριβά γυαλιά ηλίου του διπλανού του τα φοράει αμέσως, χωρίς ντροπή.

«Πολύ φοβάμαι πως ναι.» ο συμπονετικός τόνος του ωθεί τον Μπλέηκ σε μια αγκαλιά, με βαθύτερο νόημα την ευγνωμοσύνη του. Ευχαριστεί στα γρήγορα και απομακρύνεται προς την μεριά όπου τον συμβούλευσε ο τουρίστας. Κρύβεται σε γνωστά για εκείνον στενά και κάθεται εκεί μέχρι να σιγουρευτεί πως κανένας δεν θα τον ψάξει. Βρίσκει την ευκαιρία να ανάψει και το δεύτερο τσιγάρο της ημέρας και αποφασίζει πως θα πάρει χρόνο για να το απολαύσει. Εξάλλου, σήμερα έχει μαζέψει αρκετά χρήματα και ενώ θα μπορούσε να σταματήσει, ξέρει πως αυτό δεν θα γίνει.

Στο κινητό του φτάνει το μήνυμα από ένα ακόμη μέλος της παρέας, το οποίο ενημερώνει για τον επόμενο πολύ σημαντικό στόχο. Χωρώντας την φωτογραφική μηχανή σε μια από τις τσέπες του βγαίνει ξανά στον κεντρικό δρόμο και δεν του παίρνει αρκετή ώρα για να τους βρει όλους. Ο Τσακ τον πλησιάζει και του δείχνει σιωπηλά την ομάδα με τους μαυροφορεμένους τύπους. Φορούν όλοι τους ακριβά κοστούμια και καπνίζουν ακριβά τσιγάρα. Ο φθηνός καπνός στην πίσω τσέπη του παντελονιού του παραπονιέται.

«Αν ένας από αυτούς μας καταλάβει την έχουμε βάψει.» ψιθυρίζει στον φίλο του και εκείνος σπεύδει να τον καθησυχάσει.

«Έχεις ελαφρύ χέρι, δε σε φοβάμαι.» απαντά ο Τσακ θέλοντας να του δώσει θάρρος. Ο Μπλέηκ παίρνει βαθιά ανάσα μα η πίσσα στα πνευμόνια του δεν τον αφήνει να την ευχαριστηθεί. Όσο ο Τσακ μοιάζει έτοιμος να «επιτεθεί» ο διπλανός του υπολογίζει σωστά τον χρόνο και τον τρόπο που θα επιχειρήσει να κλέψει πορτοφόλια, ρολόγια και οτιδήποτε ακριβό βρει.

«Θα πάρω τους ψηλού, είναι περισσότερο στα μέτρα μου. Εσύ πάρε τους άλλους.» η διαταγή του Μπλέηκ βρίσκει τον Τσακ απροετοίμαστο και πάνω από όλα, μπερδεμένο.

«Αφεντικό μου δεν είσαι αλλά τα πρόχειρα σχέδιά σου πιάνουν. Εγκρίνω.»

Ο ψηλότερος από τους δύο κλέφτης δεν αντιλαμβάνεται την ζήλια στην φωνή του φίλου του και επίσης, αγνοεί και το απαξιωτικό βλέμμα που του ρίχνει.

«Θα τα πούμε στα παγκάκια.» πετάει γρήγορα και αυξάνει τον ρυθμό στο βήμα του πλησιάζοντας του στόχους και εντοπίζοντας πράγματα αξίας να εξέχουν από τις τσέπες και τα τσαντάκια τους.

Κάντε το μου δύσκολο τουλάχιστον!

Όταν πλησιάζει στο θέατρο αντιλαμβάνεται πως δεν έχει αρκετό χρόνο ακόμη να σπαταλήσει. Με απόλυτο συγχρονισμό, κάποιος τον σπρώχνει πάνω σε εκείνη την παρέα με αποτέλεσμα ο Μπλέηκ να αποδεσμεύει το χέρι του ενός από το ρολόι του ενώ το πορτοφόλι του διπλανού του φτάνει στην τσέπη του-που σήμερα έχει γεμίσει αρκετά.

«Πρόσεχε μικρέ.» λέει ενοχλημένος εκείνος με το χαμένο ρολόι. Ο διπλανός του, με το χαμένο πορτοφόλι τον σπρώχνει να προχωρήσουν πιο γρήγορα οπότε ο Μπλέηκ μένει πίσω από τον πιο ψηλό της παρέας. Ψάχνει για εκτεθειμένα αντικείμενα αξίας μα κανένα σημάδι. Δεν φορά ρολόι, δεν έχει κάποια τσάντα και τα χέρια στις τσέπες του δυσκολεύουν τα πράγματα. Τα γυαλιά ηλίου του φαίνονται να είναι αξίας μα δεν το διακινδυνεύει.

Μάλλον εδώ τελείωσα για σήμερα.

Ψάχνει τον Τσακ και όταν τον βρίσκει, τον ενημερώνει πως θα τον περιμένει στο γνωστό μέρος που συνηθίζουν να μαζεύονται. Έτσι, λοιπόν, ο Μπλέηκ βγαίνει έξω από τον όχλο και κατευθύνεται στο αγαπημένο του παγκάκι. Με τον καπνό στο ένα χέρι, τα φιλτράκια και τα χαρτάκια στο άλλο ξεκινά να στρίβει, όπως συνηθίζει. Ο ξεχασμένος αναπτήρας σε μια από τις γεμάτες τσέπες του μπουφάν του τον βοηθά να αναπληρώσει την χαμένη νικοτίνη που με μια τζούρα αναπληρώνει γρήγορα. Τα μάτια του κλείνουν και εκπνέει τον καπνό μόνο αφού θελήσει μια ακόμη γουλιά.

Λίγο μετά την τέταρτη τζούρα, η άδεια θέση δίπλα του γεμίζει και γυρίζοντας να αντικρύσει τον Τσακ, μένει έκπληκτος στην θέα του ψηλού τύπου από πριν. Δεν ταράζεται εμφανώς, η καρδιά του όμως τρέχει σε γρήγορους ρυθμούς. Λίγο αργότερα εισπνέουν και εκπνέουν ταυτόχρονα τον καπνό από το στόμα τους. Κοιτάζονται στιγμιαία, ο ένας περιμένει τον άλλον να πει κάτι. Τελικά το κάνει ο άγνωστος άνδρας.

«Υποθέτω πως το ψάχνεις.» ηρεμία στην φωνή του και στο βλέμμα του, σε αντίθεση με τον Μπλέηκ, ο οποίος βλέποντας το ρολόι που νόμιζε ότι είχε κλέψει από κάποιον περαστικό να κάθεται δίπλα στον άγνωστο παγώνει.

«Όχι, δεν το αναγνωρίζω.» Αυτό το ρολόι ήταν το πιο ακριβό από όσα είχε κλέψει σήμερα και τον αναγνωρίζει στα σίγουρα.

«Πες μου αν κάνω λάθος αλλά νομίζω το όνομά σου είναι Μπλέηκ.»

Ο κλέφτης παγώνει, έντρομος κοιτά τον άγνωστο άνδρα που ξέρει το όνομά του και είναι αδύναμος να απαντήσει.

«Με λένε Σίλβερ και είμαι παραπάνω από χαρούμενος που σε γνωρίζω.»

«Από πού με ξέρεις;» καταφέρνει να ξεστομίσει μια από τις πολλές ερωτήσεις που γυροφέρνουν στο μυαλό του. Ο Σίλβερ τον αγνοεί και επιμένει σε αυτά που ο ίδιος θέλει να του πει.

«Αυτό που έκανες πριν μερική ώρα ήταν εκπληκτικό. Δεν την έχουν γλιτώσει αρκετοί με τέτοια εγχειρήματα. Άνοιξες πολλά μέτωπα σήμερα.» τον συγχαίρει και χαμένος ο κλέφτης αργεί να καταλάβει για ποιο πράγμα του μιλά. «Με τι να ξεκινήσω; Με τα κοσμήματα της ξανθούλας; Απίστευτος τρόπος, συνήθως δεν επιχειρώ το φλερτ γι' αυτά τα θύματα αλλά εσύ το εκμεταλλεύτηκες τέλεια!»

«Νομίζω με έχεις μπερδέψει με κάποιον άλλον..» σκουπίζει νευρικά το μέτωπό του κάτι που ακόμη κι αν έλεγε αλήθεια θα πρόδιδε το αντίθετο.

«Ύστερα, το κόλπο με τον σερβιτόρο στην καφετέρια ήταν ολόσωστο, χαίρομαι που το χρησιμοποίησες σωστά. Αν αναρωτιέσαι, ακόμη ψάχνονται για την πληρωμή του λογαριασμού.» ο Σίλβερ δεν πιστεύει την άγνοια του Μπλέηκ και αυτό τον κάνει να συνεχίσει με περισσότερο θάρρος όσα έλεγε. «Τα φωτογραφικά εξαρτήματα και τα γυαλιά ηλίου ήταν ρίσκο αλλά εσύ το πήρες.»

Ο Μπλέηκ παραδίδεται στην απορία του. «Πως τα ξέρεις όλα αυτά;»

«Μου μίλησαν για το χέρι σου και ήρθα να το δω με τα μάτια μου.» ο νεαρός κλέφτης κοιτά το έδαφος ακόμη πιο μπερδεμένος από πριν. Ποιος μίλησε και που τον είδαν; «Με μια βόλτα σε κατάλαβα αμέσως, μου είναι εύκολο να διακρίνω χέρια σαν το δικό σου. Κι εκτός αυτού, σήμερα είχα βγει για ψάρεμα οπότε όταν σε εντόπισα φρόντισα να σε ακολουθήσω.»

«Είσαι...» μουρμουρίζει δύσπιστα ο Μπλέηκ.

«Είμαι σαν εσένα.» συμπληρώνει την πρότασή του ο Σίλβερ. Τα μάτια του γουρλώνουν μα γρήγορα αναπνέει ήρεμος και ανακουφισμένος.

«Μπλέηκ θα ήταν καλύτερα να συζητήσουμε από εδώ και πέρα κάπου αλλού για την πρόταση που έχω να σου κάνω. Έχω όρεξη για φαγητό, τι λες εσύ;»

«Έχω έρθει με άλλον εδώ.»

«Ειδοποίησε τον φίλο σου Τσακ που κάθεται απέναντι ότι σε κατάλαβα και πες του να φύγει.» διατάζει τον νεαρότερο από εκείνον Μπλέηκ και δεν του μένει άλλη επιλογή. Κάνει ό,τι του λέει ο Σίλβερ.

Ο αρχηγός της μικρής παρέας διαβάζοντας το μήνυμα του φίλου του ταράζεται αμέσως και δίχως να προσφέρει οποιαδήποτε βοήθεια, απομακρύνεται τρέχοντας.

«Πόσα θέλεις για να μην με δώσεις;»

«Τίποτα, ξέχασε με όμως από εδώ και πέρα.»

Βλέποντας τον φίλο του να μην προσφέρει τίποτα για εκείνον απογοητεύεται μα ο Σίλβερ δεν τον αφήνει να το σκεφτεί για πολλή ώρα. «Μπλέηκ θα σε πάω στα λημέρια μου. Σε πειράζει;» τον ρωτά από ευγένεια ενώ ο νεαρός γνέφει αρνητικά αμέσως. Σηκώνονται ταυτόχρονα και φτάνουν στο μαύρο αμάξι του κουστουμάτου ύστερα από λίγο περπάτημα.

Ο Μπλέηκ απολαμβάνει την μυρωδιά του εσωτερικού ενώ όταν βάζει την ζώνη του βουλιάζει στο δερμάτινο κάθισμα μέχρι να φτάσουν.

....................

Όταν ο Σϊλβερ πρότεινε στον Μπλέηκ να πάνε για φαγητό, εκείνος περίμενε να φτάσουν σε κάποιο ακριβό εστιατόριο ή, τέλος πάντων, κάτι περισσότερο από μια απλή παλιά γειτονιά στην οποία θα απολαμβάνουν ζεστά σάντουιτς.

«Σας αρέσουν;» τους ρωτά η ιδιοκτήτρια ήρεμα. Κοιτάζει με περισσότερη ανυπομονησία τον άγνωστο για εκείνη, κλέφτη, ενώ από τον τρόπο που ο Σϊλβερ καταβροχθίζει το φαγητό του καταλαβαίνει πως κάτι έκανε καλά οπότε δεν περιμένει απάντηση από κανέναν τους.

«Πως σε λένε αγόρι μου;» ρωτά ύστερα από λίγο τον Μπλέηκ. Εκείνος είναι έτοιμος να της απαντήσει μα ο διπλανός του τον διακόπτει.

«Θα γνωριστείτε άλλη φορά με το παιδί, πρέπει να μιλήσουμε λίγο οι δύο μας Τζένα.»

Τους χαμογελά ευγενικά και γρήγορα τους αφήνει μόνους τους.

«Εδώ μένεις;»

«Εδώ μεγάλωσα.» τον διορθώνει ο επίσημα ντυμένος άνδρας και ο Μπλέηκ γνέφει αμέσως. Ο Σίλβερ τελειώνει την μπύρα πριν συνεχίσει.

«Λοιπόν, μικρέ, τα πράγματα είναι απλά. Είσαι σαν εμένα και τολμώ να πω πως έχουμε παρόμοιες ικανότητες σε αυτό που κάνουμε, ωστόσο διαφέρουμε σε κάτι πολύ σημαντικό.» τραβά αμέσως την προσοχή του κλέφτη. «Η διαφορά μας, που λες, είναι ότι εσύ κλέβεις για να ζήσεις ενώ εγώ κλέβω για καλό σκοπό.»

Ο συνομιλητής του μένει παγωμένα σιωπηλός και ο Σίλβερ, καταλαβαίνοντας τι περνά από το μυαλό του, συνεχίζει χαμογελώντας. «Είναι πολύ λογικό να κλέβεις για να ζήσεις. Κι εγώ έτσι άρχισα μα όταν εξασφάλισα την καλή ζωή αποφάσισα να πάρω όσα δεν χρειάζονται από αυτούς που τους περισσεύουν και να τα δώσω σε αυτούς που δουλεύουν μερόνυχτα για ένα κομμάτι ψωμί.»

«Κατάλαβα..»

«Μπλέηκ, έχω μάθει για εσένα και ξέρω ότι έχεις πολλές δυνατότητες. Σε θέλω στην ομάδα μου.»

Σκουπίζει τα χέρια του και πίνει νερό σκεπτόμενος μια πρόταση που αλίμονο κι αν δεν του άρεσε. «Θέλω να ξέρω κάποια περισσότερα πράγματα για την ομάδα σου.» ανοίγει ένα δεύτερο κουτάκι μπύρας πριν του απαντήσει.

«Η ομάδα είναι τεράστια, με περισσότερα από ογδόντα άτομα αυτή τη στιγμή στο δυναμικό της μα ο κορμός της αποτελείται από είκοσι επαγγελματίες κλέφτες. Εσύ, αν δεχτείς την πρότασή μου θα είσαι στους είκοσι. Υπάρχουν τρεις επικεφαλείς, εγώ και ακόμη δύο. Τα χρήματα από κάθε αποστολή μοιράζονται ανάμεσα σε εμάς τους είκοσι, σε κάποιους από τους ογδόντα και αρκετά από αυτά καταλήγουν σε οικογένειες που το έχουν ανάγκη.»

Το επιδοκιμαστικό χαμόγελο του Μπλέηκ χαροποιεί αρκετά τον Σίλβερ που ελπίζει να δεχτεί. Τελικά το κάνει.

«Μπλέηκ, από την στιγμή που θα δώσουμε τα χέρια μας ξεχνάς το όνομά σου.» Δίνει το χέρι του χωρίς να καταλαβαίνει τι εννοεί, δείχνοντας έτσι τρομερή εμπιστοσύνη στον επικεφαλή του. Με την δυνατή τους χειραψία επισφραγίζεται μια νέα συμφωνία που ελπίζουν και οι δύο να μην σπάσει σύντομα.

«Καλώς ήρθες στην ομάδα Καινούριε.»





Αλό και Καλησπέρα στην ομάδα. 
Με κάποιους συναντιόμαστε ξανά, με άλλους τα λέμε πρώτη φορά. Καλώς ήρθατε στο καινούριο μου βιβλίο, σε όποια ομάδα κι αν ανήκετε. 

Είδαμε κάτι πολύ εισαγωγικό. Πως τον βλέπετε τον Μπλέηκ; 

Μια γνώμη για τον Σίλβερ; (να προσθέσω πως όταν έφτιαξα τον Σίλβερ σαν χαρακτήρα η Μάγδα δεν με είχε βαφτίσει Φέικ Σίλβερ, άρα καταλαβαίνετε πως πια το ψευδώνυμο είναι πλήρως σωστό.) 

Τέλος πάντων, μια πρώτη γνώμη από εσάς θα την ήθελα. 

-Φέικ Σίλβερ-

Continue Reading

You'll Also Like

39.5K 3.5K 34
"Γαμώτο σου Ιζαμπέλα σταματά επιτέλους! Μου έχεις σπάσει τα νεύρα!" Φωνάζει ο Ματ και γυρνάω και τον κοιτάζω. "Ματ μην φωνάζεις γιατί ταράζεις τα τσά...
1.3K 121 5
Το τρίτο βιβλίο στην τριλογία του "Στάχτες και βροχή ".Πριν το διαβάσετε πρέπει να διαβαστούν τα δύο πρώτα. Μαύρα σύννεφα προμηνύουν καταιγίδα...
12.1K 867 100
Ένα ταξίδι που θα αλλάξει την ζωή όλων. Η Δανάη μπαίνει στην παρέα της αδερφής της και γνωρίζει τον Γιώργο. Τον ερωτεύεται αμέσως αλλά εκείνος είναι...
60.9K 4.2K 35
"Μπορεί να μην είμαι έμπειρη αλλά.."η πλάτη της αποχωρίστηκε την πόρτα, με μικρά βήματα πλησίαζε τον άνδρα απέναντι της που πλέον ένιωθε εκείνος πως...