Bonnie And Clyde

By pseudargyros

41.1K 4.5K 7.9K

Ο Μπλέικ υποχρεώνεται να κλέβει για να μπορέσει να ζήσει εκείνον και την οικογένειά του. Όταν μια μεγάλη επαγ... More

Πρόλογος
𝑰. Χαλκός, χρυσός και... Σίλβερ!
𝑰𝑰. Οι κερασιές της Ιαπωνίας
𝑰𝑰𝑰. Το ποτό της τιμής
𝑰𝑽. 1184
𝑽. Careless Whisper
𝑽𝑰. Ένα βράδυ που έβρεχε
𝑽𝑰𝑰. Ο ουρανός με τ' άστρα
𝑽𝑰𝑰𝑰. Κρατάς μυστικό;
𝑰𝑿. Ένα Γράμμα να μου στείλεις..
𝑿. Let the masks fall
𝑿𝑰. Με πνίγει τούτη η σιωπή
𝑿𝑰𝑰. Thankful and blessed!
𝑿𝑰𝑰𝑰. Το μουσείο των ευχών
𝑿𝑰𝑽. 50 αποχρώσεις της αμφιβολίας
𝑿𝑽. Fuck it up, Letter
𝑿𝑽𝑰𝑰. Το Πνεύμα των Χριστουγέννων
𝑿𝑽𝑰𝑰𝑰. Out of Breath
𝑿𝑰𝑿. Πληγές του Παρελθόντος
𝑿𝑿. Πηλός, μελάνι και βελόνες
𝑿𝑿𝑰. Υστερόγραφο Γενεθλίων
𝑿𝑿𝑰𝑰. Oh! Captain, my Captain!
𝑿𝑿𝑰𝑰𝑰. Λεπίδες και Αίματα
𝑿𝑿𝑰𝑽. Περασμένα ξεχασμένα
𝑿𝑿𝑽. Σώμα από Χώμα και Νερό
𝑿𝑿𝑽𝑰. Τικ, τοκ, ο χρόνος σου τελειώνει
𝑿𝑿𝑽𝑰𝑰. Το κουτί της Πανδώρας
𝑿𝑿𝑽𝑰𝑰𝑰. Παραμύθι Χωρίς Όνομα
𝑿𝑿𝑰𝑿. Τατουάζ Ξεθωριασμένα
𝑿𝑿𝑿. Τράβα Σκανδάλη
𝑿𝑿𝑿𝑰. Νέα Δεδομένα
𝑿𝑿𝑿𝑰𝑰. Μικρά Βήματα, Μεγάλες Αποφάσεις
𝑿𝑿𝑿𝑰𝑰𝑰. Φίλε έλα απόψε που πονάω
𝑿𝑿𝑿𝑰𝑽. Στα Παλιά Λημέρια
𝑿𝑿𝑿𝑽. Στο Ασανσέρ που Συναντιόμαστε
𝑿𝑿𝑿𝑽𝑰. Επιθυμίες και Αδυναμίες
𝑿𝑿𝑿𝑽𝑰𝑰. Και το όνομα αυτού...
Επίλογος

𝑿𝑽𝑰. Οικογενειακή υπόθεση

1K 124 251
By pseudargyros

Η βαβούρα από την αποκάλυψη του τατουάζ ολοκληρώνεται την στιγμή που ο Κλάιντ κάθεται για τα καλά στην καρέκλα του και δείχνει ελάχιστα εκνευρισμένος. Από την φούρια της προηγούμενης έντασης προσπαθεί να ηρεμήσει όσο η Μπόνι τον πλησιάζει με την δική της καρέκλα για να τον βοηθήσει. Στην θέα όμως του τσιτωμένου του προσώπου και της κοφτερής του ματιάς, αποφασίζει πως ίσως δεν πρέπει να κάνει αυτό που σκέφτεται.

Τελικά, η συζήτηση συνεχίζεται σχετικά με τις ομάδες. Ο Μπλου και η Σκάι, η Μπόνι και ο Κλάιντ, ο Κάπτεν και ο Μπλοκ, η Περλ και ο Πινκ, αλλά και τα υπόλοιπα έξι ζευγάρια που σχηματίζονται, χωρίζονται σε δύο μεγαλύτερες ομάδες για την καλύτερη οργάνωση της διαμοίρασης των χρημάτων και των τροφίμων.

Λίγο πριν το συμβούλιο ολοκληρωθεί και η κουβέντα λήξει, ο Κάπτεν πετάγεται αμέσως με την καθιερωμένη του πρόταση. «Θα κάνουμε κάτι το βραδάκι; Δεν είμαι για σπίτι σήμερα...»

«Έχετε όρεξη για κλαμπάκι;» Ο Σίλβερ απευθύνεται σε όλους και η πρότασή του φέρνει δυσανασχέτηση στους πάντες, εκτός από τον Κάπτεν.

«Κουνηθείτε λίγο μωρέ, λες και είμαστε γέροι κάνετε!»

«Θέλετε να καθίσουμε χαλαρά στον κήπο, να βουτήξουμε και στην πισίνα...» προτείνει ο Μπλου και όλοι φαίνονται να συμβαδίζουν περισσότερο με αυτή την ιδέα.

«Δεκέμβρη μήνα;»

«Είμαι χειμερινός κολυμβητής εγώ!» Τον αγνοούν όλοι και στρέφονται στον επόμενο που ρωτά κάτι.

«Να φωνάξουμε και τον Πάρτι, για τα ποτά;»

«Θα φτιάξει ο καθένας το δικό του, ή θα προσπαθήσουμε τουλάχιστον.»

Την λύση την δίνει η Μπόνι και έτσι η «έξοδός» τους κανονίζεται λίγο αργότερα για ώρα και τα λοιπά σχέδια που θα επιφυλάξει η βραδιά μένουν σιωπηλά στα χείλη όλων.

«Είστε ελεύθεροι, σας περιμένουμε αργότερα.»

Με την προτροπή του Σίλβερ, όλοι σηκώθηκαν όρθιοι και κατευθύνθηκαν προς την έξοδο, εκτός από τον Κλάιντ, ο οποίος χωρίς να περιμένει την γκριζομάλλα κλέφτρα να περάσει μπροστά του, πηγαίνει με σιγουριά στο δωμάτιό της ώστε να αλλάξει ρούχα και να πάρει τελικά τα πράγματά του.

Αντιλαμβάνεται πως δεν τον ακολουθεί όταν κλείνει την πόρτα στο δωμάτιό της και εκείνη δεν ανοίγει για τα επόμενα λεπτά. Το μυαλό του μπορεί να φανταστεί τον λόγο οπότε χωρίς να καθυστερεί παραπάνω, ντύνεται με τα χθεσινοβραδινά του ρούχα και ελέγχοντας ότι έχει πάνω του όλα του τα αντικείμενα, φεύγει σιωπηλός.

Περνώντας από το γυάλινο δωμάτιο βλέπεις τους τρεις επικεφαλής να κάθονται στις καρέκλες τους, με τους δύο από αυτούς να έχουν πιο έντονες εκφράσεις από την τρίτη.

Ο κλέφτης έξω από το δωμάτιο αποφασίζει πως δεν θα ήταν καλή στιγμή να τους χαιρετήσει οπότε φεύγει χαλαρός, χωρίς να πει τίποτε και στην Μπόνι. Η ίδια, βέβαια, δεν φαίνεται να την απασχολεί τόσο αυτό, όσο η συζήτηση με τον Λέτερ και τον αδερφό της.

«Γιατί δεν μας το είπες ότι έκανε το τατουάζ;»

«Γιατί ήξερα ότι θα με σταματούσατε.»

«Θα είχαμε λόγο!»

«Καλά, ο Σίλβερ σιγά μην μου έλεγε τίποτα. Εσύ κάτι θα έλεγες!» Ο Λέτερ σφίγγει το σαγόνι του παραπάνω. Έχει δίκιο η κοπέλα, ο κολλητός του πράγματι δεν θα εμφάνιζε καμία αντίθεση.

«Έγινα ρεζίλι, έπρεπε να το είχες πει!»

«Ρεζίλι έγινες επειδή χώνεις την μύτη σου εκεί που δεν σε αφορά. Έπρεπε κάποιος να σε βάλει στην θέση σου επιτέλους και αφού δεν καταλαβαίνεις από εμένα ή τον Σίλβερ, το έκανε ο Κλάιντ. Έχεις κουράσει.»

«Μπόνι, μίλα του καλύτερα σε παρακαλώ», επεμβαίνει ο αδερφός της.

«Γιατί; Όσο τον έπαιρνα με το καλό μου έκανε την ζωή μου δύσκολη, με πίεζε, με εγκλώβιζε και δεν με άφηνε να ζήσω, να ερωτευτώ, να χαμογελάσω, να φλερτάρω! Τώρα μπορώ να κάνω όλα χρόνια δεν με άφηνε και θα τα κάνω, αν χρειαστεί να του μιλήσω με τον χειρότερο τρόπο για να καταλάβει επιτέλους ότι δεν τον θέλω, δεν είμαι ερωτευμένη μαζί του, τότε θα το κάνω! Αλήθεια!»

Η κλέφτρα είναι εξαγριωμένη, πράγματι. Έχει σηκωθεί από την θέση της και μπορεί να μην περπατά σε όλο το δωμάτιο θυμωμένη, μα λαχανιάζει από το αίμα που τρέχει γρήγορα σε όλο της το σώμα και ζεσταίνεται από την οργή της.

«Δεν ήξερα πως ένιωθες έτσι....» ακούγεται σιγανά ο Λέτερ.

«Δεν ήξερες; ΔΕΝ ΗΞΕΡΕΣ; Θες να με τρελάνεις;» Αφήνει ένα ειρωνικό γέλιο να ξεφύγει από τα χείλη της και έπειτα συνεχίζει. «Έδιωχνες όποιον με πλησίαζε, η δυσαρέσκειά μου κάθε φορά που με αγκάλιαζες, που με ζήλευες, που εμφανιζόσουν στο δωμάτιό μου την νύχτα και ξάπλωνες μαζί μου χωρίς να με ρωτάς ήταν φως φανάρι! Με φιλούσες και δεν το ένιωθα, σε έδιωχνα και εσύ δεν έφευγες! Δεν καταλάβαινες τίποτα;»

Σιωπή και από τους δύο.

«Δεν είσαι χαζός, δεν είσαι ηλίθιος, αντίθετα είσαι πανέξυπνος και νόμιζες ότι έτσι θα σε ερωτευόμουν!» του φωνάζει μέσα στο πρόσωπο. Γυρνά και κοιτά τον αδερφό της έξαλλη. «Κι εσύ το άφηνες! Βέβαια, τι τύχη, ο κολλητός σου με την αδερφή σου! Τον άφηνες να με ακουμπά ενώ με έβλεπες δυστυχισμένη!»

Ο Λέτερ κλείνει ευθύς τα αφτιά του και σφίγγει τα μάτια του σαν να πονάει.

Και, όντως, πονά να τα ακούει όλα αυτά.

Πονάει να ακούει πως η Μπόνι, το κορίτσι που ερωτεύτηκε από την πρώτη στιγμή που αντίκρυσε, είναι δυστυχισμένη ακόμη κι όταν την ακουμπά.

«Και τώρα σας πείραξε ότι γνώρισα τον Κλάιντ στην μαμά; Σας πείραξε που ο άνθρωπος που του έδωσα όνομα έχει το τατουάζ για το οποίο μιλάω εδώ και χρόνια; Σας πείραξε;»

Παίρνει μια βαθιά ανάσα, αρκετή για να ηρεμήσει έστω και λίγο.

«Είναι καλός κλέφτης, είναι καλός άνθρωπος. Με σέβεται, μου συμπεριφέρεται όπως θέλω. Σαν να μου τον έστειλε ο ίδιος ο Θεός...»

«Κορίτσι μου δεν στον έστειλε όμως ο Θεός...»

«Το ξέρω. Αλλά είμαι χαρούμενη μαζί του, εντάξει; Και δεν θα έδινα σε άλλον όνομα, το ξέρεις αυτό Σίλβερ. Δεν θα άλλαζα τον Κλάιντ για κανέναν άλλον κλέφτη.»

Ο Λέτερ συνεχίζει να μην την κοιτά στα μάτια, ωστόσο την ακούει να μιλά και αισθάνεται αδύναμος από τα χτυπήματά της.

«Εσύ ξέρεις.» Ο Σίλβερ σηκώνεται από την θέση του και την πλησιάζει κάπως διστακτικά. Τυλίγει, ωστόσο, αποφασιστικά τα χέρια του γύρω της και ενώ δεν το περίμενε η αδερφή του να ανταποδώσει σε αυτή την αγκαλιά, φαίνεται παραπάνω από ανακουφισμένος όταν η Μπόνι σφίγγει την μέση του.

Η πόρτα του γυάλινου δωματίου ανοίγει και κλείνει, με μια γρήγορη ματιά ο Λέτερ δεν είναι στο δωμάτιο και η γκριζομάλλα δεν μπορούσε να ενδιαφερθεί λιγότερο.

«Μην μου ζητήσεις να του μιλήσω.»

«Δεν θα το έκανα. Συγγνώμη που δεν ήξερα ή δεν είχα καταλάβει...»

«Δεκτό.»

Ο αδερφός της της ανακατεύει τα μαλλιά και προκαλεί το μικρό πνιχτό της γέλιο. Με μια γρήγορη ακόμη αγκαλιά φεύγουν μαζί από το δωμάτιο, ωστόσο αποχωρίζονται όταν ο Σίλβερ χτυπά την πόρτα του κολλητού του και η Μπόνι μπαίνει αδιάφορα στο δικό της.





Λίγο πριν ο Κλάιντ φτάσει στο σπίτι των διοικητών της ομάδας για την βραδινή τους μάζωξη, περνά από την μητέρα του, θέλοντας να της αφήσει μερικά λεφτά ακόμη, αφού από τις εισπράξεις της προηγούμενης ημέρας ο καθένας έλαβε ένα εξαψήφιο νούμερο στον τραπεζικό του λογαριασμό.

Ο κλέφτης έχει φροντίσει και έχει φτιάξει έναν αποταμιευτικό, στον οποίο φροντίζει να κρατήσει χρήματα για εκείνον αλλά και για την οικογένειά του, σε μια δύσκολη στιγμή ή και για όταν η μητέρα του, Μαριάν, αποφασίσει πως έχει κουραστεί.

Αυτό, δεν το ξέρουν όμως ούτε η αδερφή του αλλά ούτε και εκείνη και για να μην υποψιαστούν το οτιδήποτε, ο Κλάιντ τους αφήνει συχνά τρόφιμα ή χρήματα. Κρυφά κρυφά περνά και από άλλα σπίτια της παλιάς του γειτονιάς και αφήνει σε όσες νοικοκυρές έχουν ανάγκη κάποια χρήματα που τους ελαφραίνουν.

Σήμερα, λοιπόν, αφού χαιρέτησε όλες εκείνες τις κυρίες που τον χρειάζονται, περνά από το σπίτι της μητέρας του ενθουσιασμένος που θα την δει μετά από αρκετές μέρες. Τελευταία δεν προλάβαινε να την βλέπει, οι ώρες τους δεν συνέπεπταν, κάτι που άλλαξε.

Παρκάρει έξω από το παλιό του σπίτι και με τα κλειδιά στο χέρι κοιτά γύρω του λίγο πριν ανοίξει. Ο παλιός του φίλος και συνεργός, Τσακ, καπνίζει λίγο πιο πέρα από το σπίτι του και χωρίς να τον έχει δει, κοιτά το ρολόι στο χέρι του και στέλνει κάπου μήνυμα. Μοιάζει ανυπόμονος και από το ντύσιμό του φαίνεται ότι θα πήγαινε σε κάποια εκδήλωση, ή μια απλή βόλτα.

Ο Κλάιντ δεν δίνει σημασία και τελικά κλείνει την εξώπορτα πίσω του την στιγμή που η μητέρα του τον πλησιάζει και τον αγκαλιάζει. Αφήνει τα λεφτά στην άκρη του τραπεζιού και με το βλέμμα του ψάχνει την αδερφή του.

«Η Πέιτον;»

«Ετοιμάζεται...»

«Θα βγει;»

«Έτσι μου είπε.»

Περπατά προς το δωμάτιό της και η κλειστή της πόρτα δεν είναι εμπόδιο για εκείνον. Χτυπά μονάχα για να βεβαιωθεί πως δεν θα την δει γυμνή, μα με το δικό της σήμα την ανοίγει και τελικά την βρίσκει μπροστά από έναν ολόσωμο καθρέφτη να κοιτά το είδωλό της σε αυτόν.

Φορά ένα μακρύ μαύρο φόρεμα και έχει πιάσει τα καστανά μαλλιά της ψηλά. Δεν έχει βαφτεί, μόνο ένα ζευγάρι πέρλες φορά για σκουλαρίκια.

«Να σε πάω κάπου;» την ρωτά χαμογελώντας, στηριζόμενος στο κούφωμα της πόρτας.

«Όχι, με περιμένουν ήδη.»

Το μυαλό του δουλεύει γρήγορα και τρέχει εκεί που πρέπει.

«Ποιος σε περιμένει;»

«Ένας, δεν τον ξέρεις.»

«Να τον μάθω τότε.»

Ο Κλάιντ είχε από παλιά τους ενδοιασμούς του με τον Τσακ και την αδερφή του. Ξέρει πολύ καλά πως συμπεριφέρεται στις κοπέλες που βγαίνει και ξέρει πολλές λεπτομέρειες και για την σεξουαλική του ζωή, τις οποίες η Πέιτον δεν θα ήθελε να περάσει.

«Θα τον μάθεις κάποια στιγμή.»

«Σου έχω πει ότι δεν θέλω να βγεις ποτέ με τον Τσακ, εσύ γιατί κάνεις του κεφαλιού σου;»

«Τι πρόβλημα έχεις Μπλέικ; Εμένα μου αρέσει, του αρέσω κι εγώ...»

«Έκανα αρκετά χρόνια παρέα μαζί του για να ξέρω όλα όσα με κάνουν να μην σε θε΄λω κοντά του. Ούτε να τον πλησιάζεις!»

«Μα αφού με θέλει!»

«Το ίδιο λέει και σε άλλες τρεις κοπέλες, όποια του κάτσει!»

Η Πέιτον μένει έκπληκτη να τον κοιτά, λες και το μυαλό της δεν πήγε ποτέ προς εκείνες τις σκέψεις. «Δεν το ξέρεις αυτό...»

«Το λέω επειδή το ξέρω, το έκανε παλιά, το κάνει και τώρα. Ο άνθρωπος δεν αλλάζει.»

«Μπορεί να άλλαξε, δεν το ξέρεις.»

«Δεν θα βγεις μαζί του Πέιτον, εντάξει;»

Η κοπέλα πέφτει με φόρα στο κρεβάτι κατσουφιασμένη, ξέροντας πως ο αδερφός της δεν θα την άφηνε εκείνη την μέρα να τον δει. Είναι έτοιμη να βγάλει το φόρεμα της οργισμένη όταν εκείνος την σταματά.

«Μην ξεντύνεσαι, θα έρθεις μαζί μου.» Σαν να μην την εμπιστεύεται, που αυτό συμβαίνει, την δελεάζει σε μια έξοδο μαζί του. Από πάντα η μικρή του αδερφή τον ρωτούσε αν μπορεί αν την παίρνει μαζί του στις βόλτες του και ειδικά τώρα με την νέα του δουλειά, είχε μπει πολλές φορές σε πειρασμό να τον ρωτήσει. Ο Κλάιντ αυτό το είχε καταλάβει και φρόντισε να το χρησιμοποιήσει την καταλληλότερη στιγμή.

«Που θα πάμε;»

«Στο σπίτι της Μπόνι.»

Η νεαρή κοπέλα σηκώνεται ευθύς όρθια και φορά τα παπούτσια της ενθουσιασμένη. Η μητέρα της ανακουφίζεται αμέσως όταν καταλαβαίνει ότι δεν θα βγει με τον Τσακ και με μια ματιά ευγνωμοσύνης ευχαριστεί τον γιο της που το απέτρεψε. Μέσα της βέβαια ξέρει πως αυτή η βόλτα με τον παλιό φίλο του Μπλέικ δεν θα αργήσει, ελπίζει όμως σε ένα θαύμα.

Η Πέιτον αγκαλιάζει σφιχτά την Μαριάν και περιμένει τον Κλάιντ που την φιλά σταυρωτά να την ακολουθήσει.

«Μην την περιμένεις σπίτι, θα κοιμηθεί σε εμένα. Να μην ανησυχείς.»

Και η Μαριάν αμέσως ησύχασε.

Όταν η Πέιτον κατεβάζει το πόμολο της εξώπορτας, ο Κλάιντ την σταματά με το χέρι του να πιάνει γερά το δικό της.

«Τώρα που θα βγούμε, θα πας κατευθείαν στο αμάξι. Δεν θα μιλήσεις καθόλου στον Τσακ και θα με περιμένεις υπομονετικά. Εντάξει;»

«Εντάξει.» Το αυστηρό του ύφος πιάνει πάντα στην μικρή του αδερφή. Της χαμογελά λίγο πριν ανοίξει η πόρτα ώστε να της θυμίσει πως είναι ο μεγάλος της αδερφός και όχι ο αυστηρός πατέρας.

Βγαίνει πρώτα εκείνος, με την Πέιτον πίσω του να κάνει ακριβώς αυτό που της είπε. Παίρνει από το χέρι του τα κλειδιά του μαύρου του αυτοκινήτου και κάθεται στον συνοδηγό χωρίς να κοιτάξει καν τον Τσακ.

Εκείνος, δε, μένει να την κοιτά έκπληκτος. Αντιλαμβανόμενος τον παλιό του φίλο που τον πλησιάζει, αισθάνεται τον κόμπο στο στομάχι του να γίνεται πιο σφιχτός και ο λαιμός του ξεραίνεται αυτόματα.

Δεν μοιάζει χαρούμενος ο Μπλέικ στα μάτια του γιατί δεν είναι. Τον είχε προειδοποιήσει πολλές φορές εξάλλου να μην προσεγγίσει την αδερφή του και ειδικά τώρα που ο παλιόφιλός του έμπλεξε με την μπατσαρία δεν θα ήθελε να τον σύρει σε λημέρια που δεν θα του αρέσουν.

«Για να μην χάνουμε χρόνο. Κάτι σου έχω πει, την αδερφή μου δεν θα την πλησιάσεις ξανά. Εντάξει; Ούτε μήνυμα, θα διαγράψεις τον αριθμό της και στον δρόμο θα την χαιρετάς μόνο αν νιώθεις τυχερός εκείνη την μέρα ότι δεν θα με βρεις μπροστά σου. Άσε την εσύ ήσυχη και θα το κάνει κι αυτή. Έγινα κατανοητός;»

Ο έντρομος κλέφτης γνέφει γρήγορα και χωρίς να του απαντά, παρακολουθεί τον σκουρομάλλη να απομακρύνεται και τελικά να μπαίνει στο αμάξι του. Όταν το μαύρο όχημα περνά από μπροστά του δεν τολμά ούτε να κοιτάξει την Πέιτον η οποία όσο κι αν ήθελε, δεν μπόρεσε να μην του χαμογελάσει.

«Ο Τσακ δεν θα σε ενοχλήσει ξανά, το ίδιο θα κάνεις κι εσύ.»

«Μάλιστα.»

Όπως τον κοιτά, η Πέιτον αισθάνεται πως ο αδερφός της έχει νεύρα. Δεν μιλά, δεν την ρωτά αν είναι καλά, δεν την ρωτά για την σχολή της, δεν της κάνει πλάκα. Μόνο αυξάνει τον ήχο στο ραδιόφωνο και έπειτα κοιτά τον δρόμο, με το βλέμμα του να μένει εκεί καρφωμένο.

«Τόσο πολύ νευρίασες που θα έβγαινα με τον Τσακ;»

«Αφού σου έχω μιλήσει γι' αυτό εδώ και αρκετό καιρό. Πάρα πολλές φορές το έχουμε συζητήσει, ο Τσακ δεν είναι για εσένα.»

Η κοπέλα ξεφυσά απογοητευμένη από τον ίδιο της τον εαυτό. Ο αδερφός της κοιτά το καλό της και εκείνη δείχνει να μην ενδιαφέρεται, νιώθει κάπως αχάριστη.

«Συγγνώμη.»

«Μην ζητάς συγγνώμη. Απλώς μην του μιλήσεις ξανά κι εγώ θα είμαι ήσυχος.»

«Δεν θα του μιλήσω ξανά, αλήθεια. Στο υπόσχομαι!»

Δεν της απαντά, αλλά μειδιάζει και συνεχίζει να οδηγεί για μερικά λεπτά ακόμη. Όταν φτάνουν έξω από το μεγάλο οικόπεδο των διοικητών, η Πέιτον μένει με ανοιχτό το στόμα και κοιτά την πολυτελή είσοδο.

«Που να δεις και το εσωτερικό.»

Την πιάνει από το χέρι σφιχτά και την τραβά κοντά του, θέλοντας να την προφυλάξει από τυχόν καλεσμένους για τους οποίους εκείνος δεν γνωρίζει. Προχωρώντας προς την μεγάλη πόρτα του σπιτιού, κοιτά την αδερφή του για ακόμη μια φορά. Μοιάζει εκστασιασμένη.

«Δεν θα μιλήσεις σε κανέναν αν δεν τον ξέρεις.»

«Μόνο την Μπόνι ξέρω.»

«Στα λόγια μου έρχεσαι.»

Η Πέιτον γνέφει αμέσως και σκοπεύει να κρατήσει τον λόγο της αυτή τη φορά. Συνεχίζει να περπατά δίπλα του και κοιτά ταυτόχρονα με εκείνον μέσα από την μεγάλη τζαμαρία τον κήπο.

Ο Κλάιντ εντοπίζει την Μπόνι αμέσως, ενώ δεν βλέπει πουθενά τον Λέτερ και τον Σίλβερ. Η γκριζομάλλα, τουλάχιστον, τον πλησιάζει με ταχύ βήμα και μπερδεμένη έκφραση καθώς το βλέμμα της εναλλάσσεται από τον κλέφτη στην αδερφή του.

«Απασχόλησέ την για λίγο, πρέπει να μιλήσω στον Σίλβερ.»

«Είναι πάνω, στο δωμάτιο του Λέτερ.»

Δεν του χαμογελά, δεν της χαμογελά. Δεν αγκαλιάζονται.

Εκείνος την αφήνει μόνη της με την αδερφή του και γυρίζει προς τις σκάλες που οδηγούν στα δωμάτια των τριών διοικητών. Η Μπόνι χαμογελά θερμά στην Πέιτον και εκείνη ανταποδίδει ευθύς.

«Θα πάμε να κάτσουμε έξω, εντάξει; Όλα τα παιδιά είναι τρομερά φιλικά, νιώσε σαν στο σπίτι σου. Θέλεις να σου φτιάξω κάτι να πιείς;» Περπατούν μαζί προς την μεγάλη μπάρα όπου προς το παρόν δεν κάθεται κανένας. Η καστανομάλλα κοιτά τα ποτά και τα ποτήρια γύρω της με μια ευχάριστη έκπληξη ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της.

«Δεν ξέρω αν θα με άφηνε ο Μπλέικ να πιώ κάτι...»

«Δεν θα τον ρωτήσουμε. Να σου φτιάξω μια μαργαρίτα, που την κάνω ωραία;»

«Δεν έχω πιεί ξανά, είναι ωραία;»

Η Μπόνι της χαμογελά πλατιά και της κλείνει το μάτι. Ξεκινά με όχι τόσο γρήγορες αλλά μεθοδικές κινήσεις να φτιάχνει το πιο εύκολο ποτό που ξέρει. Κάθε λίγο και λιγάκι σηκώνει το βλέμμα της και κοιτά τους υπόλοιπους μαζεμένους κλέφτες που έχουν καρφώσει τις ματιές τους προς το μέρος τους. Ο Κάπτεν φάνηκε πρόθυμος να πλησιάσει αλλά η Μπόνι τον κατακεραύνωσε ευθύς με το βλέμμα της, οπότε κάθισε στην θέση του αμέσως.

«Πέιτον, αγάπη μου, μόνο μια επιθυμία έχω από εσένα.»

«Ό,τι θέλεις Μπόνι!»

Της δίνει το ποτό της και έπειτα φτάνει δίπλα της. Λίγο πριν προχωρήσουν προς τους κλέφτες που τους περιμένουν ανυπόμονα, σταματούν.

«Όποιος σε ρωτήσει το όνομά σου ή τέλος πάντων, ποια είσαι θα απαντάς πως είσαι η αδερφή του Κλάιντ.»

«Κλάιντ;»

«Θα στο εξηγήσουμε με τον αδερφό σου κάποια άλλη στιγμή. Είναι σημαντικό να μην σου ξεφύγει το πραγματικό του όνομα. Το 'χεις;» Η κοπέλα γνέφει με σιγουριά και η Μπόνι μοιάζει να ανακουφίζεται στην στιγμή.

Φτάνουν τελικά στην μεγάλη παρέα και χωρίς κανένας τους να είναι αδιάκριτος, υποδέχονται την Πέιτον με ελάχιστες ερωτήσεις για το ποια είναι.

Την ίδια ώρα, ο Κλάιντ βρίσκεται στο δωμάτιο του Σίλβερ και τον περιμένει να γυρίσει από εκείνο του Λέτερ. Η πόρτα ανοίγει την στιγμή που ο νεαρός κλέφτης ξεκινά να βαριέται.

«Τι έγινε και είσαι έτσι ανήσυχος.»

«Έπρεπε να φέρω εκτάκτως την αδερφή μου, μαζί μου.» Περιμένει ελάχιστα δευτερόλεπτα ώστε να ψαρέψει την αντίδρασή του οπότε όταν ο επικεφαλής συνεχίζει να τον κοιτά απαθέστατος, συνεχίζει. «Αν δεν την έπαιρνα μαζί μου ίσως έμπλεκε κάπου αρκετά άσχημα, με έναν άνθρωπο που δεν εμπιστεύομαι καθόλου. Έπρεπε να την φέρω. Δεν της έχω πει κάτι, απλώς θα φροντίσω να φύγουμε νωρίς. Συγγνώμη για την αναστάτωση...»

Ο Σίλβερ χαμογελά αχνά. «Ποια αναστάτωση Κλάιντ, σιγά. Εφόσον το ζήτημα είναι σοβαρό δεν χρειάζεται να ζητάς και συγγνώμη. Όλα καλά!» Του χτυπά την πλάτη φιλικά και χαμογελαστός όπως είναι τον προτρέπει να βγουν μαζί από το δωμάτιο.

Το βάρος που έφερε στο στήθος, ο νεότερος κλέφτης, έφυγε την στιγμή που η πόρτα έκλεισε ισχυρά πίσω τους. Ο επικεφαλής του μιλά για άσχετα θέματα, κάτι για τις σημερινές ομάδες και για μια φάρσα που σχεδιάζουν να κάνουν όλοι μαζί στον Κάπτεν.

Κατεβαίνουν μαζί τις σκάλες και βγαίνουν μαζί στον μεγάλο κήπο, με την πισίνα στην μέση να δημιουργεί μια ωραία χειμερινή αίσθηση. Από μακριά παρατηρούν και οι δύο την καστανομάλλα κοπέλα που έχει περικυκλωθεί από όλα τα μέλη της ομάδας και ο Κλάιντ μπορεί να ακούσει καθαρά το γέλιο της.

«Αυτή είναι;» ρωτά ο Σίλβερ και ο διπλανός του γνέφει.

Την στιγμή που η κοπέλα γυρνά και τους κοιτά, ο επικεφαλής αισθάνεται να ζαλίζεται.

Μια κοπέλα χαμογελαστή και εύθυμη τους πλησιάζει και τους χαιρετά με προτεραιότητα τον διπλανό του, που τον αγκαλιάζει σφιχτά. Φτάνοντας μπροστά του και κοιτώντας ο ένας τον άλλον στα μάτια, αισθάνεται το στόμα του να στεγνώνει και την καρδιά του να χτυπά έντονα.

Απλώνει το χέρι του μπροστά της και περιμένει την χειραψία τους να ολοκληρωθεί.

«Πέιτον», μιλά ψιθυριστά ο Κλάιντ «Αυτός είναι ο Σίλβερ. Σίλβερ, η αδερφή μου!»

«Χάρηκα για την γνωριμία!» ακούγεται ενθουσιασμένη η Πέιτον, που έχει ήδη ξεχάσει πως τον έχει ξαναδεί κάποια στιγμή, πριν μερικούς μήνες. Βέβαια, το ίδιο συμβαίνει και με τον Σίλβερ, που αισθάνεται σαν να την κοιτά κάθε φορά και πρώτη φορά.

Όταν ο Κλάιντ απομακρύνεται με την αδερφή του προς την παρέα τους και μένει με την Μπόνι μόνος του, ακόμη δεν έχει καταφέρει να φτιάξει τους παλμούς του.

«Τι έμεινες παγωτό εσύ;»

Και ο αδερφός της μένει σιωπηλός.

«Δεν μας θέλει οικογενειακώς αυτή η κατάσταση, το ξέρεις;»

Ο Σίλβερ την κοιτά αμέσως, κατανοώντας αμέσως πως η Μπόνι αντιλήφθηκε τι συνέβη.

«Το ξέρω...»

Περπατά μετά από ώθηση της γκριζομάλλας και κάθονται μαζί, δίπλα-δίπλα με την υπόλοιπη παρέα. Την προσοχή του περιέργως την έχει μονάχα ένα άτομο και η δυσφορία που του προκαλεί αυτή η συνειδητοποίηση είναι αισθητή μονάχα από την αδερφή του που κάπου κάπου χαϊδεύει την πλάτη του, θέλοντας έτσι να τον καθησυχάσει.

.................

Ο Κλάιντ είχε πει πως θα έφευγε νωρίς με την αδερφή του, μα είναι ακόμη εκεί, στο σπίτι των διοικητών όταν φεύγει και το τελευταίο άτομο.

Πλέον, δυο ζευγάρια αδέρφια κάθονται στις αναπαυτικές καρέκλες του κήπου και μόνο ο Κλάιντ με την Μπόνι μιλούν για έναν αστερισμό που χάθηκε μέσα στα χρόνια. Ο Σίλβερ κοιτά σιωπηλός το ποτό του και η Πέιτον προσπαθεί να βάλει σε μια τάξη τις ερωτήσεις της που έχει να κάνει στον αδερφό της.

«Γιατί Κλάιντ και όχι Μπλέικ;» ρωτά τελικά, τραβώντας την προσοχή και των τριών κλεφτών.

«Είναι το ψευδώνυμό μου.»

«Γιατί χρειάζεσαι ψευδώνυμο; Και όχι μόνο εσύ, η Μπόνι, ο Σίλβερ, ο Κάπτεν. Αυτά δεν είναι κανονικά ονόματα...»

«Έχει περισσότερη πλάκα.»

«Δεν είμαι μωρό παιδί, καταλαβαίνω τι συμβαίνει. Μπορείτε να με εμπιστευτείτε όπως τον αδερφό μου.» Απευθύνεται στον Σίλβερ και την Μπόνι οι οποίοι μέχρι στιγμής δεν είχαν πάρει θέση στην συζήτηση των δύο αδελφών.

«Ούτε να το σκέφτεσαι!» πετάγεται ο Κλάιντ πριν προλάβει κάποιος από τους άλλους δύο να πει το οτιδήποτε.

«Γιατί; Τι καλύτερο έχεις εσύ από εμένα;»

«Θες όντως να το αναλύσουμε;»

Η Μπόνι τους κοιτά διασκεδασμένη, ενώ ο Σίλβερ φαίνεται να απολαμβάνει την Πέιτον που αντιμιλά στον αδερφό της.

«Ναι, θέλω!»

«Ωραία. Έχω κάποιες ικανότητες!»

«Έχω κι εγώ, και;»

«Έχω κάποιες συγκεκριμένες ικανότητες.»

«Ναι, κι εγώ.»

«Πέιτον, εγώ είμαι κλέφτης κι εσύ όχι. Τι δουλειά έχεις εσύ μαζί μου;»

«Θέλω να μπω κι εγώ στην ομάδα σας.»

Ο Κλάιντ σηκώνεται όρθιος και μετακινείται φουριόζος σε μικρούς κύκλους.

«Ούτε να τα σκέφτεσαι, Μπόνι μίλα!»

Η Μπόνι καθαρίζει τον λαιμό της και είναι έτοιμη να υπερασπιστεί τον κλέφτη δίπλα της μα η αδερφή του πετάγεται πρώτη με μια απάντηση.

«Αφού θέλω!»

«Μίλησα, Πέιτον!» Την κοιτάζει αυστηρά και ο τόνος του είναι σοβαρός και κοφτός. Για λίγο φοβάται μα νιώθει μια ασφάλεια κοντά στην Μπόνι και τον Σίλβερ οπότε αποφασίζει να υψώσει το ανάστημά της.

«Εκπαίδευσέ με να γίνω σαν εσένα!»

Ο Σίλβερ μιλά πριν προλάβει ο Κλάιντ. «Δεν δουλεύει έτσι ακριβώς αυτό.»

«Ωραία, εξηγήστε μου πως δουλεύει τότε!»

«Ηρέμησε αρχικά. Πες μου λίγα πράγματα για εσένα.»

«Σίλβερ δεν πιστεύω να το σκέφτεσαι;» τον ρωτά ο αδερφός της καστανομάλλας απέναντί του μα δεν του δίνει σημασία, με ένα νεύμα του η Πέιτον ξεκινά να μιλά.

«Είμαι είκοσι ένα, σπουδάζω μαγειρική και μου αρέσει αρκετά η ζαχαροπλαστική, είμαι-» Την σταματά με το χέρι του.

«Δηλαδή, είσαι σεφ;»

«Ναι!»

«Σίλβερ όχι!»

«Κλάιντ σκάσε!» Και ο κλέφτης σωπαίνει αμέσως. «Πέιτον, κάτι θα κάνουμε για εσένα αλλά θα πρέπει να ξέρεις μερικά πράγματα.»

Η κοπέλα ενθουσιάζεται αμέσως και σηκώνεται όρθια, φτάνοντας το στέρνο του Σίλβερ και τυλίγοντας τους ώμους της γύρω από το σώμα του. Ο κλέφτης μένει έκπληκτος με την αντίδρασή της μα τελικά ανταποδίδει και δείχνει να απολαμβάνει αυτή την αγκαλιά παραπάνω από όσο θα έπρεπε.

«Σίλβερ έχεις χάσει τα μυαλά σου;»

«Κλάιντ αλήθεια, εμπιστεύσου με.»

Η Μπόνι πλησιάζει τον Κλάιντ θέλοντας να τον ηρεμήσει και τελικά το κάνει με ένα απαλό φιλί στα χείλη. «Ξέρει τι κάνει», του ψιθυρίζει και προσωρινά τον καθησυχάζει. Βέβαια, πιστεύει κι εκείνη πως η κίνησή του είναι κάπως βιαστική, γιατί...

«Θα γίνει μια δοκιμασία για να ενταχθείς στην ομάδα Πέιτον. Στο ρεβεγιόν των Χριστουγέννων. Αν μπεις στην ομάδα θα είσαι επίσημα ο σεφ μας. Θα έρχεσαι σε κάθε αποστολή που σε χρειαζόμαστε και θα κάνεις ό,τι σου λέμε. Εντάξει;»

Μια ακόμη αγκαλιά και ο Σίλβερ θα πάθει εγκεφαλικό, το αισθάνεται!

«Εντάξει, εντάξει!» απαντά ενθουσιασμένη η μικρή καστανομάλλα.

«Τώρα εσύ τον εμπιστεύεσαι όντως;» ρωτά την Μπόνι ο κλέφτης δίπλα της που δείχνει να έχει ηρεμήσει μα ακόμη σκέφτεται αυτή την απόφαση.

«Ναι, ξέρει τι κάνει.»

«Και τι κάνει; Βάζει την αδερφή μου στην ίδια ομάδα κλεφτών με εμένα, με κίνδυνο κάποια φορά να πάει αστυνομία;»

«Κάτι έχει στο μυαλό του, Κλάιντ, άστον.»

Ο κλέφτης ξεφυσά και κρύβει το πρόσωπό του στον λαιμό της γκριζομάλλας, παίρνοντας μια μεγάλη δόση από το άρωμά της. «Θα μείνεις εδώ;» τον ρωτά ντροπαλά.

«Όχι, θα πάμε με την Πέιτον σπίτι μου. Θέλεις να έρθεις εσύ μήπως;»

«Έχουμε κάτι διοικητικά θέματα με τον Σίλβερ, θα κάτσω εδώ.»

Την φιλά με ένταση στα χείλη για ακόμη μια φορά και την στιγμή που τα χέρια της ακουμπούν το στέρνο του, αποφασίζει να την απομακρύνει, θέλοντας να αγνοήσει έτσι την αντίδραση του οργανισμού του στο άγγιγμά της.

Με ένα πεταχτό φιλί την αποχαιρετά και τραβά με το ζόρι την Πέιτον από το πλάι του Σίλβερ, επιμένοντας πως θα επισκεφτούν την επόμενη μέρα τα παιδιά ξανά.

Τα δύο αδέρφια μένουν να κοιτούν τον Κλάιντ και την Πέιτον να προχωρούν προς την έξοδο. Η Μπόνι τελικά καταλήγει να κοιτά τον αδερφό της με συμπόνια.

«Τι με κοιτάς έτσι;»

«Καλώς ήρθες στον κόσμο μου, Σίλβερ.»

Και οι δύο κατάλαβαν τι εννοούσε η κλέφτρα. Και οι δύο αναστέναξαν την ίδια στιγμή.

Και οι δύο θα πληγωθούν, γιατί δεν υπάρχει ερωτευμένος που ξεφεύγει από την πανωλεθρία του έρωτα.



Επανήλθα και προσπάθησα να γίνει δυναμικά. 

Ο Σίλβερ έπαθε ένα τραλαλα όταν είδε την Πέιτον (καλύτερα αυτή τη φορά). Πείτε μου τις γνώμες σας για το κεφάλαιο, περιμένω να ακούσω τα πάντα! Χιχιχ, τα λέμε σε ένα επόμενο κεφάλαιο που δεν νομίζω πως θα αργήσει! 

-Φέικ Σίλβερ-

Continue Reading

You'll Also Like

80.5K 4.8K 73
#SPBC2023 WINNER OF 1ST PLACE IN POPULAR IN READERS WINNER OF 3RD PLACE. Κατηγορία Περιπετεια /Θρίλερ Τα αγρίμια ζουν στο σκοτάδι. Χωρίς φραγμούς...
761K 33.4K 55
Απόσπασμα: Σου έλειψα;» Ειπε διακόπτοντας την ησυχία «Τι;» Ρώτησα μπερδεμένη «Με άκουσες γατακι» ειπε παιχνιδιάρικα «Εγω σου έλειψα;» Αντιστρεψα τ...
8.2K 723 22
Αθήνα, Αύγουστος 1990 Η ιστορία ξεκινά. Στοιχείο που χαρακτηρίζει τούτο το βιβλίο; Η φωτιά. Η φωτιά που ξεχειλίζει από τα μάτια κάθε ανθρώπου και του...
14.2K 871 100
Ένα ταξίδι που θα αλλάξει την ζωή όλων. Η Δανάη μπαίνει στην παρέα της αδερφής της και γνωρίζει τον Γιώργο. Τον ερωτεύεται αμέσως αλλά εκείνος είναι...