Πήδηξε αθόρυβα και τα πόδια του βρέθηκαν να πατούν στην γη. Κρύφτηκε κάτω από τις σκιές και μέσα σε δευτερόλεπτα έφυγε μακριά από το παλάτι χωρίς να τον πάρει είδηση κάνεις. Οι στρατιώτες στην πύλη άλλωστε είχαν παραδωθεί στον Μορφέα εδώ και αρκετές ώρες.

Έτρεξε μέχρι την πόλη. Πέρασε ανάμεσα από τα μαγαζιά που τα γέμιζε το σκοτάδι. Έφτασε στην μικρή γέφυρα που οδηγούσε στο σπίτι της. Ήθελε τόσο πολύ να την δει. Να την αγγίξει. Να μυρίσει το άρωμά της. Δεν άντεχε άλλο μέρα παραπάνω.

Την είχε ακολουθήσει την τελευταία φορά που είχαν συναντηθεί και γνώριζε που ζούσε.

~~~~

Η πόρτα του δωματίου της ήταν κλειστή. Το κερί έσταζε στο ξύλινο δάπεδο καθώς η φλόγα του παρέμενε αναμμένη. Κοιτούσε το πανέμορφο μπλε φόρεμα που της έκανε δώρο πριν από τρεις μέρες η Σαρλότ. Δεν χόρταινε να το κοιτά. Είχε να πάρει ένα τέτοιο δώρο από το τελευταίο ταξίδι που είχε κάνει ο πατέρας της.

Το δίπλωσε και το φύλαξε. Έλυσε την πόδια που βρισκόταν γύρω από την λεπτή της μέση. Ήταν έτοιμη να σβήσει το κερί αλλά ένας έντονος ήχος στο παράθυρό της την σταμάτησε. Κοίταξε προς αυτό. Δεν πέρασε πολύ ώρα και ένα πετραδάκι χτύπησε για άλλη μια φορά το τζάμι του παραθύρου.

Η Έλλα έτρεξε κοντά στο παράθυρο και κοίταξε κάτω. Η μορφή του φαινόταν ελάχιστα κάτω από το φως του φεγγαριού.

Τι κάνει εδώ τέτοια ώρα;

Πλησίασε αθόρυβα την πόρτα του δωματίου της και κατέβηκε όσο πιο ήσυχα μπορούσε. Τα ξύλινα σκαλιά αντηχούσαν σε κάθε της βήμα. Προχώρησε μέχρι την πίσω πόρτα της κουζίνας και κοίταξε πίσω της. Όταν ήταν σίγουρη πως κανένας δεν την είχε ακολουθήσει βγήκε έξω. Ο παγωμένος βραδινός αέρας χτύπησε το δέρμα της στα σημεία που της άφηνε γυμνά το φουστάνι της.

Κοίταξε τριγύρω μέχρι που το βλέμμα της έπεσε πάνω του. Είχε να τον δει οχτώ μέρες. Τις μετρούσε καθημερινά. Η καρδιά της άρχισε να χτυπά δυνατά. Τον πλησίασε με γοργά βήματα και εγκλώβισε το χέρι του στο δικό της. Τον τράβηξε μακριά από το σπίτι της. Μακριά εκεί όπου δεν θα μπορούσε να τους δει κανείς. Πίσω από ένα μεγάλο δέντρο εκεί όπου δεν θα φανταζόταν κάνεις πως υπάρχει άνθρωπος.

"Τι κάνεις εδώ τέτοια ώρα;" η Έλλα τον ρώτησε ανήσυχη μα ο Λούκας δεν απάντησε. Μόνο την κοιτούσε δεν μπορούσε να την χορτάσει. Προσπαθούσε να αποτυπώσει την μορφή της όσο καλύτερα μπορούσε. Ποίος ξέρει πότε θα την ξαναέβλεπε.

Πράγματι δεν είχε καμία σχέση με την πριγκίπισσα Τατιάνα. Η Έλλα ήταν πολύ πιο όμορφη, πολύ πιο γλυκιά, πολύ πιο ελκυστική.

"Λουκ με ακούς;" η φωνή της φανερά ανήσυχη. Ο πρίγκιπας την κοίταξε καλά για άλλη μια φορά. Σήκωσε το χέρι του στο ύψος του προσώπου της. Μερικές τούφες από τα καστανά μαλλιά της έπεσαν πίσω. Χάιδεψε απαλά το μάγουλο της. Έσκυψε στο ύψος του προσώπου της. Χωρίς να σταματήσει να την κοίτα βαθιά μέσα στα μάτια της. Έσφιξε την μέση της στην αγκαλιά του φέρνοντας την κοντά του. Ακούμπησε τρυφερά τα χείλη του στα δικά της. Η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή. Η επαφή τους τρυφερή και σύντομη.

"Σε ακούω" ψιθύρισε πάνω από τα χείλη της και η Έλλα τον κοίταξε έκπληκτη. Το φεγγάρι τους κρατούσε συντροφιά. Μάρτυρας του φιλιού τους. Μάρτυρας των συναισθημάτων τους.

Σταχτοπούτα (Cinderella) Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα