κεφάλαιο 4

639 83 7
                                    


Ο Χρήστος ξύπνησε την επόμενη μέρα αργά το μεσημέρι. Ο πονοκέφαλος έκανε την εμφάνισή του με το που άνοιξε τα μάτια, και αμέσως ευχήθηκε να μην το είχε κάνει. Με κόπο κατάφερε και σηκώθηκε από το κρεβάτι και τα βήματά του τον οδήγησαν στο μπάνιο. Πέταξε τα βρόμικα ρούχα από πάνω του, και έκανε ένα κρύο ντους να συνέλθει. Ούτε που θυμόταν πώς έφτασε στο σπίτι, πώς άνοιξε την πόρτα και πώς έπεσε για ύπνο.
Μπήκε στην κουζίνα και ήπιε δύο παυσίπονα για να μετριάσει κάπως τον πόνο που ακόμα ένιωθε να σφυροκοπάει στο κεφάλι του, και βγαίνοντας είδε μια μαύρη τσάντα πεταμένη δίπλα στην πόρτα. Θυμήθηκε τα γεγονότα της προηγούμενης ημέρας και αμέσως καρφώθηκε στο μυαλό του το βλέμμα της κοπέλας, εκείνο το βαθύ μπλε χρώμα που γυάλιζε μέσα στην νύχτα. «Γαμώτο...» έβρισε δυνατά και άρπαξε την τσάντα καθώς έμπαινε στο σαλόνι. Κάθισε βαριά στον καναπέ και άναψε τσιγάρο για να διώξει την πικρή γεύση από το στόμα του, μα το μόνο που κατάφερε ήταν να χειροτερέψει την ήδη άσχημη διάθεσή του. Έκλεισε τα μάτια κι έγειρε πίσω την πλάτη του. Παρόλη την νίκη του την προηγούμενη βραδιά, ένα δυσάρεστο αίσθημα τον είχε αδικαιολόγητα κατακλύσει.

Σηκώθηκε, και στάθηκε ξανά μπροστά στην μπαλκονόπορτα. Το νεοκλασικό στεκόταν απέναντί του, με τους κιτρινισμένους τοίχους από τα χρόνια που πέρασαν, και τις σιδερένιες καγκελόπορτες παραφωνία στην ομορφιά του, να το προστατεύουν από τυχόν εισβολείς. Πόσες φορές δεν αναρωτήθηκε ποιος ήταν ο ιδιοκτήτης αυτού του ακινήτου, πόσες φορές δεν ευχήθηκε να είχε τα εκατομμύρια που του έλειπαν για να το αγοράσει και να το σουλουπώσει.
Κοίταξε το ρολόι του και είδε πως η ώρα είχε περάσει αρκετά. Πλησίασε το τραπέζι και μέτρησε χίλια ευρώ, ακριβώς τέσσερα ενοίκια. Τόσα χρωστούσε στην κυρά Λένα, και θα της τα έδινε για να τον αφήσει ήσυχο για λίγο καιρό. Δεν γούσταρε τα σαλιαρίσματά της, και δεν γούσταρε καθόλου να πηδήξει την πεινασμένη εξηντάρα χήρα. Άρπαξε τα λεφτά, βγήκε στον διάδρομο και χτύπησε το κουδούνι της τουλάχιστον τρεις φορές πριν του ανοίξει. «Χρήστο!» έκανε έκπληκτη. «Πόσο χαίρομαι που σε βλέπω! Πέρνα μέσα!» είπε κάνοντάς του χώρο να περάσει στο διαμέρισμά της. «Δεν προλαβαίνω κυρία Λένα, σου έφερα τα λεφτά, τα χρωστούμενα νοίκια. Τέσσερα δεν είναι;» την ρώτησε βγάζοντας τα χρήματα από την τσέπη του, κουνώντας τα μπροστά της. Τα μάτια της έλαμψαν κάτω από το αχνό φως της λάμπας στον διάδρομο της πολυκατοικίας και αγνόησε για πρώτη φορά την προσφώνησή του. «Χρήστο μου!» είπε μοναχά και πήρε από τα χέρια του τα λεφτά. «Δεν περίμενα να μου τα δώσεις τόσο σύντομα!» έκανε έκπληκτη. «Πρέπει οπωσδήποτε να περάσεις μέσα, θέλω να σε φιλέψω, να σε ευχαριστήσω με τον τρόπο μου!» συνέχισε ενθουσιασμένη, και το τροφαντό της μπούτι αποκαλύφθηκε μέσα από την μεταξωτή της ρόμπα. «Έχω δουλειά» εξήγησε ο Χρήστος, «Πρέπει να φύγω!» της είπε και με δυο δρασκελιές βρέθηκε στην πόρτα του σπιτιού του. «Θα σε περιμένω όσο χρειαστεί νεαρέ μου, όσο χρειαστεί!» του φώναξε λίγο πριν κλείσει την πόρτα του και κρατήσει την εκνευριστική φωνή της απέξω. «Στο διάβολο!» έβρισε σιγανά και άναψε τσιγάρο για να διώξει την εικόνα της από μπροστά του.
Ένα καινούριο πλάκωμα είχε κάνει κατάληψη στο στήθος του και μια αδιόρατη θλίψη τον είχε κυριεύσει. Ανικανοποίητη ψυχή, δεν ησύχαζε ποτέ. Μα θύμωνε με τον εαυτό του γιατί μετά την νίκη της προηγούμενης βραδιάς, έπρεπε να είναι το λιγότερο ενθουσιασμένος με τα κέρδη. Μπήκε στο σαλόνι και το βλέμμα του έπεσε και πάλι στον μαύρο μπόγο, στην αιτία της κακοκεφιάς του, όπως τελικά κατέληξε. Στην αναθεματισμένη λεία της προηγούμενης βραδιάς. Έσκυψε να πάρει την παρατημένη τσάντα της κοπέλας από το πλάι του καναπέ και την άνοιξε μπροστά του. Θα έριχνε μια γρήγορη ματιά, και μετά θα την πετούσε κοντά σε κοντά σε κάποιο αστυνομικό τμήμα, ώστε να βρουν την κάτοχό του. Αυτό θα έκανε, και θα γλίτωνε και από τις τύψεις που τον είχαν κατακλύσει από το προηγούμενο βράδυ.
Ένα μικρό, παλιό πορτοφόλι που περιείχε είκοσι τρία ευρώ, μερικά στυλό πεταμένα στον πάτο της τσάντας, χρησιμοποιημένα εισιτήρια λεωφορείου, ένα τετράδιο κι ένα ταλαιπωρημένο βιβλίο, ήταν όλα κι όλα τα πράγματα που υπήρχαν εκεί μέσα. Ούτε ταυτότητα, ούτε κάποια κάρτα φανέρωνε την ταυτότητα της κοπέλας με τα μπλε μάτια, κανένα αποδεικτικό στοιχείο. Υπήρχε νόημα να το παραδώσει στις αρχές; Μάλλον όχι. Θα κατέληγε στα σκουπίδια. Πήρε στα χέρια του με μεγάλη προσοχή το βιβλίο και κοίταξε το εξώφυλλό του. "Ο Μικρός Πρίγκιπας" διάβασε φωναχτά και τα μάτια του έσμιξαν από περιέργεια. Οι άκρες του βιβλίου ήταν τσακισμένες, κάποιες σελίδες τσαλακωμένες, και όλα μαρτυρούσαν ότι το βιβλίο ήταν παλιό και πολυδιαβασμένο.
"Σε σένα που ήρθες στην ζωή μου και την άλλαξες...Σ' αγαπώ"
Διάβασε την αφιέρωση στην πρώτη σελίδα και τα δάκτυλά του πέρασαν απαλά πάνω από το μελάνι. Χάιδεψαν τις λέξεις, τις ένιωσαν, τις αισθάνθηκε στο πετσί του. «Γαμώτο» ψιθύρισε και πάλι και η καρδιά του χτύπησε δυνατά. Μόλις συνειδητοποίησε ότι στέρησε κάτι πολύτιμο από εκείνη την κοπέλα. Κάτι που σήμαινε πολλά για εκείνη, που πρόσεχε βαθιά μέσα στην τσάντα της καθώς το κουβαλούσε μαζί της.
"Σαν Φυλακτό".
Η σκέψη του τον γέμισε ενοχές για άλλη μια φορά, κι έτριψε με δύναμη το πρόσωπό του. «Σκατά!» φώναξε μονολογώντας και σηκώθηκε παρασέρνοντας το βιβλίο στο πάτωμα. Πως στο καλό θα την έβρισκε; Πως θα μπορούσε να της το επιστρέψει αφού δεν είχε καμία πληροφορία για το ποια ήταν εκείνη η κοπέλα;
«Ά ρε Άλκη με τις φαεινές ιδέες σου!» συνέχισε τον μονόλογό του και σήκωσε το βιβλίο από το πάτωμα.

Το κορίτσι του ημερολογίουΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα