«Που πας;» την ρώτησε ταραγμένος, μα λεπτό δεν πέρασε από το μυαλό του να την αφήσει τώρα που την βρήκε.

«Δεν έπρεπε να μείνω» συνέχισε εκείνη, κι έμεινε να κοιτά το παντελόνι στα χέρια της. «Σ' ευχαριστώ, ειλικρινά σ' ευχαριστώ για όλα».

«Που θα πας Ζωή;» την ρώτησε ξανά και έψαξε το βλέμμα της.

Η ερώτησή του την τάραξε. Που θα πήγαινε; Που θα γύριζε; Στην μοναξιά της; Κοιμήθηκε στην αγκαλιά ενός αγνώστου, ενός ανθρώπου που την έσωσε, που την βρήκε την στιγμή που είχε κάποιον τόσο ανάγκη, την στιγμή που συνειδητοποίησε για άλλη μια φορά πόσο δειλή ήταν.

Ένιωσε την ανάσα του στα μαλλιά της, και τα χέρια του την κράτησαν τρυφερά από τα μπράτσα. Την γύρισε προσεκτικά στην πλευρά του μέχρι που τα μάτια του αιχμαλώτισαν τα δικά της. Κανείς τους δεν ήθελε να τραβήξει το βλέμμα του, κανείς τους δεν ήθελε να κοιτάξει αλλού. Σαν να έπαιρνε ο ένας δύναμη από τον άλλον, σαν η πνοή τους μοιράζονταν στα δύο.

Μία αόρατη δύναμη του έσφιξε την καρδιά. Ήταν ο έρωτας, ή ήταν ο φόβος μην την χάσει;

«Μείνε» της είπε απαλά, και έσπρωξε μερικές τούφες από τα μαύρα της μαλλιά, από το μέτωπό της. «Μείνε εδώ, μαζί μου» συνέχισε εκείνος και πλέον η φωνή του ακουγόταν σαν ψίθυρος.

Τι είχε να χάσει; Αναρωτήθηκε η κοπέλα σιωπηλά. Η μοναξιά της την έπνιγε, χώρο για άλλες πληγές στην καρδιά της δεν υπήρχε, μα ήθελε απεγνωσμένα να γνωρίσει αυτόν, τον γοητευτικό ξένο που βρέθηκε μερικά βράδια πριν, στο δρόμο της. Μπορούσε άραγε να αγαπήσει; Ήταν ικανή να ζήσει κάτι τέτοιο; Θα μπορούσε να αφήσει μια χαραμάδα φως να μπει στην καρδιά της; Το κεφάλι της κόντευε να σπάσει από την ένταση, η καρδιά της κόντευε να σπάσει από τα αντικρουόμενα συναισθήματα. Μια σταλιά φως...μια σταλιά αγάπη να δοκίμαζε...

«Θα φτιάξω πρωινό!» ανακοίνωσε ο Χρήστος ξαφνικά, σαν μάντεψε την μάχη μέσα της, βγάζοντάς την από την δύσκολη θέση.

Την άφησε να χρησιμοποιήσει το μπάνιο και χώθηκε στην κουζίνα, παρακαλώντας να υπάρχουν προμήθειες στο ψυγείο του. Τόσες μέρες κλεισμένος μέσα στο σπίτι, δεν είχε κάνει ψώνια, παρά μόνο ότι έφερε η Ανδριάνα και ο Άλκης δυο μέρες πριν. Ευτυχώς είχαν μείνει αυγά, γάλα, ψωμί, λίγη μαρμελάδα και δημητριακά. Έστρωσε το τραπέζι, ζέστανε το ψωμί, έβγαλε πιάτα, έψησε τα αυγά, και σέρβιρε δημητριακά. Λίγη ώρα αργότερα το μικρό του διαμέρισμα μύριζε σαν καφετέρια στην Αγγλική πρωτεύουσα.

«Έλα κάτσε!» την προσκάλεσε χαρούμενος και της τράβηξε την καρέκλα να καθίσει. Η Ζωή κοίταξε μπροστά της το στρωμένο τραπέζι και δεν μπόρεσε να κρύψει το χαμόγελο που απλώθηκε στο πρόσωπό της. «Η αλήθεια είναι ότι δεν τρώγω πρωινό αλλά..» «Ούτε κι εγώ! Ποτέ!» την διέκοψε ο Χρήστος και κάθισε βιαστικά στην καρέκλα του. «Τότε γιατί;» άφησε την ερώτησή της μισή, και η απάντησή του την έκανε να χαμογελάσει πικρά.

«Για σένα».

«Πάει πολύς καιρός από τότε που έκανε κάποιος κάτι για μένα» αποκρίθηκε και τράβηξε γρήγορα τα μάτια της από τα δικά του.

Η ώρα πέρασε στην σιωπή, ανάμεσα σε σιγανούς αναστεναγμούς, σε κλεφτές ματιές και στους ήχους από τα μαχαιροπίρουνα.

«Γιατί το κάνεις αυτό;» τον ρώτησε χωρίς να τον κοιτάξει μα η λάμψη των ματιών της ξεπήδησε κάτω από τα σκούρα βλέφαρά της. «Το ποιο;» την ρώτησε αθώα, μα ήξερε καλά που πήγαινε η συζήτηση.

«Αυτό που κάνεις... που με βοηθάς... που δεν με ξέρεις... που δεν ρωτάς...»

Ο Χρήστος άφησε το πιρούνι στην άκρη και ήπιε μια γερή γουλιά από τον καφέ του, κερδίζοντας λίγο χρόνο.

«Δεν υπάρχει λόγος. Θέλω και το κάνω.»

Σηκώθηκε απότομα από την θέση του, χωρίς να της αφήσει περιθώρια για άλλες ερωτήσεις και χάθηκε στην κουζίνα.

«Αν τελείωσες θα έρθω να μαζέψω εγώ!» της φώναξε από την κουζίνα και αναστέναξε απαλά. Τόσα βράδια πέρασε με την σκέψη της καρφωμένη στο μυαλό του, έπλαθε σενάρια, συζητήσεις στο πώς να την προσεγγίσει και τώρα έτρεμε την κάθε της ερώτηση, φοβόταν μην δώσει λάθος απάντηση και γλιστρήσει από τα χέρια του σαν νερό. 

Το κορίτσι του ημερολογίουΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα