Bonnie And Clyde

By pseudargyros

41.1K 4.5K 7.9K

Ο Μπλέικ υποχρεώνεται να κλέβει για να μπορέσει να ζήσει εκείνον και την οικογένειά του. Όταν μια μεγάλη επαγ... More

Πρόλογος
𝑰. Χαλκός, χρυσός και... Σίλβερ!
𝑰𝑰. Οι κερασιές της Ιαπωνίας
𝑰𝑰𝑰. Το ποτό της τιμής
𝑰𝑽. 1184
𝑽. Careless Whisper
𝑽𝑰. Ένα βράδυ που έβρεχε
𝑽𝑰𝑰. Ο ουρανός με τ' άστρα
𝑽𝑰𝑰𝑰. Κρατάς μυστικό;
𝑰𝑿. Ένα Γράμμα να μου στείλεις..
𝑿. Let the masks fall
𝑿𝑰. Με πνίγει τούτη η σιωπή
𝑿𝑰𝑰. Thankful and blessed!
𝑿𝑰𝑰𝑰. Το μουσείο των ευχών
𝑿𝑰𝑽. 50 αποχρώσεις της αμφιβολίας
𝑿𝑽. Fuck it up, Letter
𝑿𝑽𝑰. Οικογενειακή υπόθεση
𝑿𝑽𝑰𝑰. Το Πνεύμα των Χριστουγέννων
𝑿𝑽𝑰𝑰𝑰. Out of Breath
𝑿𝑰𝑿. Πληγές του Παρελθόντος
𝑿𝑿. Πηλός, μελάνι και βελόνες
𝑿𝑿𝑰. Υστερόγραφο Γενεθλίων
𝑿𝑿𝑰𝑰. Oh! Captain, my Captain!
𝑿𝑿𝑰𝑰𝑰. Λεπίδες και Αίματα
𝑿𝑿𝑽. Σώμα από Χώμα και Νερό
𝑿𝑿𝑽𝑰. Τικ, τοκ, ο χρόνος σου τελειώνει
𝑿𝑿𝑽𝑰𝑰. Το κουτί της Πανδώρας
𝑿𝑿𝑽𝑰𝑰𝑰. Παραμύθι Χωρίς Όνομα
𝑿𝑿𝑰𝑿. Τατουάζ Ξεθωριασμένα
𝑿𝑿𝑿. Τράβα Σκανδάλη
𝑿𝑿𝑿𝑰. Νέα Δεδομένα
𝑿𝑿𝑿𝑰𝑰. Μικρά Βήματα, Μεγάλες Αποφάσεις
𝑿𝑿𝑿𝑰𝑰𝑰. Φίλε έλα απόψε που πονάω
𝑿𝑿𝑿𝑰𝑽. Στα Παλιά Λημέρια
𝑿𝑿𝑿𝑽. Στο Ασανσέρ που Συναντιόμαστε
𝑿𝑿𝑿𝑽𝑰. Επιθυμίες και Αδυναμίες
𝑿𝑿𝑿𝑽𝑰𝑰. Και το όνομα αυτού...
Επίλογος

𝑿𝑿𝑰𝑽. Περασμένα ξεχασμένα

938 108 189
By pseudargyros

Ο Λέτερ, θα έλεγε κανείς, πως βρισκόταν σχεδόν από πάντα στις ζωές τους αν έκρινε πάντα από την αντιμετώπιση του Σίλβερ ιδιαίτερα στα όποια λάθη του. Μα αυτό θα ήταν μια τεράστια ανακρίβεια.

Κι όμως, παρόλο που όλα δείχνουν ότι ο Λέτερ και τα δύο αδέρφια γνωρίζονταν οριακά από την γέννηση τους, αυτό δεν ισχύει. Οι δύο άνδρες είναι φίλοι γύρω στα δέκα χρόνια ενώ, το σοκαριστικό είναι στ' αλήθεια ότι πρώτα έγινε φίλη μαζί του η Μπόνι κι έπειτα ο Σίλβερ.

Ο Σάιμον δεν εγκρίνει εδώ και καιρό την ασχολία της μικρής του αδερφής. Αλλά τα γονίδια είναι γονίδια και το ξέρει τόσο αυτός όσο και η μητέρα τους που έμαθε για τα καμώματα της μικρής μαυρομάλλας και δεν έκανε τίποτα πέρα από το να της δώσει μερικές συμβουλές. Όχι πως η Φράνσις γνώριζε πολλά, μόλις δύο μήνες είχε μπει στην ομάδα του πρώην άνδρα της μα σύντομα αποφάσισε να φύγει γιατί τελικά δεν ταίριαζε σε εκείνη αυτό.

Η μικρή τους κόρη όμως βρήκε να πάρει χάρη. Εντάξει, για να είναι δίκαιη, ζωγράφιζε και εξαιρετικά, όπως η μητέρα της, αλλά αυτό το ελαφρύ της χέρι φάνηκε στα εννέα όταν έκλεβε πράγματα από τις κακιασμένες συμμαθήτριες της στο σχολείο και τα έδινε στα παιδάκια της τάξης της που δεν είχαν αρκετά χρήματα να αγοράσουν τα πολύ βασικά.

Και η ενσυναίσθηση ήταν ένα πράγμα αντιπροσωπευτικό για εκείνη αλλά στην πραγματικότητα, η Μπόνι έκλεβε όλα αυτά γιατί σιχαινόταν το μπούλινγκ. Η Τρίξι, η Φέηθ και Χόουπ δεν ήταν τίποτα άλλο πέρα από τρια κακομαθημένα πλούσια παιδιά που τραμπούκιζαν τα παιδιά της τάξης που δεν ήταν στην παρέα τους. Εκτός από την Μπόνι.

Την μικρή την φοβούνταν γιατί είχε εκείνο το τατουάζ στον αστράγαλό της –ούτε στην Φράνσις άρεσε η ιδέα αρχικά– και νόμιζαν ότι άνηκε σε συμμορία από τόσο μικρή ηλικία.

Οπότε όσο η Μπόνι είχε την απίστευτη εύνοια των κακομαθημένων κατάφερνε να κλέβει μικρά πράγματα για αρχή και έπειτα να τα δίνει στην Μαρί που δεν είχαν οι γονείς της λεφτά ούτε για τετράδια και σιγά σιγά όλη η τάξη απολάμβανε από τα λεφτά του μπαμπά της Τρίξι, της Φέιθ και της Χόουπ. Στα εννιά της έγινε ένας σύγχρονος Ρομπέν των Δασών και φάνηκε να το εξελίσσει όσο μεγάλωνε.

Ξεκίνησε στο σχολείο και στα δώδεκα της έφτασε να δίνει τρόφιμα και χρήματα σε οικογένειες της γειτονιάς της που δεν είχαν ούτε τα βασικά.

Στα δεκατρία της γνώρισε τον Λέτερ.

Είχε κιόλας δώσει στις γνωστές μαμάδες της γειτονιάς της όσα χρειάζονταν και κατάφερε να μείνει με δικό της χαρτζιλίκι (από τις λίγες φορές) αρκετά καλό για να περάσει κάπως μαζεμένα τις επόμενες δύο εβδομάδες. Τελευταία στιγμή αποφάσισε, βέβαια, να πάει στο αγαπημένο μαγαζί του αδερφού της και να του αγοράσει τα αγαπημένα του ξινά ζελεδάκια με ουράνια τόξα.

 Στον δρόμο της βέβαια άλλαξε γνώμη γιατί είδε εκείνον τον ξανθό έφηβο να ψάχνει για αθώα θύματα όπου θα κλέψει. Και η τεχνική του ήταν απαίσια.

Επίσης δεν το πλάσαρε σωστά καθόλου. Είτε θα του έδινε όσα της είχαν μείνει είτε θα κατέληγε στο αστυνομικό τμήμα. Το θέμα είναι αν θα το έκανε για ναρκωτικά ή για κλέψιμο. Και η περιέργεια σκότωσε την γάτα, όχι όμως την Μπόνι.

«Είσαι απαίσιος ηθοποιός. Το κάνεις τόσο φανερό ότι θέλεις να με κλέψεις που θέλω να σε λυπηθώ και να σου δώσω ό,τι λεφτά έχω.»

«Έλα μου;»

«Αλλά δεν το κάνω γιατί θα πας να τα καπνίσεις ή θα πάρεις μανιτάρι μαγικό και τσάμπα τα ωραία μου λεφτάκια και τα ξινά ζελεδάκια ουράνιο τόξο για τον αδερφό που δεν πήρα ποτέ.»

«Σε ξέρω;»

«Μπορεί να σε έχω κλέψει και να μην το έχεις καταλάβει, ναι.»

«Αποκλείεται.»

«Ξέρω σίγουρα όμως ότι εσύ δεν έχεις κλέψει εμένα γιατί εκτός ότι θα το είχα καταλάβει αμέσως, θα είχα στείλει και τον αδερφό μου με την παρέα του να σε σαπίσει στο ξύλο, άρα...»

Ο ξανθούλης ξεκινά να απομακρύνεται κάπως δειλά.

«Είσαι λίγο κακός στην τεχνική του αλλά δεν θα σε βοηθήσω γιατί θα πας να τα κάνεις ναρκωτικά, πόρνες –είσαι και στην ηλικία για το πρώτο σου μπουρδέλο νομίζω– και παράνομο αλκοόλ με την ταυτότητα του πατέρα σου.»

«Ο πατέρας μου έχει πεθάνει.»

«Του αδερφού σου τότε.»

«Δεν έχω αδερφό.»

«Αν βάλεις βυζιά θα μπορέσεις να μοιάσεις στην αδερφή σου.»

«Είμαι μοναχοπαίδι.»

«Και τότε γιατί σκατά είσαι στους δρόμους; Πήγαινε κάνε παρέα στην μάνα σου.»

«Κάποιος πρέπει να μεριμνήσει για φαΐ στο σπίτι.»

«Αυτό...» τον δείχνει αμέσως «...είναι λάθος.»

Το αγόρι δεν καταλαβαίνει τι εννοεί. Όταν τον τραβά από το χέρι και τον οδηγεί στην κεντρική πλατεία της πόλης όπου δεκάδες κόσμος περνά από μπροστά τους αρχίζει να αντιλαμβάνεται μερικά πράγματα. Κάνουν μόνο μια απλή βόλτα, δύο λεπτά μέσα από το μπούγιο και έπειτα τον βγάζει ξανά στα στενά. Όταν βεβαιώνεται πως είναι μόνοι τους, βγάζει από τις τσέπες της όλα όσα έκλεψε. Πορτοφόλια και χρυσαφικά.

«Ορίστε.»

Και ο μικρός ούτε που κατάλαβε πότε πρόλαβε να τα κλέψει όλα αυτά, για την ακρίβεια δεν την κατάλαβε ποτέ.

Έμεινε να την κοιτάει μαγεμένος.

«Πάρε τα, είναι δικά σου.»

«Όχι, δεν γίνεται να το κάνω αυτό. Εσύ τα έκλεψες, εσύ πρέπει να τα πάρεις.»

«Άκου να δεις, ξανθούλη... Αν δεν τα πάρεις και συνεχίσεις με αυτά τα τρελά ερασιτεχνικά κόλπα σου, χωρίς παρεξήγηση, βλέπω να αφήνεις την μάνα σου να λιμοκτονήσει. Εγώ έχω να πάρω ό,τι θέλω.»

Το αγόρι την κοιτά με μάτια κάπως διστακτικά. Έτσι, η Μπόνι συνεχίζει.

«Αν δεν τα πάρεις θα το σκέφτομαι για μέρες, δεν μου πάει η καρδιά να σε αφήσω έτσι. Σε παρακαλώ πάρε τα και θα μου το ανταποδώσεις άλλη φορά.»

Στην πραγματικότητα η μικρή δεκατριάχρονη δεν θέλει ανταλλάγματα.

«Πως σε λένε;»

«Μπόνι και είμαι δεκατρία. Εσύ;»

«Είμαι ο Μπι και μετράω δεκαέξι χρόνια.»

«Μπι όπως η μέλισσα ή σαν το γράμμα;»

«Σαν το γράμμα.»

«Τζόνι Μπι; Ίσως; Είναι κάποιο ψευδώνυμο;»

«Σκέτο Μπι.»

«Εντάξει Σκέτε Μπι, ίσως αργότερα σου βρούμε κάτι καλύτερο για όνομα.»

Ο νεαρός την κοιτά τρελά μπερδεμένος. Κάτι στην αύρα της κοπέλας τον κάνει να χαμογελά διαρκώς. Και είναι μόνο δεκατρία; Τα κορίτσια του σχολείου του είναι όλα σπαστικά και εκείνη φαίνεται συνομήλικη του, αλλά για δες...

«Λοιπόν, θα τα πάρεις;»

Το αγόρι δεν έχει επιλογή. Βάζει κάποια χαρτονομίσματα στην τσέπη του και τα άλλα τα αφήνει σε εκείνη.

«Αφού είσαι τόσο ξεροκέφαλος, θα πάμε σε ένα τέλειο μαγαζί με ζαχαρωτά να χαλάσουμε μαζί τα λεφτά μας και τα δόντια μας.»

Εκείνος σκάει ένα ωραίο χαμόγελο και εκείνη πετάει στον κάδο αποδεικτικά στοιχεία, βάζει τα πάντα μέσα στο τζιν μπουφάν της και έπειτα καθοδηγεί τον Μπι (μα τι όνομα κι αυτό) στο μαγαζάκι της Τίνας. Από εκεί φεύγουν με δύο μεγάλες σακούλες ζελεδάκια και μια μικρή γεμάτη ξινά ουράνια τόξα για τον Σάιμον.

«Πρέπει να γνωρίσεις τον αδερφό μου. Είναι ένα χρόνο μικρότερός σου αλλά θα ταιριάξετε.»

«Είναι κι αυτός κλέφτης;»

«Είναι καλός αλλά δεν το ξέρει. Ούτε που καταλαβαίνω πότε μου παίρνει τα λεφτά μέσα από το χέρι. Έχει προοπτικές.»

Και πράγματι τα δύο αγόρια γνωρίστηκαν μερικές μέρες μετά. Έγιναν φίλοι αμέσως και λίγο καιρό αργότερα ήταν αυτοκόλλητοι. Ο Μπι, ή αλλιώς Λέτερ, ερωτεύτηκε την Μπόνι όσο μεγάλωνε και αγνόησε τα συναισθήματά του μέχρι που εκείνη έφτασε τα δεκαέξι και αγόρια ξεκίνησαν να την πλησιάζουν.

Εκεί ο Λέτερ αποφάσισε να κάνει την πρώτη του κίνηση απέναντί της.

Η Μπόνι γοητεύτηκε, ναι, και κατάφερε να κοροϊδέψει τον εαυτό της για περίπου τρεις μήνες ότι της αρέσει και εκείνης ο ξανθούλης. Μετά γνώρισε τον Μάθιου, ο οποίος την προσέγγισε αλλά βρήκε μπροστά του τον Λέτερ να τον απειλεί.

Μετά, μέχρι τα δέκατα έβδομα γενέθλιά της αποφάσισε να μην δίνει σημασία στο φλερτ του, λίγες εβδομάδες αφού έγινε δεκαεπτά γνώρισε τον Τσαρλς, ο Λέτερ θεώρησε σωστό να τον εκβιάσει και η Μπόνι αποφάσισε να βγει ραντεβού μαζί του. Το ραντεβού πήγε χάλια, ο ένας το απέδωσε σε αμηχανία, η άλλη σε ασυμφωνία χαρακτήρων.

Έπειτα, αγνόησε τον κλέφτη για μερικούς μήνες ακόμη γιατί έβαλε τον Κάρλ στο στόχαστρο κρυφά και όταν πήγε να κάνει την πρώτη κίνηση, ο Λέτερ χτύπησε τον νεαρό. Μετά η Μπόνι άρχισε να γλυκοκοιτάζει τον Φιλ, ο Φιλ ανταπέδωσε ευθύς, μετά ο Φιλ «έχασε ενδιαφέρον». Τραγικός ψεύτης και ειδικά μετά το μαυρισμένο μάτι του.

Μέχρι τα δεκαεννέα δεν μίλησε σε άνθρωπο. Στα είκοσι έκανε κίνηση για τον Κρις, ο Κρις χάθηκε από προσώπου Γης έπειτα από κάποιες μέρες.

Στα είκοσι ένα άρχισε να περνάει πάλι χρόνο με τον Λέτερ. Πολλά βράδια έκλαιγε σκεπτόμενη τι είναι αυτό που πρέπει να κάνει για να μην τις διώχνει κάθε αρσενικό που περνά από την ζωή της. Τελικά το πρώτο της φιλί ήταν εκείνος.

Και το πρώτο της χούφτωμα, πάλι εκείνος.

Μα μέχρι εκεί τον άφησε να πάει ακόμη και όταν έκλεισε τα είκοσι ένα. Τότε δεν την άφηνε να πηγαίνει μόνη της σε κλαμπ «για να μην την ξελογιάσει κανένας» αλλά εκεί η Μπόνι σήκωσε ανάστημα και του απάντησε πως «ξεχνάς ποιος έχει τα βυζιά, το ξελόγιασμα θα είναι επιθυμητό».

Ποτέ δεν πήγε μόνη της σε κλάμπ λοιπόν.

Στα είκοσι δύο τον άφηνε να τρυπώνει στο δωμάτιο της και να την φιλά στον λαιμό μέχρι εκείνη να κοιμηθεί. Προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό της πως αυτό είναι φυσιολογικό και κάποια στιγμή θα έρθει το συναίσθημα... τίποτα.

Στα είκοσι τρία γνώρισε τον Κλάιντ και κατάφερε να τον φέρει κοντά της έξυπνα, χωρίς ο Λέτερ να μπορεί να κάνει κάτι. Και έκτοτε λύθηκε από τα δεσμά της κυριαρχίας του.

Αυτά τα δεσμά όμως δεν σήμαναν και το λύσιμο μιας φιλίας και μαρόσυρτης εμπιστοσύνης με την οικογένεια Τζακμαν. Ο Λέο, μπήκε στις ζωές των παιδιών του για τα καλά στις αρχές αυτής της φιλίας και συμπάθησε τον Λέτερ από την αρχή.

Ας πούμε πως δίδαξε και αρκετά μικρά κόλπα στον μικρό φίλο των παιδιών και θαύμασε την επιρροή που είχε σε αυτόν η κόρη του. Αγνόησε όλα τα σημάσια κυριαρχίας του στην κόρη του και δέχτηκε να γίνει σχεδόν μέλος της οικογένειας. Η Φράνσις δεν τον συμπάθησε και πολύ, ειδικά αφού είδε το πώς συμπεριφέρθηκε στην κόρη της μα δεν είχε λόγο στα δικά τους θέματα.

Ο άνδρας της δεν το έβλεπε έτσι.

Από μικρά λοιπόν τον άφηνε να μπαίνει σπίτι του και αυτή η συνήθεια συνεχίζεται μέχρι και σήμερα. Οπότε, η συνηθισμένη Κυριακή πρωί βρίσκει τον Λέτερ και τον Σίλβερ στο γραφείο του Λέο Τζακμαν να περιμένουν την μοναχοκόρη του να καταφτάσει.

«Της τόνισες ότι είναι σημαντικό;» ρωτά ανυπόμονα ο μεγάλος άνδρας.

«Ναι, έβαλα και ένα έξι στα δέκα για να θορυβηθεί.»

«Λίγο είπες.»

«Τι εννοείς;»

«Εννοώ ότι αυτό που θέλω να πω είναι ένα δώδεκα στα δέκα επιεικώς.»

Ο Σίλβερ αγχώνεται μα με το μήνυμα της αδερφής του ότι σε λίγο θα είναι εκεί χαλαρώνει. «Έρχεται...» λέει ανακουφισμένος.

Και πράγματι, λίγο αργότερα, η γκριζομάλλα κλείνει την μεγάλη πόρτα πίσω της. Ο κρότος της πόρτα σήμανε πολλά. Για αρχή, την έναρξη της τόσο σημαντικής συνάντησης.

......................

Ο χρόνος που πέρασε τόσο γρήγορα έκανε την Μαριάν να αναρωτιέται μήπως είχε κάνει λάθος. Μήπως υπήρξε κάτι που δεν παρατήρησε όλο αυτό το διάστημα για τον αγαπημένο της Τζον.

Μα δεν είναι δυνατόν αυτό.

Από την πρώτη μέρα της έδειξε το ενδιαφέρον του. Την πήγε σε ραντεβού, την ταξίδεψε σε άλλες πολιτείες, την έφερε στα αγαπημένα του μέρη. Της γνώρισε τους φίλους του και την άφησε να περνά χρόνο μαζί του παραπάνω από όσο είχε αφήσει οποιονδήποτε άλλον.

Όμως τώρα κάτι δεν πάει καλά.

Είναι ο τελευταίος μήνας που συμπεριφέρεται περίεργα.

Ναι, ένας μήνας. Κάτι έκανε εκείνη λάθος. Το μόνο που περνά από την σκέψη της είναι αυτό. Η Μαριάν έκανε κάτι εντελώς λάθος και τώρα το πληρώνει με την εξαιρετικά εκνευριστική αδιαφορία του. 

Για μερικές μέρες κάθισε και σκέφτηκε το λάθος που έκανε μα δεν κατάλαβε. Το σκέφτηκε πολύ καλά. Οι φίλες της έλεγαν πως δεν φταίει πουθενά εκείνη. Όχι.

Η λύση στο πρόβλημά της ήταν να χωρίσει άμεσα και να βρει εκείνον τον ιδανικό που θα της συμπεριφέρεται όπως της αξίζει.

Και πέρασε άλλες τόσες μέρες να σκέφτεται αν πρέπει να το κάνει αυτό.

Και έπειτα το πήρε απόφαση, θα τον χωρίσει! Η Βανέσα την αγκάλιασε σφιχτά και ανακουφίστηκε για την φίλη της.

Στην Μαριάν πήρε λίγο παραπάνω από όσο ήθελε να του πει ότι θέλει να χωρίσουν. Και τελικά δεν του το είπε ποτέ. Γιατί βρέθηκε στο χέρι της με ένα θετικό τεστ εγκυμοσύνης και μια χούφτα βρεγμένα χαρτομάντηλα.

.................

Ο Σίλβερ αποφεύγει να συζητάει με την μητέρα του για την ερωτική του ζωή όπως ο διάολος το λιβάνι. Μα έπεσε στην ανάγκη της. Ναι, έπεσε στην ανάγκη της και τώρα πρέπει να μιλήσει στην Φράνσις για εκείνη την κοπέλα που του βασανίζει μυαλό, καρδιά και οτιδήποτε άλλο επηρεάζεται από εκείνη.

Η καλλιτέχνιδα αποφάσισε να αφιερώσει το ρεπό της εκείνο το απόγευμα της ίδιας Κυριακής για τον γιο της που φάνηκε τρομερά σκεπτικός στο τηλέφωνο. Άφησε ένα μεγάλο ποτήρι από το αγαπημένο του αναψυκτικό στο τραπέζι μπροστά του ενώ εκείνη έφτιαξε μια ζεστή σοκολάτα να πιει, η μέρα εξάλλου είναι πολύ κρύα.

«Λοιπόν, τι συνέβη;»

«Υπάρχει μια περίπτωση να μου αρέσει μια κοπέλα.»

«Είναι μεγάλη η περίπτωση;»

«Πολύ.»

«Μήπως είναι δεδομένο αυτό και όχι ζήτημα; Δεν ήρθες εδώ για να αποφασίσουμε αν σου αρέσει κάποια ή όχι, έτσι;»

«Έχεις δίκιο. Να το πω αλλιώς, λοιπόν, νομίζω ερωτεύτηκα μια κοπέλα.»

Η Φράνσις θέλει να χαμογελάσει αλλά δε το κάνει για να αφήσει τον μαντράχαλο γιο της να ξεκοκκινήσει πιο γρήγορα.

«Ωραία, σκεπτικό σε βρίσκω. Δεν σε θέλει;»

«Εδώ είναι το αστείο κομμάτι, νομίζω ότι με θέλει.»

«Από πού βγήκε το συμπέρασμα;»

«Προσπάθησε να με φιλήσει πολλάκις.»

«Και δεν την άφησες;»

«Όχι.»

«Είσαι βλάκας;»

«Μαμά!»

«Μου λες ότι την έχεις ερωτευτεί και όταν πάει να σε φιλήσει κάνεις πίσω, γιατί;»

«Γιατί είναι αδερφή του Κλάιντ.»

«Δεν είσαι βλάκας. Απομακρύνσου άμεσα.»

«Της έχω δώσει όνομα.»

«Είσαι μαλάκας;»

«Μαμά!»

«Χριστέ μου, που μπλέξατε και οι δύο...»

«Δεν ξέρω τι να κάνω... Να απομακρυνθώ δεν γίνεται, της έδωσα όνομα, έχω δαγκώσει λαμαρίνα. Μόνο να την αποφεύγω και να την διώχνω όποτε πάει να με φιλήσει μπορώ. Μόνο αυτό.»

«Ο Λέτερ τι λέει γι' αυτό;»

«Αλήθεια πιστεύεις ότι θα πάρω συμβουλές από έναν τύπο που κυνηγάει την Μπόνι δέκα χρόνια;»

«Ναι, είναι ο ιδανικός. Κάτι πρέπει να κάνει εξαιρετικά λάθος για να ξενέρωσε μέσα σε τρεις μήνες την Μπόνι και έκτοτε να μην τον κοιτάει καν.»

«Η Μπόνι έχει τον Κλάιντ τώρα.»

«Αυτό είναι μια λύση.»

Ο Σίλβερ γουρλώνει τα μάτια του και μένει έτσι για λίγο. «Δεν εννοείς να βρεθεί κάποιος άλλος έτσι;»

«Ναι, αυτό εννοώ.»

«Θέλεις να είμαι μίζερος;»

«Όχι, το αντίθετο. Θα την δεις με άλλον, για λίγο θα είσαι χάλια μα έπειτα θα είσαι εντάξει. Θα το ξεπεράσεις και θα βρεις την κατάλληλη.»

«Κι αν αυτή είναι η κατάλληλη;»

«Σίλβερ...»

Ο άνδρας μοιάζει σκεπτικός. Κοιτά το ποτήρι του έντονα και αφήνει την σιωπή στον χώρο να απορροφήσει τα λόγια της μητέρας του. Κάπου πιο πίσω ακούει και τις συμβουλές της αδερφής του. Όλα οδηγούν σε ένα μονάχα συμπέρασμα και παρόλο που φαίνεται ότι δεν είναι το σωστό, είναι αυτό που πρέπει να κάνει. Έχουν δίκιο.

Σηκώνεται να φύγει χωρίς άλλη κουβέντα. Φιλά την μαμά του, την αγκαλιάζει και φεύγει για το σπίτι των τριών διοικητών όπου μερικοί από τους είκοσι και κάποιοι από τους υπόλοιπους έχουν μαζευτεί και κάνουν ένα μικρό παρτάκι με την βοήθεια του Λέτερ που έχει όρεξη για πολύ ποτό και χορό.

Εκείνος δεν έχει όρεξη για τίποτα από αυτά όμως.

Μπαίνει στο σπίτι του μουτρωμένος, κάπως θυμωμένος και προσπερνά οποιονδήποτε πάει να του μιλήσει. Μόνο φευγαλέα κοιτά τον χώρο για να εντοπίσει την Γκόλντεν η οποία χορεύει όπως και τις προάλλες με όσους κλέφτες έχει η ομάδα.

Σφίγγει δόντια, παλάμες, δάχτυλα, χείλη, μάτι και συνεχίζει να ανεβαίνει τις μεγάλες σκάλες για να φτάσει στο δωμάτιό του όσο πιο γρήγορα γίνεται. Κλείνοντας την πόρτα κατάφερε να ξεσπάσει. Στα μη εύθραυστα του γραφείο του, στον τοίχο, στα παπούτσια του και οτιδήποτε βρέθηκε στον δρόμο του εν πάσει περιπτώσει.

Και η Φράνσις αλλά και η Μπόνι έχουν δίκιο.

Απλά θα του πάρει λίγο χρόνο να το αποδεχτεί.

Βαριανασαίνει και ετοιμάζεται να βγάλει τα ρούχα του για να κάνει εκείνο το τέλειο μπάνιο που τον ηρεμεί κάθε φορά. Μα η πόρτα ανοίγει και η Πέιτον μπαίνει στον χώρο με ένα τρομερά ανήσυχο βλέμμα. Πρώτα για την συμπεριφορά του νωρίτερα και έπειτα για την παρουσία του δωματίου του.

«Σίλβερ; Όλα καλά;»

Ο κλέφτης πρόλαβε να ανοίξει κάποιους φακέλους και προσποιείται πως ασχολείται με πράγματα της ομάδας. Δεν την κοιτά και έπειτα γνέφει ξεφυλλίζοντας κάτι για παλιές πληρωμές.

«Όλα καλά Πέιτον, πήγαινε κάτω.»

Η κοπέλα αποφάσισε να φύγει μα κάτι μέσα της της φωνάζει να μείνει, σαν να είναι όλα εναντίον του Σίλβερ ένα πράγμα. Και έτσι η κοπέλα ακούει την συνείδησή της, κάτι θα ξέρει κι αυτή.

Κλειδώνει την πόρτα και ξεκινά να μαζεύει ό,τι βρίσκει στα πόδια της πεταμένο.

«Κάτι έπαθες εσύ.»

«Ιδέα σου.»

«Δεν νομίζω...»

Μα δεν δίνει άλλο σημασία προς το παρόν. Φευγαλέα πέφτει το μάτι της πάνω του να τρίβει το μέτωπό του και να ανασαίνει βαριά. Κλειστά μάτια, ξανά κλειστά χείλη και ένα στέρνο να ανεβοκατεβαίνει γρήγορα.

Η Πέιτον σκέφτεται κάτι για κρίση πανικού και τώρα πανικοβάλλεται και η ίδια. Αφήνει τα πράγματα που κρατά κάτω και τον πλησιάζει γρήγορα και έντονα. Τραβά τα χέρια του από το πρόσωπό του και στέκεται όρθια μπροστά του να προσπαθεί να αποκωδικοποιήσει εκείνο το χαμένο βλέμμα του που της χάρισε μόλις λίγα δευτερόλεπτα.

«Ανησυχώ στ' αλήθεια τώρα.»

«Είμαι καλά, δεν χρειάζεται να χαλάς το κέφι σου.»

Ο Σίλβερ την κοιτά να στέκεται ευθύς του και αγνοεί το σφίξιμο καθώς φαντάζεται εκείνους στο πάρτι να την ακουμπούν σε σημεία που δεν πρέπει να ακουμπά κανένας άλλος στην πραγματικότητα πέρα από εκείνον.

Αλλά τα πρέπει είναι πρέπει και οφείλει να τα ακολουθήσει.

«Παθαίνεις συχνά κρίση πανικού;»

«Κρίση πανικού;» χαζογελάει εκείνος, «Καμία σχέση.»

Η κοπέλα ανακουφίζεται μα η ανησυχία δεν φεύγει ολοκληρωτικά. «Μήπως ήταν κρίση άγχους; Κάτι έβλεπες για την ομάδα, φαντάζομαι αυτό φταίει.»

«Πέιτον δεν έχει να κάνει με την ομάδα, εντάξει;»

«Και τότε;»

Κάποιος άγγελος εξ ουρανού τον συμβουλεύει να πει την αλήθεια. «Για εσένα κάνω έτσι.»

Και η κοπέλα πισωπατεί και μένει έκπληκτη. Εκείνος αλλιώς το εννοεί και εκείνη αλλιώς το καταλαβαίνει. «Δεν ήξερα ότι σου προκαλώ τόση δυσφορία, συγγνώμη.» Η φωνή της σβήνει στα μισά. Τα χαρακτηριστικά της έχουν πέσει και μοιάζει έτοιμη να κλάψει. Κάνει άλλα δύο βήματα πίσω.

Αυτό είναι. Αυτή είναι η λύση. Έτσι θα ακολουθήσει αυτό που του λένε η Φράνσις και η Μπόνι.

«Π-πάω, αν χρειάζεσαι κάτι μπορώ να ειδοποιήσω κάποιον να έρθει.»

Κοιτά το έδαφος, το ταβάνι, το κρεβάτι, τον τοίχο, οτιδήποτε άλλο εκτός από τον κλέφτη. Περιμένει μια απάντηση για να φύγει ολοκληρωτικά από εκεί πέρα. Και έπειτα θα ζητήσει από την Μπόνι να φύγει από την ομάδα, εξάλλου δεν κάνει και τίποτε σημαντικό. Θα είναι μια ανακούφιση για τον Σίλβερ, σκέφτεται.

Μα εκείνος δεν της απαντά.

Σηκώνεται όρθιος και με δύο μεγάλα βήματά του την φτάνει. Πρέπει, πρέπει, πρέπει.

«Μην φύγεις.»

Και η κοπέλα κάνει ένα βήμα πίσω.

«Όχι, Πέιτον, μην φύγεις.»

Στο επόμενο βήμα φτάνει την πόρτα.

Και στο επόμενο δικό του, την φτάνει. Τα χέρια το φυλακίζουν το πρόσωπό της και δύο χείλη που τρέμουν από ανυπομονησία πλησιάζουν τα μισάνοιχτα θλιμμένα.

Δύο ανάσες ενώνονται και έπειτα δύο χείλη γίνονται ένα.

 Τα πόδια του κλέφτη μοιάζουν ασταθή καθώς ακούει έναν μικρό λυγμό ανακούφισης από τα χείλη της. Τα χέρια του αγκαλιάζουν το σώμα της και τα δικά της βρίσκουν το μέρος τους στο δικό του.

Όσο πιο έντονο γίνεται το φιλί τους, τόσο πιο πολύ η Πέιτον θέλει περισσότερα και όλο και μεγαλύτερα είναι τα «πρέπει» στο μυαλό του. Μα τώρα έγινε και δεν σκοπεύει να πάρει τίποτα πίσω.

Έτσι, όταν η κοπέλα βγάζει την μπλούζα του, εκείνος βγάζει την δικιά της και την μεταφέρει στο κρεβάτι του βάζοντας την απαλά να ξαπλώσει κάτω του, έτοιμη για να την γεμίσει.

Η κοπέλα ανοίγει τα πόδια της χωρίς να της το πει. Και όταν ο κλέφτης εκμεταλλεύεται την κίνησή της, τον αφήνει να ακούσει πόσο την ευχαριστεί. Η αίσθηση της είναι για εκείνον ένα αριστούργημα, μια στενή επαφή με πολλή υγρασία και ζέστη.

Το να κινείται μέσα της είναι για εκείνον δύσκολο. Κάθε ώθηση όλο και πιο βαθιά της τον φέρνει στα άκρα μα θέλει κι άλλο, δεν αφήνεται στιγμή μέχρι να αφεθεί εκεί. Και παρόλο που τον βασανίζει αυξάνει ταχύτητα, γίνεται έντονος, κοφτός και με φόρα μπαίνει και βγαίνει αφήνοντας τις δικές του μικρές φωνές που αφήνει να μπλεχτούν με τις δικές της.

Και αν η μικρή δεν άλλαζε την θέση της και δεν καθόταν πάνω του, τότε ίσως και να τελείωνε αμέσως, μα έτσι του δίνει λίγο ακόμη χρόνο. Το γυμνό της κορμί χορεύει πάνω στο δικό του όσο την γεμίζει συνεχόμενα και εκείνος την κοιτά λαχανιασμένος να απολαμβάνει το δικό της παιχνίδι με κλειστά μάτια.

Ο Σίλβερ δεν μπορεί να αντέξει άλλο. Με το ένα του χέρι αγγίζει το στήθος της και με το άλλο παίζει με το δικό της τρομερά ευαίσθητο σημείο που φαίνεται να την φτάνει στην κορύφωση αμέσως. Εκείνος δεν αργεί να έρθει μαζί της.

Τώρα ο κλέφτης ξέρει.

Ξέρει πως πριν τα «πρέπει» του χτυπήσουν την πόρτα δυνατά, θα έχει νιώσει στο πετσί του όλα τα «θέλω» του.



Επεισόδιο Εξομολόγησης 89:
Κοιμήθηκα ξανά στις τέσσερις για να γράψω ένα κεφάλαιο που τελειώνει (και όχι μόνο αυτό) κάπως έτσι. Χμ, βεβαίως!

Ναι αλλά για να δούμε...
Έχουμε Λετερ και γνωριμία με την φαμίλια, έχουμε Μαριαν και ο χωρισμός της ο υποτιθέμενος με το αμόρε, έχουμε συζήτηση μάνα και γιου για το τι πρέπει να κάνουμε και έχουμε και τον γιο να τα γράφει όλα στα αρχίδια του και να πηδ- ερωτοτροπεί με τον έρωτα του.

Καλά πήγε αυτό. Πώς σας φάνηκε. Εντυπώσεις;έχετε κάτι να πείτε; κάτι να προτείνετε; κάτι να σχολιάσετε;

Αν όχι, δεν πειράζει τα λέμε στο επόμενο που ελπίζω να έρθει γρήγορα.. χοχο!

-Φέικ Σίλβερ-

Continue Reading

You'll Also Like

761K 33.4K 55
Απόσπασμα: Σου έλειψα;» Ειπε διακόπτοντας την ησυχία «Τι;» Ρώτησα μπερδεμένη «Με άκουσες γατακι» ειπε παιχνιδιάρικα «Εγω σου έλειψα;» Αντιστρεψα τ...
496K 17.8K 46
Αυτοί ήταν έφηβοι ,ήταν ανώριμοι .Έπαιξαν με τα συναισθήματα των άλλων .Το μέλλον τους δίνει μία ευκαιρία να επανορθώσουν .Αυτοί θα την εκμεταλλευτού...
350K 16.6K 100
"ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΝΑ ΣΕ ΞΑΝΑΔΏ ΜΠΡΟΣΤΆ ΜΟΥ" μου φωνάζει καθώς πιάνει ένα βάζο και το ρίχνει στο πάτωμα. Χιλιάδες γυαλιά εκτοξεύονται στο πάτωμα ενώ μερικά στ...
396K 19K 70
"Κλείσε τα μάτια σου" μου λέει στο άσχετο και πλέον ήρεμος. Προσπαθώ να χαλαρώσω τις ανάσες μου από την ένταση της στιγμής. "Τι;" τον ρωτάω στην προσ...