κεφάλαιο 17

531 75 7
                                    


Στην αρχή ένιωσε το φως του ήλιου στα μάτια του και διστακτικά τα άνοιξε. Έμπαινε από τις γρίλιες και τον έλουζε σχεδόν ολόκληρο έτσι που κοιμόταν στον καναπέ. Προσπάθησε να τεντωθεί μα το κορμί του με τα βίας χωρούσε στον στενό τριθέσιο κάθισμα. Ούτε που θυμόταν τι ώρα έφυγε από το δωμάτιο που κοιμόταν η Ζωή. Μετά που έκλεισε τα μάτια της, όσο πιο αθόρυβα κάθισε στην καρέκλα απέναντι από το κρεβάτι και έμεινε να την κοιτάζει. Φούντωνε ο έρωτας...φούντωνε και η ανησυχία μέσα του. Χίλιες σκέψεις περνούσαν από το μυαλό του, πώς να την βοηθήσει, πώς να την προσεγγίσει, πώς να την κάνει να αγαπήσει και πάλι την ζωή. Δύσκολο δρόμο είχε διαλέξει. Ήταν οι τύψεις και οι ενοχές που τον βάρυναν μετά την ανομολόγητη πράξη του...το βράδυ που την συνάντησε για πρώτη φορά.

Μισάνοιξε τα μάτια του, το δωμάτιο ήταν λουσμένο στο πρωινό φως, μα το βλέμμα του τράβηξε μια κίνηση στα δεξιά του και ανακάθισε τρομαγμένος. «Ζωή!» αναφώνησε και κοίταξε το ρολόι του. Δεν ήταν ακόμα οχτώ και εκείνη καθόταν, με τα πόδια μαζεμένα πάνω στην καρέκλα, απέναντί του με μια κούπα καφέ στα χέρια της και ένα ύφος που ο Χρήστος δεν μπορούσε να προσδιορίσει. Σηκώθηκε από τον καναπέ και έτριψε με δύναμη το πρόσωπό του. «Τι τρέχει κορίτσι μου; Γιατί σηκώθηκες τόσο νωρίς;» την ρώτησε και την πλησίασε προσεκτικά. Η ανησυχία φώλιασε μέσα του κι αναρωτήθηκε αν πάλι ήταν μια κακή μέρα για εκείνη. Η Ζωή έριξε το βλέμμα της στον καφέ που είχε σχεδόν κρυώσει κι έπειτα τον κοίταξε με παράπονο. «Δεν μπορείς να κοιμάσαι πια στον καναπέ» είπε σιγανά κάνοντας απλά μια διαπίστωση. Ο Χρήστος ανάσανε βαθιά, ανακουφισμένος, κι ένα πλατύ χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπό του. «Μ' αρέσει που ανησυχείς για μένα, αλλά μην το κάνεις. Ειλικρινά είμαι μια χαρά» είπε χωρίς να χάσει το χαμόγελό του και εντελώς αυθόρμητα έσκυψε και την φίλησε στην κορυφή του κεφαλιού της. Πέτρωσαν και οι δύο. Ο Χρήστος καταρχήν γιατί το θεώρησε τόσο φυσιολογικό αυτό το φιλί και το έδωσε χωρίς να σκεφτεί, ενώ η Ζωή γιατί απλά δεν το περίμενε. Δεν της ήταν αδιάφορος ο Χρήστος. Όμορφος άνδρας, και κυρίως είχε καλή ψυχή. Αυτό ξεχώριζε πιο πολύ απ' όλα. Ποιος άλλος θα δεχόταν σπίτι του μια άγνωστη κοπέλα και θα της πρόσφερε μια δεύτερη ευκαιρία στη ζωή; Κανείς χωρίς να θελήσει αντάλλαγμα. Και εκείνος το χέρι του πάνω της δεν το είχε απλώσει. Δεν την έφερνε σε δύσκολη θέση, δεν της ζήτησε ποτέ το παραμικρό. Μόνο της έδινε... της έδινε πνοή και σκοπό να ζήσει κι δεν γύρευε το παραμικρό αντάλλαγμα.

Το κορίτσι του ημερολογίουΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα