η εφαρμογή του σχεδίου και ο θάνατος του γερο- Στέργιου

Depuis le début
                                    

Η αστυνομία έλεγξε τις πόρτες και τα παράθυρα του σπιτιού και αφού τα βρήκαν κλειστά έμειναν να παρακολουθούν το σπίτι. Σε πέντε λεπτά άναψε η λάμπα και οι αστυνόμοι μπούκαραν μέσα. Εξέτασαν κάθε γωνία του σπιτιού, κάθε δωμάτιο, ντουλάπα και υπόγειο. Τίποτα. Τα παράθυρα κλειστά από μέσα. Όλοι έμειναν άφωνοι. Η Κλεονίκη τακτοποιούσε κατά πώς το κορμί του γέρο - Στέργιου στο σκοτάδι.

Κανείς δεν είδε ουδέ τον Λάγιο να φεύγει, ουδέ την κυρά - Κλεονίκη, που έκλεισε το παράθυρο. Ο υπαστυνόμος σταυροκοπήθηκε και μονολόγησε:

- Σαν το ισκίωμα πέρασε, σαν φάντασμα εχάθη. Ακόμα και νεκρός, ο γέρο - Στέργιος το καθοδηγεί και το φυλάγει το παιδί ...

- Ποιος ήτανε ετούτος ο νεαρός που μπήκε προ ολίγου μέσα, χαιρέτησε τον γέροντα, του έκλεισε τα μάτια και χάθηκε σαν φάντασμα;- ρώτησε κάνοντας την ανήξερη η κυρά - Φανή.

Έπαιξε τόσο καλά τον ρόλο της που ακόμη και η κυρά - Κλεονίκη, που η ίδια βοήθησε στο να το σκάσει ο Λάγιος θα πίστευε τα λόγια της.

-Ο Λάγιος ήταν - είπαν στη Φανή.

- Αυτόν τον νεαρό, όσο και να τον κυνηγούν οι άνθρωποι, δεν μπορούν να τον πιάσουν. Έχει τη μοίρα και την τύχη πλάι του - απάντησε εκείνη με έναν αναστεναγμό.

Πλησίασε έπειτα το νεκροκρέβατο, έκατσε, χάιδεψε τα κατάλευκα μαλλιά του και μονολόγησε:

- Παππού, έφυγες από τη ζωή με τιμή και αξιοπρέπεια. Μεγάλωσες ένα τόσο αξιοθαύμαστο παλικάρι ...

Αφήνοντας πίσω του το σπίτι, στο οποίο πέρασε όλα τα παιδικά του χρόνια, ο Λάγιος πήγε κατ ευθείαν στο βουνό, όπου έβοσκαν τα άλογα του γέρο - Στέργιου. Έπιασε το καλύτερο από αυτά, το χάιδεψε τρυφερά και μπηδηξε στη ράχη του. Αποκρινόμενος καλπάζοντας από το χωριό άφηνε πίσω του σύννεφα σκόνης, που έμοιαζαν αερινά στο νυχτερινό τοπίο.

Τα ξημερώματα έφτασε στο Μπουρινό, ένα βουνό έξω από τη Ροδιανή. Ξεπέζεψε από το άλογο, το χάιδεψε τη χαίτη, το αγκάλιασε, το φίλησε με αγάπη και του είπε:

- Άντε στο καλό Ντόρη μου... Ίσως ανταμώσουμε καμιά φορά σε πιο καλές συνθήκες...

Ο Ντόρης χλιμίντρισε καλοσυνάτα και έφυγε καλπάζοντας για το σπίτι του.

Ο Λάγιος κατέβηκε στο χωριό Ροδιανή. Πήρε το ταξί και έφυγε για Σέρβια. Από εκεί πήγε Σταριτσάνη και από εκεί στην Λάρισσα. Όλο αυτό το έκανε ώστε να μη βρει κανένας τα ήχνη του.

Όταν πήγε σπίτι του βρήκε τις δυο αδερφούλες του εκεί. Του έδωσαν τα ρούχα της δουλειάς, του έβαλαν να φάει και έπειτα τον ρώτησαν που βρισκόταν η μητέρα τους. Η μια ήταν πια δεκατεσσάρων, η άλλη δώδεκα. Και οι δύο τους ήταν αρκετά μεγάλες για να καταλάβουν τι είναι αλήθεια και τι ψέματα, οπότε ο Λάγιος τους είπε σχεδόν την αλήθεια.

- Αδελφούλες μου - είπε - εγώ μαζί με τη μαμά πήγαμε σε μια κηδεία σε έναν άνθρωπο που με μεγάλωσε. Εγώ έφυγα σήμερα, η μαμά θα καθίσει μια - δύο μέρες ακόμη, να τακτοποιήσει κάτι δουλειές. Έπειτα θα έρθει εδώ. Εσείς είστε αρκετά μεγάλες τώρα για να αναλάβετε τις δουλειές του σπιτιού όσο θα λείπει, έτσι δεν είναι;

Χαμογέλασε καλόκαρδα και αφού τις αποχαιρέτησε έφυγε για το κοπάδι, Βρήκε τον κυρ - Αλέξη με τον κυρ - Γιώργο να αρμέγουν. Τους χαιρέτησε και τους ρώτησε τι έκαναν.

- Εμείς καλά, εσύ θα μας πεις τι έγινε; - έκανε ο κυρ - Γιώργος.

- Μην αγχώνεσαι παιδί μου, ο Γιώργης ξέρει ήδη την αλήθεια, μίλα ελεύθερα, πώς τα πήγατε με την κυρά - Φανή; - ρώτησε ο κυρ - Αλέξης.

Ο Λάγιος διηγήθηκε την ιστορία του - τι παράγγειλε στην κυρά - Φανή να κάνει, πως βρήκε την κυρά - Κλεονίκη και τι σχέδιο ακολουθήσανε, πως πήγε η συνάντηση με τον γέρο -Στέργιο, πως αναπαύτηκε η ψυχή του αφού τον είδε και πως ξέφυγε από την αστυνομία.

-...Τα υπόλοιπα μέλλει να σας τα διηγηθεί η γλυκιά μου μανούλα μόλις επιστρέψει. – τελείωσε τη διήγηση του.

- Εγώ φοβόμουν μη βρεθείς μπλεγμένος εσύ, για την κυρά - Φανή δε φοβάμαι... Θα παίξει τον ρόλο της καλύτερα από ότι νομίζουμε, να είστε σίγουροι. – είπε ο κυρ - Αλέξης.

Αφού τελείωσαν το άρμεγμα, πήραν το γάλα και έφυγαν για τη Λάρισα. Ο Λάγιος είχε μια ανησυχία για το αν θα ξεμπερδέψει η κυρά - Φανή με τις ερωτήσεις που μπορεί να της κάνουν οι αστυνομικοί, χωρίς να πέσει σε κάποια αντίφαση. Συγύρισε λίγο γύρω του, επειδή σε αντίθεση με τον κυρ - Αλέξη δεν μπορούσε να μην έχει το κάθε τι στη θέση του.

Το απόγευμα πήγανε και πάλι για άρμεγμα. Όταν γύρισαν, βρήκαν την κυρά - Φανή να τους περιμένει σπίτι.

- Πολλά περίμενα από τον Λάγιο, μα αυτή την εξυπνάδα και αυτό το μυαλό δεν τα περίμενα.- είπε στον Αλέξη, ενώ σταυροκοπιόταν.

- Κατάφερε να κάνει κάθε άνθρωπο που βρισκόταν εκείνη την περίοδο κοντά στον κυρ - Στέργιο να αναρωτιέται για το αν είναι άνθρωπος ή φάντασμα. Το πώς τα καταφέρανε με την Κλεονίκη, είναι αξιοθαύμαστο...- συνέχισε.

-...Αν δε μου τα εκμυστηρευόταν όλα η Κλεονίκη, για τη λάμπα και το παράθυρο, θα είχα αρχίσει να ανησυχώ κι εγώ για την ανθρώπινη υπόσταση του Τρίστανου μας...- ολοκλήρωσε.

Το στερνοπαίδι της Κυρά- ΦανήςOù les histoires vivent. Découvrez maintenant