Φημίζεται για την μαλακία που κουβαλάει, για το πόσο ατσούμπαλος είναι και φυσικά για το πόσο ανώριμος είναι.

«Φέρτην μου», με διατάζει ξανά και γνέφω αρνητικά.

«Σου είπα όχι».

Με το που πάω να ανέβω το σκαλοπάτι εκείνος κλείνει το φακό του κινητού του και πέφτω κάτω.

Ρε βλάκα!

Αφήνω μια σιγανή κραυγή πόνου και εκείνος έρχεται αμέσως δίπλα μου.

«Χτύπησες;», πέφτει στα γόνατα δίπλα μου και προσπαθεί να με σηκώσει.
Κρύβω το χέρι μου και γνέφω αρνητικά. «Καλά ειμαι».

Σηκώνομαι επάνω και τινάζομαι από τις σκόνες. «Ποσο χαζός παίζει να 'σαι;», ψιθυρίζω και με κοιτάζει.

Ανοίγει τον φακό και τον στρέφει σε εμένα. Το βλέμμα του πέφτει στο χέρι μου, το οποίο στιγμιαία κρυβω με το μακρύ μπουφάν του.

«Χτύπησες».

«Οχι», λέω απλά και συνεχίζω να προχωράω, μα πιάνει τον καρπό μου και με γυρνάει σε εκείνον.

Μια κραυγή πόνου βγαίνει από το στόμα μου εφόσον ακούμπησε το χέρι που χτύπησα όταν έπεσα.

«Τι έγινε;», κοιτάζει τον καρπό μου και στρέφει τον φακό του κινητού του στο χέρι μου.

Ω, τώρα που το παρατηρώ, είναι λιγαακι πιο σοβαρό από ότι το περίμενα.

Η παλάμη μου έχει ένα βαθύ σκισημο και το αίμα τρέχει από την πληγή.

Σηκώνω το κεφάλι μου και τον κοιτάζω. «Ουπς», χαμογελάω ένοχα.

«Εγώ στο έκανα αυτό;», σμίγει τα φρύδια του λες και πονάει με όλο αυτό.

Όχι, δεν εννοώ πως πονάει που βλέπει την πληγή μου. Λέω πως πονάει που πιστεύει πως εκείνος το προκάλεσε.

«Δεν πειράζει. Δεν πονάει».

Εκείνος παίρνει ήρεμα την σακούλα από το χέρι μου και την αφήνει κάτω.
Βγάζει από το μπουφάν του που φοράω ένα πακέτο χαρτομάντιλα και μου τα δίνει να τα κρατάω.

Ακουμπάει τα μαλλιά μου και εγώ σηκώνω το κεφάλι μου για να δω τι κάνει. Βγάζει το κοκαλακι που έχω δέσει τα μαλλιά μου αφήνοντας τα ελεύθερα, και τα στρώνει περνώντας τα δάχτυλα του μέσα σου αυτά.

«Γιατί το κάνεις αυτό;», τον ρωτάω και σμίγει τα φρύδια του. Ξεροκαταπίνει και παρατηρώ την καρωτίδα του, η οποία πετάγεται έξω με έναν εκπληκτικό τρόπο.

MINE? [✓]Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα