Το κορίτσι του ημερολογίου

By renandr

13.9K 1.6K 124

Η τρέλα μιας νύχτας οδηγεί τον Χρήστο στην απόγνωση. Τι συμβαίνει με εκείνο το κορίτσι; Πως μπορεί να την βρε... More

κεφάλαιο 1
κεφάλαιο 2
κεφάλαιο 3
κεφάλαιο 4
κεφάλαιο 5
κεφάλαιο 6
κεφάλαιο 7
κεφάλαιο 8
κεφάλαιο 9
κεφάλαιο 10
κεφάλαιο 11
κεφάλαιο 12
κεφάλαιο 13
κεφάλαιο 14
κεφάλαιο 15
κεφάλαιο 17
κεφάλαιο 18
κεφάλαιο 19
κεφάλαιο 20
κεφάλαιο 21

κεφάλαιο 16

601 74 4
By renandr


Την βρήκε να στέκεται στο μπαλκόνι και η καρδιά του χτύπησε δυνατά. Φόβος τον κυρίεψε και με δύο βήματα βρέθηκε δίπλα της. Γύρεψε βιαστικά το βλέμμα της και ανακουφισμένος την είδε να χαζεύει το νεοκλασικό κτίριο μπροστά τους. Ήταν σίγουρος ότι δεν θα απέβαλε ποτέ τον φόβο που τον έπνιγε όταν δεν γνώριζε τις προθέσεις της.

«Το έχεις ξαναδεί;» την ρώτησε καθώς έβλεπε την προσήλωσή της.

«Έχω περπατήσει πολλές φορές αυτόν τον δρόμο. Νύχτα. Νομίζω ότι ποτέ δεν το είδα στο φως της μέρας. Είναι πανέμορφο» του απάντησε, και αμέσως στο μυαλό του ήρθαν τα κείμενα από το ημερολόγιό της. Ένιωσε ενοχές και τύψεις, μα η ερώτησή της έσβησε κάθε άσχημο συναίσθημα που τον κατέκλυσε έστω και για λίγο.

«Την ξέρεις την ιστορία του;»

Ο Χρήστος ανασήκωσε τους ώμους. «Δεν γνωρίζω πολλά πράγματα. Χτίστηκε την δεκαετία του χίλια εννιακόσια είκοσι περίπου, υπήρχαν δύο κληρονόμοι, μα λένε πως είχαν μπλέξει με τον τζόγο. Το κτίριο έμεινε έτσι, εγκαταλελειμμένο, σκοτεινό και έρημο, μα για μένα είναι η πιο όμορφη θέα κάθε πρωί».

Του χαμογέλασε απαλά και έγνεψε καταφατικά συμφωνώντας μαζί του.

«Είναι πανέμορφο, υπέροχη αρχιτεκτονική».

Έμειναν εκεί στο στενό μπαλκονάκι, στον τρίτο όροφο της παλιάς πολυκατοικίας στα Εξάρχεια, να αγναντεύουν την ξεπερασμένη αίγλη ενός εγκαταλελειμμένου κτιρίου. Και οι δυο τους χαμένοι στις σκέψεις τους. Και οι δυο τους σιωπηλοί.

Ο εκνευριστικός ήχος του κινητού του διέκοψε την ηρεμία της στιγμής και ο Χρήστος έσπευσε να το απαντήσει. «Λέγε» είπε κοφτά μόλις το έφερε στο αυτί του και προχώρησε αργά στο εσωτερικό του διαμερίσματος. «Πάλι χαρούμενο σε ακούω» άκουσε την φωνή του Άλκη στην άκρη της γραμμής και αναστέναξε βαθιά. «Τι με θέλεις, είμαι απασχολημένος» αγνόησε το ειρωνικό του σχόλιο και έριξε μια γρήγορη ματιά στην Ζωή που στεκόταν ακόμα στο μπαλκόνι. «Πότε θα βρεθούμε; Να περάσω να σε πάρω για καμιά μπίρα απόψε;» τον ρώτησε ο Άλκης μα ο Χρήστος του το ξέκοψε ευθύς. «Ούτε να το σκέφτεσαι» του είπε ψιθυριστά. Για λίγα δευτερόλεπτα δεν ακούστηκε ο παραμικρός ήχος από την άκρη της γραμμής. «Δεν θέλω να την αφήσω λεπτό μόνη ρε Άλκη, φοβάμαι... φοβάμαι μην κάνει καμιά τρέλα» του είπε αμέσως μετά και η φωνή του πρόδιδε ανησυχία. Ο φίλος του αναστέναξε βαθιά. «Ήθελα να σου μιλήσω... αλλά... άστο τότε, καταλαβαίνω, μην ανησυχείς» αποκρίθηκε εκείνος και η γραμμή έκλεισε. Ο Χρήστος κοιτούσε την φιγούρα της Ζωής που στεκόταν στο ίδιο σημείο, και η καρδιά του φούσκωνε από ευτυχία που την είχε τόσο κοντά του. «Είναι εδώ, μαζί μου!» είπε ψιθυριστά στον εαυτό του και η καρδιά του φούσκωσε από ευτυχία.

«Η κυρά Μαίρη;» ρώτησε ξαφνικά την Ανδριάνα ένα βράδυ ο Άλκης που την πέτυχε στην κουζίνα μόνη να καταπιάνεται με αλεύρια και ζύμες. «Έπεσε νωρίς για ύπνο» είπε σιγανά ρίχνοντας του μια φευγαλέα ματιά και συνέχισε να ζυμώνει με περίσσια ζέση. Μετά την μέρα που πήγαν στο σπίτι του Χρήστου δεν κατάφερε καμιά φορά να την πετύχει μόνη της. Του φαινόταν πως τον απέφευγε αφού ή βρισκόταν με την μάνα του, ή ήταν κλεισμένη στο δωμάτιό της. Την πρώτη μέρα το θεώρησε τυχαίο. Το ίδιο και την δεύτερη, μα σαν πέρασαν λίγες ακόμα μέρες ο θυμός του είχε αρχίσει να φουντώνει επικίνδυνα. «Τι φτιάχνεις;» την ρώτησε και κάθισε ακριβώς απέναντί της αρπάζοντας ένα μήλο. «Μια πίτα» απάντησε κοφτά και συνέχισε την δουλειά της. Ο Άλκης την κοίταξε και τα μάτια του πετούσαν φωτιές. Δεν ήταν συνηθισμένος σε τέτοιες αντιδράσεις, και δεν γούσταρε να τον αγνοεί κανένας έτσι. «Πως είναι το χέρι σου;» συνέχισε απτόητος ενώ θαύμαζε την ψυχραιμία του αφού εκείνη δεν του απάντησε καν. «Δεν ανέφερες ποτέ ότι είσαι νοσοκόμα» έκανε μια τελευταία προσπάθεια συζήτησης σφίγγοντας τις γροθιές του από την ένταση. Η Ανδριάνα δεν του μίλησε, δεν απάντησε, μα εκείνος ευθύς παρατήρησε ότι τα χείλη της, τα χέρια της άρχισαν να τρέμουν. Έσπρωξε την καρέκλα που καθόταν και με μιας βρέθηκε δίπλα της. Την άρπαξε από τα μπράτσα και την ανάγκασε να τον κοιτάξει. «Ανδριάνα!» φώναξε και την ταρακούνησε απαλά. Τα μάτια της φαινόταν υγρά, έτοιμα να κλάψουν. Τα χέρια του ανέβηκαν αργά από τα μπράτσα στο πρόσωπο και με τον αντίχειρά του χάιδεψε απαλά τα χείλη της που έτρεμαν. «Τρέμεις» είπε ψιθυριστά και τα μάτια του γύρεψαν τα δικά της. «Φοβάμαι» αποκρίθηκε εκείνη και ο Άλκης κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Εγώ φοβάμαι πιο πολύ... φοβάμαι τα μάτια σου, φοβάμαι όταν είμαι κοντά σου, μα πιο πολύ φοβάμαι αυτά που μου ξυπνάς...» της είπε σιγανά και τα χείλη του κινήθηκαν προς τα δικά της. Δεν αντέδρασε... τα χείλη τους ίσα που ενώθηκαν μα και οι δύο ένιωσαν ότι τους διαπέρασε ηλεκτρικό ρεύμα.

«Ανδριάνα!» η φωνή της κυρίας Μαίρης ακούστηκε δυνατά μέσα στο ήσυχο διαμέρισμα. «Ανδριάνα φέρε μου νερό και το χάπι της πίεσης σε παρακαλώ!» συνέχισε η μάνα του Άλκη και η Ανδριάνα τον έσπρωξε τόσο απότομα από κοντά της που λίγο έλειψε να τον ρίξει κάτω. «Διάβολε» έβρισε εκείνος και συνέχισε φουρκισμένος να κοιτά την πανικόβλητη Ανδριάνα να ψάχνει το κουτί με τα χάπια της κυρά Μαίρης. «Ανδριάνα!» προσπάθησε να την ηρεμήσει μα μόλις πήγανε να την πλησιάσει εκείνη τιναζόταν σαν να έβλεπε φάντασμα. «Γαμώτο!» συνέχισε εκνευρισμένος και χτύπησε το χέρι δυνατά στον τοίχο δίπλα του μόλις εκείνη έτρεξε προς το δωμάτιο της μάνας του.

Οι μέρες στο μικρό διαμέρισμα του Χρήστου περνούσαν ήρεμες. Είχε σχεδόν κερδίσει την εμπιστοσύνη της Ζωής, και κατάφερνε πολλές φορές να την κάνει να γελάει. Τις λάτρευε εκείνες τις στιγμές ο Χρήστος. Της ταίριαζε το χαμόγελο, έκαναν τα μάτια της να λάμπουν και ολόκληρο το πρόσωπό της φωτιζόταν. Δεν χόρταινε να την κοιτά. Με το ζόρι προσπαθούσε να συγκρατήσει τον εαυτό του και τα χέρια του μακριά της. Ήθελε να την αγγίξει, ήθελε το σώμα του να νιώσει την θέρμη του δικού της, ήθελε να γευτεί τα χείλη της. Μα δεν τολμούσε. Δεν τολμούσε ούτε στα μάτια να την κοιτάξει πολλές φορές μην τυχόν και αποκαλυφθεί ο έρωτας που με τόση απόγνωση προσπαθούσε να κρύψει.

Πολλές φορές προσπάθησε να την πείσει να βγούνε μαζί βόλτα μα δεν δέχτηκε καμιά. Πάντα η απάντηση ήταν αρνητική και το μπλε το ματιών της κρυβόταν πίσω από ένα γκρίζο σύννεφο αμέσως μετά. Εκείνες τις στιγμές δεν της έπαιρνε κουβέντα. Σφράγιζε τα χείλη της και τα μάτια της έμοιαζαν κενά. Μια δυο φορές την ρώτησε τον λόγο που δεν ήθελε να βγει μα αντί για απάντηση, είδε δάκρυα να μαζεύονται στις άκρες των ματιών της. Δεν ήταν έτοιμη...ίσως δεν μπορούσε να τον εμπιστευτεί ακόμα, φοβόταν...μπορούσε εύκολα να μυρίσει τον φόβο της. Μα ο ίδιος έκανε υπομονή. Κάθε μέρα, κάθε ώρα, προσπαθούσε να την κρατήσει στη επιφάνεια και να μην την αφήσει να βουλιάξει στον βούρκο της κατάθλιψης που συνεχώς την καλούσε στον πάτο.

«Μίλησέ μου για σένα» του είπε χαμογελώντας του δειλά ένα φθινοπωρινό απόγευμα καθώς χαλάρωναν στο μικρό σαλόνι. Ο Χρήστος ανασήκωσε τους ώμους και γέλασε κοφτά. «Δεν έχω τίποτα να σου πω... μένω εδώ... μόνος... όχι πια όμως...» είπε και τα μάγουλά της βάφτηκαν κόκκινα. «Χρήστο...» ξεκίνησε να λέει η Ζωή μα δεν την άφησε να συνεχίσει, φοβόταν μήπως του ανακοίνωνε την επιστροφή στο σπίτι της. Ένιωθε την ψυχή του γεμάτη έρωτα, γεμάτη συναισθήματα που δεν είχε νιώσει ποτέ. Προσπαθούσε να της φέρεται όσο πιο φυσιολογικά γινόταν κι ας έτρεμε μέσα του, ας φοβόταν, ας πέθαινε. «Θέλεις να μου πεις κάτι για σένα;» την ρώτησε ξαφνικά το ίδιο βράδυ και παρόλο που δεν καθόταν δίπλα του αμέσως ένιωσε το σώμα της να πετρώνει. Τον κοίταξε ευθεία στα μάτια και έσμιξε τα φρύδια της. Εύκολα διέκρινε τον πόνο στο βλέμμα της και μετάνιωσε σχεδόν αμέσως για την ερώτηση. «Κάποια στιγμή θα σου πω... αλήθεια...απλά ακόμα δεν μπορώ να... δεν βγαίνουν από μέσα μου...» ξεκίνησε να λέει μα ο Χρήστος σήκωσε το χέρι του σταματώντας την. «Δεν θέλω να μου πεις τίποτα... Τίποτα!» της είπε χαμογελώντας απαλά και το εννοούσε.

Οι μέρες περνούσαν και ο Χρήστος δεν τολμούσε να το κουνήσει από το σπίτι. Οι προμήθειες τελείωναν μα ο ίδιος δεν έπαιρνε απόφαση να την αφήσει μόνη, αφού η ίδια αρνούνταν να αφήσει την ασφάλεια του διαμερίσματός του. «Κάτω είμαι, έλα» η φωνή του Άλκη ακούστηκε από το θυροτηλέφωνο στο ήσυχο διαμέρισμα και ο Χρήστος φάνηκε προς στιγμήν να σαστίζει. «Άντε κατέβα, σε περιμένει!» τον προέτρεψε και η Ζωή «δεν παθαίνω τίποτα εδώ».

Δυο δυο κατέβηκε τα σκαλιά και βρέθηκε μπροστά στην είσοδο της πολυκατοικίας του. Έτοιμος ήταν για καυγά, μα μόλις είδε τα χάλια του φίλου του τον κοίταξε με ανησυχία. «Τι μούτρα είναι αυτά; Τι έπαθες;» τον ρώτησε ανάβοντας τσιγάρο. «Πώς είναι;» τον ρώτησε ο Άλκης αγνοώντας την ερώτησή του. «Η Ζωή; Καλά νομίζω... Τουλάχιστον έτσι φαίνεται... αλλά... Τέλος πάντων πες μου τι τρέχει, τι έχεις και κουβαλάς τέτοια μούτρα;» τον ξαναρώτησε ρουφώντας αμέσως μετά μια γερή τζούρα από το τσιγάρο του. Ο Άλκης ξεφύσηξε δυνατά κι έτριψε με δύναμη το πρόσωπό του. «Τραβάω μεγάλο ζόρι ρε φίλε» είπε και τα μάτια του καρφώθηκαν στο κενό. 

«Γκόμενα;»

«Η Ανδριάνα» αποκρίθηκε ξερά και αναστέναξε πάλι. «Δεν ξέρω τι έχω πάθει. Το μυαλό μου έχει κολλήσει σε εκείνη και δεν μπορώ να σκεφτώ πλέον καθαρά». Ο Χρήστος τον κοίταξε σιωπηλός. Και ο ίδιος έτσι δεν νιώθει; Και ο ίδιος δεν καίγεται από έρωτα;

«Της μίλησες;»

Ο Άλκης κούνησε αρνητικά το κεφάλι και κοίταξε γύρω του αναστενάζοντας. «Δεν πίστευα ποτέ ότι θα έκανα σαν έφηβος από τότε από την γνώρισα» παραδέχτηκε απαλά, και πέρασε το χέρι μέσα από τα μαλλιά του.

«Μίλα της λοιπόν! Τι περιμένεις;» τον ενθάρρυνε ο φίλος του κι έριξε μια γρήγορη ματιά ψηλά στο μπαλκόνι του.

«Με αποφεύγει... με φοβάται... Δεν είμαι και ο πιο εύκολος άνθρωπος στον κόσμο και δεν υπήρξα και πολύ ευγενικός μαζί της στην αρχή» παραδέχτηκε σχεδόν θυμωμένος με τον εαυτό του.

«Την πάτησες φιλαράκι...» αποκρίθηκε ο Χρήστος και πέταξε την γόπα στην άκρη του πεζοδρομίου. «Δεν την θυμάμαι καλά την κοπέλα που λες, είχα πολλά ζόρια την μέρα που ήρθατε, αλλά πρέπει να την πιάσεις και να της μιλήσεις!»

Ο Άλκης κούνησε και πάλι το κεφάλι αρνητικά. Φαινόταν απογοητευμένος και παράλληλα πολύ προβληματισμένος. «Δεν είναι από τις γκόμενες που θα έτρεχα από πίσω της... δεν ξέρω τι με τραβάει σε εκείνη... δεν ξέρω αλλά... μου φαίνεται εντελώς... άβγαλτη...Τι σκατά δουλειά έχω με αυτήν μου λες;» αναρωτήθηκε δυνατά κι έκανε τον Χρήστο να γελάσει δυνατά.

«Την δάγκωσες την λαμαρίνα.... Κοίτα να της μιλήσεις, ή να την πιάσεις με το καλό γιατί δεν σε βλέπω καλά» τον συμβούλευσε και τον χτύπησε απαλά στην πλάτη.

«Πρέπει να γυρίσω πάνω... Δεν θέλω να την αφήνω μόνη της. Φοβάμαι μην κάνει καμιά τρέλα...» το ύφος του σοβάρεψε μεμιάς και κίνησε προς την είσοδο της πολυκατοικίας.

«Άλκη!» του φώναξε πριν κλείσει την μεγάλη ξύλινη πόρτα πίσω του, «ελάτε ένα βράδυ σπίτι...με την Ανδριάνα, προσπάθησε να την πείσεις και ελάτε!»

Continue Reading

You'll Also Like

14.9K 707 14
«Στην αγάπη δεν υπάρχουν δρόμοι. Τους φτιάχνεις.» 🤍 Book tropes: meant to be, soulmates, falling in love all over again
1.4M 83.8K 81
"ΤΙ ΕΝΝΟΕΙΣ ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΘΑ ΜΕΊΝΟΥΜΕ ΜΑΖΊ;!" Φωνάζω σοκαρισμένη. "Μην ανησυχείς κερασάκι. Θα περάσουμε ωραία μόνοι μας στο σπίτι μου για τρεις ολόκληρ...
2.5M 181K 69
"Σταμάτα να τρέχεις, αστυνομία!" άκουσα μια ανδρική φωνή πίσω μου. Σκατά!Άρχισα να τρέχω πιο γρήγορα. Τελικά ,ο μπάτσος με έφτασε και με άρπαξε. Τα...
538K 39.6K 47
"Γιατί μου ανήκεις"