κεφάλαιο 9

591 78 7
                                    


«Γιατί ζητάς συγνώμη συνεχώς;» την ρώτησε και τράβηξε βιαστικά το βλέμμα του από το δικό της. «Έσπασα το ποτήρι» μουρμούρισε και σκούπισε τα μάγουλά της με το βρεγμένο ακόμα χέρι της. Ο Άλκης την έβαλε να καθίσει σε μια καρέκλα, πιέζοντας ακόμα την πετσέτα στην πληγή, και ξεφύσησε με θυμό. «Λες να με νοιάζει το ποτήρι που έσπασε;» αποκρίθηκε σε έντονο τόνο και χαλάρωσε το σφίξιμο στο κόψιμο. Το αίμα μούσκευε αργά και σταθερά την πετσέτα και την κοίταξε ανήσυχος.
«Πρέπει να πάμε στο νοσοκομείο, θα χρειαστείς ράμματα».
«Όχι! Όχι ειλικρινά, είμαι μια χαρά! Θα σταματήσει το αίμα!» αποκρίθηκε εκείνη τρομοκρατημένη κι έκανε να τραβήξει το χέρι της. «Ούτε να το σκέφτεσαι μικρή!» είπε βιαστικά και της έδειξε πώς να κρατάει την πληγή σταθερά, μέχρι να ντυθεί εκείνος και να φύγουν.
«Δεν ειδοποιήσαμε την μητέρα σας κύριε Άλκη» του είπε διστακτικά καθώς εκείνος οδηγούσε και της έριξε ένα δολοφονικό βλέμμα. «Στο πληθυντικό μου μιλάς; Άκουσα καλά;» την ρώτησε έκπληκτος και προσπάθησε να συγκεντρωθεί στην οδήγηση. Η Ανδριάννα κρατούσε την πετσέτα στην πληγή της, αλλά ήθελε να ανοίξει η γη να την καταπιεί. «Συγνώμη» είπε ξανά, μα η οργισμένη φωνή του Άλκη την έκανε και πάλι να τιναχτεί. «Σταμάτα να ζητάς συνεχώς συγνώμη, και μην ξανακούσω να μου μιλήσεις στον πληθυντικό!». Δεν ήξερε τι τον θύμωνε τόσο έντονα, ο φόβος της που ξεχώριζε από χιλιόμετρα, ή ο δικός του φόβος όταν αντίκριζε τα μάτια της;
«Θα την ειδοποιήσω μόλις φτάσουμε στο νοσοκομείο, μην ανησυχείς» την καθησύχασε ήρεμα και της χαμογέλασε απαλά.
Τέσσερα ράμματα ήταν ο απολογισμός της επίσκεψή τους στα επείγοντα, ενώ η αμηχανία τους την ώρα της επιστροφής με το αυτοκίνητο έφερνε και τους δύο σε δύσκολη θέση. Η Ανδριάννα έχει στυλώσει το βλέμμα της στην κίνηση του δρόμου, ενώ ο Άλκης της έριχνε ματιές κάθε φορά που έφερνε το μυαλό του το άρωμα και την θέρμη του σώματός της, όταν την κράτησε ξαφνικά αγκαλιά την ώρα που βρισκόταν με τον γιατρό. Την είδε σχεδόν να χάνει το κουράγιο της στην θέα της πληγής της, είδε τα μάτια της να δακρύζουν και τα χείλη της να τρέμουν. Ποιος θα μπορούσε να μείνει απαθής σε αυτή την εικόνα;

"Δευτέρα 16 Μάη.
Έχω αποτύχει... έχω αποτύχει σε όλα. Στα πάντα. Τίποτα δεν με κρατάει εδώ... τίποτα απολύτως... Κοιμάμαι και ξυπνάω και δεν κοιτάω καν το ρολόι. Δεν με ενδιαφέρει εάν ζω, ή εάν πεθαίνω πια...
"


"Γαμώτο!! Τι στο διάβολο;» φώναξε για άλλη μια φορά με φωνή γεμάτο θυμό, και ένιωσε ξαφνικά ότι το διαμέρισμά του τον έπνιγε. Άνοιξε απότομα την μπαλκονόπορτα και βγήκε έξω να πάρει ανάσα. Ο ουρανός ήταν σκοτεινός, βρισκόταν στις τελευταίες μέρες του Σεπτέμβρη πια, κι η ψύχρα ήταν αισθητή τα βράδια μα ο ίδιος δεν ένιωθε τίποτα απολύτως. Μαύρα σύννεφα είχαν συγκεντρωθεί και η βροχή δεν θα αργούσε να κάνει την εμφάνισή της εκείνο το βράδυ. Το πλάκωμα στο στήθος του είχε γίνει εντονότερο και ο πόνος στο κεφάλι του τον σφυροκοπούσε ανελέητα. Η αγωνία του Χρήστου για την κοπέλα του ημερολογίου ολοένα και μεγάλωνε. Κάθε βράδυ, κάθε βράδυ γύριζε σαν φάντασμα στα σοκάκια της περιοχής και την έψαχνε. Σταματούσε κοπέλες στο δρόμο και της κοιτούσε έντονα, προσπαθώντας να αναγνωρίσει πάνω τους το κορίτσι που αναζητούσε.

Το κορίτσι του ημερολογίουΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα