Το κορίτσι του ημερολογίου

By renandr

13.9K 1.6K 124

Η τρέλα μιας νύχτας οδηγεί τον Χρήστο στην απόγνωση. Τι συμβαίνει με εκείνο το κορίτσι; Πως μπορεί να την βρε... More

κεφάλαιο 1
κεφάλαιο 2
κεφάλαιο 3
κεφάλαιο 4
κεφάλαιο 5
κεφάλαιο 6
κεφάλαιο 7
κεφάλαιο 8
κεφάλαιο 9
κεφάλαιο 11
κεφάλαιο 12
κεφάλαιο 13
κεφάλαιο 14
κεφάλαιο 15
κεφάλαιο 16
κεφάλαιο 17
κεφάλαιο 18
κεφάλαιο 19
κεφάλαιο 20
κεφάλαιο 21

κεφάλαιο 10

575 74 7
By renandr


"Τρίτη 20 Ιούνη"

Ξεκίνησε πάλι την ανάγνωση και με μεγάλη δυσκολία σταμάτησε τον εαυτό του από το να τρέξει στην τελευταία σελίδα. Να μάθει τι συνέβη την τελευταία μέρα, πριν της αρπάξει την τσάντα.

«Ω Θεέ μου...» μονολόγησε και πάλι, κρατώντας το κεφάλι του.

"Σήμερα σηκώθηκα από το κρεβάτι αργά το απόγευμα. Είχα να βάλω κάτι στο στομάχι μου 3 μέρες. Ένιωθα τόσο κουρασμένη... τόσο αδύναμη.... Απλά ήθελα να ξαναγυρίσω στο στρώμα μου, να κοιτώ το ταβάνι και να αδειάσω το μυαλό μου. Γιατί να είναι πάντα γεμάτο από τόσο άσχημα πράγματα; Γιατί να μην μπορώ να πάρω ανάσα και συνεχώς να αισθάνομαι αυτό το πνίξιμο στο λαιμό; Με πιάνουν τα κλάματα χωρίς λόγο και αναρωτιέμαι που να έχω φταίξει και νιώθω έτσι!

Ποτέ δεν ήμουν άνθρωπος της εκκλησίας. Ακόμα και τώρα, στα είκοσι δύο μου, την ίδια σχέση έχω. Πιστεύω; Δεν ξέρω. Πρέπει να πιστεύω; Πρέπει να προσεύχομαι; Φταίει αυτό; Δεν ξέρω που να στραφώ και που να αναζητήσω βοήθεια.

Φωνάζω! Φωνάζω βοήθεια μα δεν με ακούει κανείς! Δεν με ακούει κανείς!"

"Εγώ σ' ακούω μωρό μου... Εγώ σ' ακούω!» ψιθύρισε με φωνή γεμάτο πάθος κι έτριψε τα υγρά του μάτια.

«Τι έκανες του κοριτσιού;» η φωνή της κυρά Μαίρης αντήχησε από άκρη σε άκρη στο διαμέρισμα μόλις τους είδε και τους δύο να μπαίνουν μέσα. «Τι σου έκανε Ανδριάννα, σε πείραξε ο βάρβαρος; Πες μου την αλήθεια!» ανασηκώθηκε από την πολυθρόνα και περίμενε να την σφίξει στην αγκαλιά της. Η κοπέλα την κοίταξε με τρόμο κι έπειτα το βλέμμα της συνάντησε αυτό του Άλκη. «Το χιούμορ της κυρά Μαίρης!» είπε αποδοκιμαστικά ο γιός της και κάθισε απέναντί της. «Το χέρι της πρέπει να το ξεκουράσει μερικές μέρες, οπότε δουλειές και θελήματα τέλος! Μάνα ακούς;» την προειδοποίησε και αγνόησε το παρακλητικό βλέμμα της Ανδριάννας. «Εντάξει κόρη μου, μην ανησυχείς, αν θέλεις πήγαινε μερικές μέρες στο χωριό σου, να δεις την οικογένεια σου, να θρέψει και το χέρι σου και γύρνα» της είπε τρυφερά η μεγάλη γυναίκα και της έκανε χώρο στον καναπέ. «Όχι!» τινάχτηκε από την θέση του ο Άλκης, και δύο ζευγάρια μάτια κόλλησαν πάνω του με ζωγραφισμένη την απορία μέσα τους. «Το ταξίδι θα την κουράσει... καλύτερα να μείνει εδώ... θα ξεκινήσω να φτιάχνω το δωμάτιο και θέλω να με βοηθήσει με τα χρώματα, την διακόσμηση...» άρχισε να φλυαρεί, μα καμιά τους δεν σχολίασε το παραμικρό. Η κυρά Μαίρη γέλασε κρυφά και η Ανδριάννα πήγε να ξαπλώσει. «Θέλεις κάτι;» ρώτησε την μάνα του ο Άλκης μα εκείνη δεν απάντησε, τον κοίταξε μονάχα κι έπειτα χάθηκε σέρνοντας τα βήματά της στην κουζίνα. Έμεινε μόνος του, να την σκέφτεται, και να κοιτάει την πόρτα απέναντι γνωρίζοντας ότι εκείνη βρισκόταν λίγα μέτρα μόνο μακριά του. Μα τι είχε πάθει; Γιατί την σκεφτόταν συνέχεια;

Τα δυνατά χτυπήματα της πόρτας διέλυσαν σαν σύννεφα τις σκέψεις του και σηκώθηκε με βήματα βαριά για να ανοίξει.

«Ποιος;» ρώτησε κοφτά αφήνοντας το ημερολόγιο πάνω στο τραπέζι.

«Άλκης!» ακούστηκε η φωνή του φίλου του απέξω και ο Χρήστος ξεφύσησε σχεδόν ενοχλημένος από την επίσκεψη.

«Που στο διάβολο έχεις χαθεί;» η πρώτη ερώτηση έσκασε κοιτάζοντας τον Χρήστο από πάνω μέχρι κάτω.

«Χαίρομαι κι εγώ που σε βλέπω Άλκη» τον ειρωνεύτηκε και του έκανε νόημα να περάσει.

«Τι έχεις πάθει; Τα χάλια σου φαίνεται να έχεις».

«Είχα δουλειές» απάντησε κοφτά, άρπαξε το πακέτο του Άλκη και άναψε τσιγάρο. Η φλόγα έκανε τα μάτια του να γυαλίσουν καθώς το βλέμμα του έπεσε στο ημερολόγιο πάνω στο τραπέζι.

«Γκομενοδουλειές;»

Κούνησε αρνητικά το κεφάλι και ο καπνός από το τσιγάρο απλώθηκε σαν σύννεφο μπροστά του.

«Αν δεν είναι γκομενοδουλειά... τι στο διάβολο είναι;» επέμενε ο Άλκης και τον κοίταξε παράξενα.

Ο Χρήστος δεν μίλησε. Έριξε το βλέμμα του στο πάτωμα και συνέχισε να ρουφάει τον καπνό βαθιά στα πνευμόνια του.

«Δεν το πιστεύω...γκομενοδουλειά είναι...» ακούστηκε η φωνή του φίλου του. «Δεν το πιστεύω ρε μαλάκα.... Την δάγκωσες την λαμαρίνα! Είσαι ερωτευμένος ρε; Με ποια;!» ύψωσε την φωνή του και τα βλέμματά τους συναντήθηκαν ξαφνικά.

Αναμετρήθηκαν για λίγο οι ματιές τους μα δεν βγήκε κουβέντα από τα χείλη τους. Τα μάτια του Χρήστου υγράνθηκαν επικίνδυνα και ήταν έτοιμος να αφήσει το βάρος από τους ώμους, να ανοίξει την ψυχή του.

«Χρήστο;» σχεδόν ψιθύρισε το όνομά του ανήσυχος και στιγμή το βλέμμα του δεν άφησε το δικό του.

«Δεν ξέρω πως την λένε» είπε ξερά και ο πόνος στο πρόσωπό του χάθηκε γύρω από τον καπνό του τσιγάρου.

«Τι εννοείς δεν ξέρεις πως την λένε;»

«Αυτό που ακούς. Δεν την ξέρω... μα νομίζω την γνωρίζω καλύτερα από οποιονδήποτε!» είπε με ένταση, σηκώθηκε και στάθηκε μπροστά στην μπαλκονόπορτα. Χοντρές ψιχάλες βροχές άρχισαν να πέφτουν από τον ουρανό, μαύρα σύννεφα είχαν καλύψει την πρωτεύουσα, και η διάθεση του Χρήστου έδενε τόσο πολύ με τον καιρό.

«Της αρπάξαμε την τσάντα. Το βράδυ που κέρδισα τον αγώνα» εξήγησε και έριξε μια πλάγια ματιά στον Άλκη που τον κοιτούσε με το στόμα ανοιχτό.

«Ε και; Την ερωτεύτηκες; Μια ματιά πρόλαβες και της έριξες εκείνο το βράδυ, και ήταν θεοσκότεινα!»

«Άστο Άλκη, δεν... άστο, δεν γουστάρω να εξηγώ», έσβησε την γόπα στο τασάκι και στάθηκε στο τραπέζι κοιτώντας το ημερολόγιο.

«Ρε φίλε... κάτσε να το συζητήσουμε. Εξήγησέ μου, που την γνώρισες την κοπέλα; Της επέστρεψες την τσάντα;». Οι ερωτήσεις έπεφταν βροχή, μα το βλέμμα του Χρήστου δεν έφυγε από το τετράδιο.

«Δεν επέστρεψα καμία τσάντα. Μέσα της βρήκα ένα ημερολόγιο. Το διαβάζω. Είναι δικό της. Κατάθεση ψυχής! Καταλαβαίνεις;! Το κορίτσι κινδυνεύει και εγώ ο μαλάκας της άρπαξα και την τσάντα!» αποκρίθηκε εξοργισμένος με τον εαυτό του και χτύπησε το χέρι του στο λείο ξύλο.

Ο φίλος του έμεινε σιωπηλός για λίγα λεπτά. Σηκώθηκε από τον καναπέ και έκανε μερικά άσκοπα βήματα μέσα στο μικρό δωμάτιο. Όλα αυτά που του έλεγε ο Χρήστος τον προβλημάτιζαν.

«Τι εννοείς κινδυνεύει;»

«Θέλει να κάνει κακό στον εαυτό της» είπε αφήνοντας έναν βαθύ αναστεναγμό και έτριψε με δύναμη τα μάτια του. Η ψυχολογική κούραση τον είχε καταβάλει.

«Ρε Χρήστο... οκ, να δεχτώ ότι κάναμε μαλακία που αρπάξαμε την τσάντα, να δεχτώ ότι διάβασες την ιστορία της ζωής της σε ένα χαρτί... να δεχτώ ότι νιώθεις... εν μέρει υπεύθυνος, αλλά ρε φίλε, να την ερωτευτείς; Δεν την έχεις δει ποτέ!»

«Την έχω δει! Έχω δει την ψυχή της, έχω δει μέσα της! Δεν χρειάζεται να δω τίποτα άλλο!» είπε έντονα και τα μάτια του κόλλησαν και πάλι στο τετράδιο.

«Δεν το χωράει το μυαλό μου! Εσύ γαμούσες ότι έβρισκες, δεν έδινες μια για γκόμενες, και τώρα βρέθηκες ξαφνικά ερωτευμένος με ένα φάντασμα; Που θέλει να σκοτωθεί κιόλας; Τι στο διάβολο ρε Χρήστο;»

«Παράτα με στην ησυχία μου!» τον αποπήρε και κάθισε βαριά στο καναπέ κρύβοντας το πρόσωπό του ανάμεσα στα χέρια του. «Πρέπει να την βρω Άλκη... θα τρελαθώ εάν δεν την βρω...» είπε ψιθυριστά παίρνοντας μια βαθιά ανάσα.

«Πρέπει να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή ρε φίλε. Να δούμε καταρχήν πως μπορείς να την εντοπίσεις, που μένει, που δουλεύει» είπε προσεκτικά ανησυχώντας ειλικρινά για την κατάσταση του Χρήστου. «Κάθε βράδυ οργώνω την περιοχή, ψάχνω παντού να την βρώ, σε κάθε σοκάκι, δρομάκι, αδιέξοδο... γυρίζω μέχρι τα ξημερώματα σχεδόν, χωρίς να έχω πετύχει το παραμικρό τόσο καιρό» απάντησε εκείνος κι κοίταξε τον Άλκη με μάτια κατακόκκινα. Με δυο βήματα κάθισε στο πλάι του και τον χτύπησε απαλά στην πλάτη, «Να δεις που θα βρεθεί στο τέλος ρε φίλε, να δεις που θα βρεθεί!» είπε προσπαθώντας να ακουστεί πειστικός μα ο Χρήστος δεν φάνηκε να τον πιστεύει. «Αυτό το τέλος φοβάμαι κι εγώ... αυτό το τέλος τρέμω...».

Continue Reading

You'll Also Like

152K 11.7K 33
«Ντάρια δεν γίνεται να με φιλάς.»η φωνή του βγήκε περισσότερο βραχνή από όσο υπολόγιζε και είχε σχεδόν ανατριχιάσει. Τι στον διάολο; «Γιατί;»τα μάτι...
538K 39.6K 47
"Γιατί μου ανήκεις"
16.8K 2K 24
- Θα σου αλλάξω την ζωή, πίστεψέ με! είπε με απόλυτη σιγουριά. - Ναι. Κάπου εδώ πρέπει να σε ενημερώσω για το ότι δεν μου αρέσουν οι αλλαγές. Καθόλο...
2.5M 181K 69
"Σταμάτα να τρέχεις, αστυνομία!" άκουσα μια ανδρική φωνή πίσω μου. Σκατά!Άρχισα να τρέχω πιο γρήγορα. Τελικά ,ο μπάτσος με έφτασε και με άρπαξε. Τα...