κεφάλαιο 7

573 76 14
                                    


"Παρασκευή 24 Απρίλη.

Δεν αντέχω... Πραγματικά νιώθω εγκλωβισμένη... κλεισμένη στην δική μου φυλακή. Φοβάμαι να βγω έξω την μέρα. Μένω κλεισμένη μέσα, δεν θέλω να βλέπω άνθρωπο, δεν θέλω να ακούω κανένα. Νιώθω μόνη. Έπαψα να ανοίγω τα παράθυρα, έπαψε να με απασχολεί το τι θα φάω, να κάνω μπάνιο, να σηκωθώ από το κρεβάτι. Το κορμί μου έπαψε να με υπηρετεί. Είμαι στο κρεβάτι την περισσότερη ώρα της ημέρας. Δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος να σηκωθώ. Δεν με ψάχνει κανένας, δεν ανησυχεί για μένα κανένας. Είμαι μόνη.

Πολύ μόνη.

Τα βράδια όμως βγαίνω, όταν η νύχτα πέφτει και δεν κυκλοφορεί κανείς. Δεν με προδίδει το σκοτάδι. Μόνο τότε νιώθω ελεύθερη, μόνο τότε νιώθω ο εαυτός μου. Κάνω βόλτες στα στενά, κι αφουγκράζομαι τους ήχους της νύχτας. Γυρίζω ξημερώματα σπίτι μου, και τρέμω την στιγμή που θα ανοίξω την πόρτα για να μπω. Η μοναξιά με περιμένει, η μοναξιά μου και η μαυρίλα καρτερούν πίσω από την κλειστή μου πόρτα και με ισοπεδώνουν δίχως έλεος.

Πόσο μου λείπει... Θεέ μου πόσο μου λείπει...Άδειασε ο κόσμος μου, έσβησε το φως μου"

Ένα τσίμπημα στην καρδιά τον ενόχλησε. Ποιος ήταν αυτός για τον οποίο μιλούσε; Ποιος της έλειπε τόσο και η ζωή της είχε γίνει τόσο μαύρη; Δεν την ήξερε... δεν ήξερε σε ποιον άνηκε το ημερολόγιο, το όνομά της... τίποτα δεν ήξερε για κείνη παρά μόνο το χρώμα των ματιών και των μαλλιών της. Κι όμως... το μόνο που ήθελε εκείνη τη στιγμή ήταν να την βρει, να της χαρίσει μια μεγάλη αγκαλιά και να την πείσει πως η ζωή είναι ωραία. Η ζωή είναι ωραία ρε γαμώτο, αρκεί να μην υπήρχαν καθάρματα και αλήτες όπως ο ίδιος.

Χάθηκε στις σκέψεις του και δεν είχε κουράγιο να συνεχίσει την ανάγνωση. Ένιωθε τα μάτια του υγρά, και προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό του ότι έφταιγε το αλκοόλ για την κατάστασή του. Τα βλέφαρά του τα έκλεισε όταν οι πρώτες ακτίνες του ήλιου έκαναν την εμφάνισή τους, μέσα από τα σφαλιστά παντζούρια. Βυθίστηκε σε έναν ύπνο βαθύ, ανήσυχο όμως, γεμάτο με εικόνες από μπλε θάλασσες, άλλοτε γαληνεμένες, άλλοτε φουρτουνιασμένες και άγριες.

«Άλκη! Έλα να βοηθήσεις την Ανδριάννα να κατεβάσει τις κουρτίνες!» η φωνή της κυρά Μαίρης αντήχησε σε όλο το σπίτι πρωί πρωί. «Πω πω ρε μάνα!» μουρμούρισε ο γιός της και σηκώθηκε απ' τον καναπέ κρατώντας τα πλευρά του που τα ένιωθε πιασμένα. Δεύτερο βράδυ που κοιμόταν στον καναπέ και ήδη ένιωθε τις συνέπειες στο κορμί του. «Δεν χρειάζεται κυρία Μαίρη! Μπορώ να τα καταφέρω μόνη μου, μην τον ενοχλείτε!» ακούστηκε σαν ψίθυρος η φωνή της καινούριας κοπέλας και μπαίνοντας στο δωμάτιο την βρήκε ανεβασμένη σε μια καρέκλα να προσπαθεί να φτάσει το κουρτινόξυλο.

Το κορίτσι του ημερολογίουΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα