«Θα μου δώσεις την μπλούζα ή να συνεχίσω;», απομακρύνεται ελάχιστα, μα μπορώ να νιώσω το πονηρό χαμόγελο του πάνω στον λαιμό μου.

«Δεν με έχεις πείσει αρκετά», λέω επιτέλους, με την ανάσα μου να βγαίνει κοφτή.

«Καλώς», γνέφει πονηρά και αυτή τη φορά πλησιάζει τα χείλια μου. Μένει ακριβώς από πάνω μου καθώς δεν κάνει κίνηση να με φιλήσει.

Γελάει στραβά σαν να περιμένει εγώ να κάνω κίνηση. Η ανάσα του σκάει πάνω μου και μη μπορώντας να περιμένω τον τραβώ κοντά μου.

Γελάει ικανοποιημένος και τυλίγει τα χέρια του γύρω από την μέση μου και σφίγγει το σώμα μου πάνω του.

Δαγκώνει ελαφρά το κάτω χείλος μου κάνοντας με να αναστεναξω και δεν χάνει ευκαιρία να ενώσει τις γλώσσες μας, όταν η πόρτα ανοίγει και η μητέρα του μπουκάρει στο δωμάτιο.

Ο σιτ

Γιατί κάθε φορά γίνεται αυτό;

«Πόρτα δεν έχεις σπίτι σου ή σε βάρκα μεγάλωσες;», την ειρωνεύεται ο Στέφανος.

Αφήνω ένα άηχο γελάκι για να μην γελάσω σαν φώκια που παθαίνει ασφυξία, μα παράλληλα σαν χταπόδι που κουνάει τα πλοκάμια του πάνω κάτω.

«Σου έχω φωνάξει διακόσιες φορές», σταυρώνει τα χέρια της κάτω από το στήθος της, με μια μικρή πετσέτα κουζίνας να κρέμεται από την πόδια της.

«Ε τώρα είναι διακόσιες μια. Βγες έξω και ερχόμαστε», την σπρώχνει προς τις σκάλες μα εκείνη σταματάει το βήμα της.

«Προφυλακτικα να-

«ΜΑΝΑ», γκαρίζει ο Στέφανος κλείνοντας της την πόρτα στα μούτρα.

Ωραία πράγματα. Αν εγώ έκλεινα την πόρτα στην μούρη της μάνας μου, ωωω θα έβλεπα τα ραδίκια ανάποδα τώρα, σαν τις νυχτερίδες. (😳)

«Ελα πατζαρακι μου, σήκω πάνω», με τραβάει γλυκά ο Στέφανος φέρνοντας με στην αγκαλιά του.

«Παντζαράκι;»

«Ναι. Έχεις γίνει κόκκινη», γελάει παιχνιδιάρικα και φιλάει τρυφερά την μύτη μου. «Αν και ξέρω ότι προτιμάς το κουνελάκι», μου κλείνει το μάτι.

Τιιιιι; Ποτέ δεν το είπα αυτό.

Τα μάτια σου το είπαν για εσένα μωρή

Θα σκάσεις εσύ; Είσαι πρήχτρα τώρα τελευταία. Με κουράζεις. Φύγε.

*απομακρύνεται σαν βρεγμένη γάτα από το κεφάλι μου*

MINE? [✓]Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα