~3~

2.3K 203 53
                                    

Μετά από τέσσερις μέρες

Ξύπνησε από τις φωνές των αδελφών της που έφταναν μέχρι το "καινούργιο της δωμάτιο".
Άνοιξε αργά τα μάτια της και κοίταξε το ταβάνι.Οι ηλιαχτίδες τρύπωναν από το παράθυρο της σοφίτας και έπεφταν πάνω στο γυμνά της πόδια.

Άλλη μια δύσκολη μέρα για εκείνη.
Σηκώθηκε και φόρεσε τα συνηθισμένα κουρέλια της.Έβαλε τις μπλε μπαλαρίνες της στα μικρά της πόδια. Έπιασε τα μακριά κάστανα μαλλιά της έναν ψηλό κότσο πείρε μία βαθειά ανάσα και κατέβηκε τα σκαλιά.Πέρασε έξω από το δωμάτιο των κοριτσιών όσο πιο αθόρυβα μπορούσε.

Δεν είχε όρεξη να της δώσουν αγγαρείες.

"Έλλα" η φωνή της Λυδίας την σταμάτησε "Σε παρακαλώ πλύνε μας αυτά τα ρούχα και φτιάξε μας κάτι να φάμε γρήγορα" είπε και της έδειξε μια τεράστια στοίβα με ρούχα. Η Έλλα πλησίασε τα ρούχα και χαμογέλασε στις δύο "αδερφές" της.

"Καλημέρα και σε εσάς" είπε με την γλυκιά της φωνή και στράφηκε προς τα ρούχα. Τα σήκωσε με δυσκολία και κατέβηκε κάτω μετρώντας το κάθε της βήμα για να μην πέσει.

"Έλλα" η μητριά της την σταμάτησε για άλλη μια φορά στο τέλος της
σκάλας.Προσπάθησε να την κοιτάξει όσο μπορούσε πίσω από την στοίβα των ρούχων που κάλυπτε το πρόσωπό της.

"Πέρασε αργότερα από το δωμάτιο μου και καθάρισε το σε παρακαλώ"είπε με τον υπεροπτικό της τόνο και πέρασε μπροστά από την Έλλα. Εκείνη ξεφύσιξε αγανακτησμένη και πήγε προς την κουζίνα. Ακούμπησε τα ρούχα σε μια άκρη. Κοίταξε τριγύρω της, άνοιξε τα ντουλάπια, κοίταξε πάνω στα ράφια. Δεν υπήρχε σχεδόν τίποτα.

Πείρε το ψωμί και το έκοψε σε λεπτές φέτες, το ακούμπησε πάνω στον δίσκο. Πείρε βούτυρο και μαρμελάδα και τα έβαλε δίπλα στο ψωμί. Ζέστανε νερό και έφτιαξε τσάι για να προσφέρει στις κυρίες του σπιτιού. Σήκωσε τον δίσκο με δυσκολία και προχώρησε προσεκτικά προς την τραπεζαρία όπου κάθονταν η μητριά και οι κόρες της.

"Επιτέλους, τι έκανες τόση ώρα;" η Λυδία είπε και ξίνισε το πρόσωπό της μόλις είδε το πρωινό της.

"Τι είναι αυτό Έλλα;" η μητριά της την κοίταξε νευριασμένη.

"Δεν υπάρχει τίποτα άλλο στην κουζίνα πλέον" κατέβασε το κεφάλι της. Είχε προετοιμαστεί να ακούσει οποιαδήποτε προσβολή, οποιαδήποτε εντολή.

"Το απόγευμα θα πας στην πόλη να αγοράσεις ότι μας λείπει, προς το παρόν κορίτσια συμβιβαστείτε με ότι υπάρχει" η Σοφία κοίταξε την μητέρα της λυπημένη και έφαγε μια ολόκληρη φέτα ψωμί για να κρύψει την θλίψη της.

Η Έλλα έφυγε και πήγε στο δωμάτιο της μητριάς της. Δεν περίμενε να την αφήσουν να φάει μαζί τους. Άλλωστε δεν την άφησαν ποτέ από τότε που πέθανε ο πατέρας της. Άρχισε να σκουπίζει το δωμάτιο της μητριάς της από την μία άκρη μέχρι την άλλη, χωρίς να αφήσει ίχνος σκόνης.

"Έλλα κάνε αυτό" "Έλλα κάνε εκείνο" "Έλλα μην αντιδράς" "Για χάρη του πατέρα σου" "Τι αναιδής που είσαι μάθε τρόπους επιτέλους" "Σαν μεγαλύτερη πρέπει να προσέχεις τις αδερφές σου"
Επανελάμβανε εκνευρισμένη τα λόγια της μητριάς.

Αν ο πατέρας μου ήξερε τον πραγματικό της χαρακτήρα δεν θα την είχε παντρευτεί, σκέφτηκε και ένα δάκρυ ξέφυγε από τα μάτια της.

Το σκούπισε αμέσως με τα λεπτά δάκτυλά της. Δεν θα τις άφηνε να την δουν να κλαίει. Μάζεψε τα πεταμένα ρούχα που προορίζονταν για πλύσιμο και έφυγε από εκεί.
Κατέβηκε τις σκάλες, πείρε τα ρούχα που είχε αφήσει στην κουζίνα και προχώρησε προς την πίσω πόρτα του σπιτιού.
Την άνοιξε και πλησίασε την σκάφη.

Γιατί είναι τόσο κακίες;

Γιατί δεν με συμπαθούν;

Γιατί κάνουν ότι θέλουν μέσα στο σπίτι μου;

Αλλά δεν μπορώ να κάνω κάτι, είναι η γυναίκα που παντρεύτηκε ο πατέρας μου.

Είναι η μόνη που μου έχει απομείνει.

Δεν μπορώ να της συμπεριφερθώ άσχημα. Πρέπει να υπακούσω.

Αυτές οι σκέψεις ήταν στο μυαλό της καθώς έτριβε με δύναμη και μανία τα ρούχα πάνω στην ξύλινη επιφάνεια της σκάφης.

~~~~

"Έφυγες χωρίς καν να με ενημερώσεις;" η διαπεραστική φωνή της μητριάς της την σταμάτησε πριν ανοίξει την πόρτα για να φύγει και γύρισε να την κοιτάξει.

"Συγνώμη ήθελα απλώς να φύγω νωρίς για να μην νυχτώσει" απολογήθηκε η Έλλα και απομακρύνθηκε από την πόρτα.

"Θέλω να φέρεις όσα χρειαζόμαστε από τρόφιμα και την τελευταία λέξη της μόδας για τις κόρες μου. Μην ξεχαστείς και πάρεις κάτι για σένα αλλιώς θα γυαλίσεις όλη την σκάλα μέχρι το πρόσωπό μου να αποτυπώνεται πάνω της" ένα χαμόγελο χαράχθηκε στο πρόσωπό της και η Έλλα την κοίταξε με απέχθεια.

" Μάλιστα "υποκλίθηκε και άνοιξε την πόρτα πίσω της. Προχώρησε μακριά από το σπίτι, πάνω στο πέτρινο δρομάκι που οδηγούσε στην πόλη. Γύρω του ψηλά δέντρα έφταναν μέχρι τα σύννεφα. Πέρασε την πέτρινη γέφυρα που βρισκόταν πάνω από το μεγάλο ποτάμι και έφτασε έξω από την πόλη.

Εδώ είμαστε.

Σταχτοπούτα (Cinderella) Where stories live. Discover now