κεφάλαιο 11

499 77 1
                                    

Το πρώτο πράγμα που έκανε ο Άλκης μπαίνοντας στο σπίτι του ήταν να βεβαιωθεί ότι η μητέρα του βρισκόταν στο δωμάτιο της κοιμισμένη και η πόρτα της κλειστή. Κάθισε στο σκοτεινό σαλόνι κι άναψε μόνο την μικρή λάμπα δίπλα του, ίσα ίσα να φωτίζει την γωνιά εκείνη. Έμεινε εκεί αρκετή ώρα, σιωπηλός, πίνοντας αργά την μπύρα του και έχοντας στο μυαλό του τον Χρήστο. Πρώτη φορά τον έβλεπε σε αυτά τα χάλια, πρώτη φορά τον άκουσε να μιλά έτσι για κάποια γυναίκα. Ήλπιζε για το καλό του να την έβρισκε εκείνη την κοπέλα.

Ήταν σχεδόν τέσσερις τα ξημερώματα όταν είδε την πόρτα του δωματίου του να ανοίγει αργά και προσεκτικά. Η καρδιά του άρχισε να χτυπά δυνατά καθώς ήξερε ότι θα έβλεπε την Ανδριάννα από λεπτό σε λεπτό. Και τότε την είδε, να βγαίνει από εκεί πηγαίνοντας στην κουζίνα, ξυπόλυτη, με τα μαλλιά της ανακατεμένα, και την λεπτή της νυχτικιά. Φαινόταν μικρή... αθώα και υπερβολικά όμορφη... Συνήθως τα μάτια του δεν τα έριχνε σε τέτοιου είδους γυναίκες. Προτιμούσε άλλα θηλυκά, εξίσου όμορφα αλλά όχι τόσο αθώα, όχι τόσο άβγαλτα. Γιατί την Ανδριάννα μόνο περπατημένη γυναίκα δεν την έλεγες. Σε κάθε της βήμα, βλέμμα, αναπνοή, φώναζε από μακριά, ότι η κοπέλα δεν είχε σηκώσει ούτε τα μάτια της ποτέ σε αρσενικό.

Σηκώθηκε σχεδόν αθόρυβα και βρέθηκε από πίσω της, την στιγμή που μπήκε στην κουζίνα. «Πονάς;» την ρώτησε σιγανά για να μην την τρομάξει. «Ωχ! Συγνώμη! δεν ήθελα να σε ξυπνήσω, ένα παυσίπονο ήθελα μόνο» αποκρίθηκε ξαφνιασμένη κι έσφιξε τα χέρια γύρω από το κορμί της προστατευτικά. Ο Άλκης κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Μην ζητάς συγνώμη συνεχώς και δεν με ενόχλησες καθόλου... Ίσα ίσα χαίρομαι που σε βλέπω και πάλι» αποκρίθηκε απαλά, και ούτε ο ίδιος δεν αναγνώριζε ούτε τον τόνο της φωνής του αλλά ούτε και τα λόγια του. Έσμιξε τα φρύδια και την κοίταξε καθώς έπινε το παυσίπονο της. Μέσα του είχε ξεσπάσει μάχη. Ο εαυτός του λες και είχε κοπεί στα δύο, με τον ένα να λαχταρά να αντικρίσει το βλέμμα της, και τον άλλο να θυμώνει για την παιδιάστικη αντίδρασή του στην θέα της. Ναι... θυμός... αυτό ένιωθε κάθε φορά που την έβλεπε, τον εξόργιζε η αθωότητά της, η αγνότητά της, τον εξόργιζε που τον έκανε να αισθάνεται πράγματα που σύμφωνα με τον ίδιο δεν έπρεπε. Της έκανε νόημα να καθίσουν και διάλεξαν αντικριστές καρέκλες γύρω από το τραπέζι. «Η μητέρα σου;» τον ρώτησε ψιθυριστά, πιο πολύ για να σπάσει την αμηχανία της σιωπής που απλώθηκε ξαφνικά ανάμεσά τους. «Η κυρά Μαίρη κοιμάται του καλού καιρού, μην ανησυχείς!» την κοίταξε εξεταστικά και ένευσε προς την πλευρά της «εσένα πρέπει να φροντίζουμε τώρα, μετά το σημερινό!».

Το κορίτσι του ημερολογίουΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα