Εκείνη την μέρα που με πήρε τηλέφωνο δεν το σήκωσα.
Και ας με αγριοκοίταζε η Αλκμήνη , ήμουν σίγουρη πως δεν άξιζε.
........
"Αχααμ... εγώ ξεροκατάπια και εσύ πήρες τα πάνω σου καρδιά μου..."
"Καλά... μμ... για πες μου... κρέμομαι από τα χείλη σου..."
"Απλά κράτα πως δεν πιστεύω σε ενθουσιασμούς και μαλακίες..." είπε και τα μέτωπα μας τσούγκρισαν.
Χαχάνισα.
"Εγωώ... δεν... δεν... πιστεύω σε αλήτες... όλα είναι ψεύτικα..."
"Τότε σκοπός μου να σε κάνω να πιστέψεις..." είπε και στριφογύρισε τα μάτια του.
Είναι τόσο ωραίος...
Τα μάτια του κάρφωσε στα χείλη μου.
"Με παρατηρείς βλέπω..."
"Για αυτό γεννήθηκα..." είπε και κράτησε με το ένα χέρι το κεφάλι μου.
Το άλλο του χέρι τυλίχτηκε γύρω από την μέση μου.
"Ίσως να μιλούν τα βλέμματα..."
Με έκοψε και τα χείλη μας ενώθηκαν... Ταράχτηκα αρχικά αλλά αυτός πήρε την πρωτοβουλία...
......
Άνοιξα τα μάτια.
Θυμήθηκα το πρώτο μας φιλί.
Ήμουν μέσα μέρες τώρα με υψηλό πυρετό και δεν είχα όρεξη. Δεν ήθελα κανέναν.
Είχα παρατήσει το κινητό μου κλειστό και προσπαθούσα να ξεκολλήσω τις σκέψεις μου.
Η Δανάη δεν ενδιαφέρθηκε να δει πως είμαι , τι κάνω. Κανείς δεν νοιάστηκε να μου δώσει τα μαθήματα.
Λένε πως οι φίλοι φαίνονται στα δύσκολα. Κι όμως όσες δυσκολίες και να έχω περάσει , δεν θυμάμαι σε καμία να μου συμπαραστέκεται η φίλη μου.
Και στην τελική όποιος νοιάζεται ας έρθει να με βρει.
Η αδερφή μου με φίλησε στο μέτωπο και έφυγε για την σχολή της. Η εξεταστική της είχε τελειώσει και θα πήγαινε να παρακολουθήσει μάθημα και μετά για καφέ με Στέφανο και τις κολλητές της.
Λογικά τώρα που τελείωσαν τις εξετάσεις της θα γυρίσει στην γκαρσονιέρα της. Επέλεξε να μην έχει συγκάτοικο για να έχει την υσηχία της , μα σε κάθε εξεταστική ερχόταν σε μας για να μην την πρήζουν και να συγκεντρώνεται. Οπότε έβρισκα την ευκαιρία να την βλέπω σε κάθε εξεταστική.
Έχει γαμάτη ζωή σε αντίθεση με εμένα που βαριέμαι να ανοίξω βιβλίο και να σηκωθώ να βγω.
Θέλω τόσο να περάσω κάπου μακριά, ψυχολογία. Να μην είμαι με τους γονείς μου καθημερινά , να μην είμαι σαν την Άλκο που ουσιαστικά τρέφεται από την μαμά και τον μπαμπά.
Θέλω να πάω να δουλέψω σε μπαρ όπως και ο Παύλος. Να μάθω να βγάζω λεφτά , να μην είμαι μια άχρηστη που ούτε αυγό δεν ξέρει να βράζει.
Σηκώθηκα από το κρεβάτι και ξεκίνησα να αναζητώ τι γλυκό υπάρχει στο σπίτι.
Μερέντα νοου.
Σοκολάτα νοου. Μόνο μια ανοιγμένη υγείας. Μα δεν είμαι χαζή για να φάω κάτι τέτοιο.
Πάλι με είχαν παρατήσει μόνη μου στο μεγάλο μας σπίτι.
Άνοιξα το κινητό μου μετά από μία ολόκληρη εβδομάδα για να βρω την αναπάντητη του Παύλου και δύο κλήσεις από την Δανάη.
Την μισώ την Δανάη... Από τότε που βρήκε τον Δημήτρη σηκώθηκε και έφυγε. Τι να της κάνω τέτοιες φίλες; Τεντώθηκα και αποφάσισα να ντυθώ και να βγω να πάρω κάτι να πιω. Επέλεξα ένα πουλόβερ και ένα ψηλόμεσο τζιν. Έβαλα προσεκτικά τα πολυαγαπημένα μου αθλητικά και κλείδωσα την πόρτα. Σήκωσα το γόνατο μου, για να βάλω το κλειδί στο τσαντάκι, που στήριξα πάνω στο γόνατο. Παραμέρισα μία τούφα των μαλλιών μου και έκλεισα την δερμάτινη τσάντα μου. Έφτιαξα καλύτερα τα μαλλιά μου και ξεκίνησα να περπατάω προς την γωστή καφετέρια.
Έφτασα λοιπόν στο περίφημο 'Hola' της γειτονιάς. Δυστυχώς με τω που μπήκα είδα την Δανάη να κάθεται σε ένα τραπέζι με τον Δημήτρη. Έδειχναν να διαφωνούν χαμηλώφωνα. Ξεκόλλησα από την παγωμένη στάση μου και παρήγγειλα σιγανά μια ζεστή σοκολάτα με σαντιγύ.
Δυστυχώς με πρόσεξε η Δανάη και πλησίασε κορδωτή προς το μέρος μου.
"Καλά είσαι Γίτσο; Σε χάσαμε;" είπε επιχειρώντας να με αγκαλιάσει , μα φαίνεται η φάτσα μου την έκανε να αλλάξει γνώμη.
Καλά ο Δημήτρης πώς την είδε; Έχει κάνει την απόσταση Θεσσαλονίκη-Αθήνα , Αριστοτέλους-Τσιμισκί.
"Έλα να κάτσεις μαζί μας..." μου πρότεινε.
Πήρα από τον πάγκο την σοκολάτα μου και την πλήρωσα. Έριξα μια ψυχρή ματιά στην Δανάη και τελικά έννεψα. Τοποθέτησε μια καρέκλα ανάμεσα τους και ρούφηξα λίγη από την σοκολάτα μου αδιάφορα.
"Η μαμά σου μου είπε πως αρρώστησες..." είπε η Δανάη για να σπάσει ο πάγος. "Θα έρθεις σχολείο κανονικά ε;"
"Ναι ... Ένα κρύωμα ήταν..." μουρμούρισα.
"Γεωργία με Παύλο μιλάτε καθόλου;"ρώτησε αδιάκριτα ο Δημήτρης.
"Όχι και θα σε παρακαλούσα να μην εμπλέκεσαι σε προσωπικά μου."απάντησα κοφτά.
"Μην φοβάσαι ο Δημήτρης τα ξέρει όλα και καταλαβαίνει πως είναι να μπλέκεις με ένα άτομο που παίζει μαζί σου και μετά χάνεται..." είπε η Δανάη γουρλώνοντας με σιγουριά τα γαλαζοπράσινα της μάτια.
"Του είπες τα προσωπικά μου; ΚΑΙ ΜΗΝ ΞΑΝΑΠΙΑΣΕΙΣ ΣΤΟ ΣΤΟΜΑ ΣΟΥ ΤΟΝ ΠΑΥΛΟ! ΟΥΤΕ ΕΣΥ ΟΥΤΕ Ο ΓΚΟΜΕΝΟΣ ΣΟΥ! ΚΑΙ ΠΙΣΤΕΨΕ ΜΕ ΔΕΝ ΒΡΗΚΕΣ ΤΗΝ ΤΕΛΕΙΑ ΣΧΕΣΗ! ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΘΑ ΧΩΡΙΣΕΤΕ ΚΑΙ ΕΓΩ ΔΕΝ ΘΑ ΕΙΜΑΙ ΕΚΕΙ... Τότε μόνο θα θυμηθείς ότι με παραμέλησες..." φώναξα θιγμένη και έφυγα.
Στα μισά της διαδρομήα θυμήθηκα πως είχα ξεχάσει εκεί την σοκολάτα μου. Υπέροχα. Ούτε το ρόφημα μου έχω τώρα... Γύρισα στην φυλακή μου και χώθηκα νευριασμένη κάτω από τα παπλώματα. Δεν είχα ύπνο, ούτε τίποτα.
"Γίτσα..."
Άνοιξα τα μάτια μου για να δω την αδερφή μου να με κοιτάει χαμογελώντας.
"Κοίτα τι σου πήρα να εκτονώσεις την βαρεμάρα σου. Σου βρήκα και καθηγητή για ιδιαίτερα." είπε όλα χαρά.
Έβγαλε από μια μαύρη ωοειδής θήκη μια κιθάρα. Το χρώμα της ήταν γυαλιστερό και καστανόξανθο. Μύριζε έντονα ξύλο και τα τάστα της έμοιαζαν χρυσά.
Όμως όταν την είδα δεν χάρηκα. Σκέφτηκα τον Παύλο και την οικογειακή του ιστορία και με πήραν τα κλάμματα.
"Δεν σου αρέσει;" είπε δύσπιστα.
"Μου αρέσει πολύ..." είπα σκουπίζοντας τα μάτια μου στην μπλούζα μου.
Την πήρα στα χέρια μου και την ακούμπησα άτσαλα. Ξεκινάω κιθάρα... Ποιος το περίμενε...
Οε οεεεεεεεε πήρε κιθάρα η Γεωργία! Άραγε ο δάσκαλος της θα την καλύπτει ή θα χρειαστεί ιδιαίτερα;
Φιλακια❤