55. Επίλογος

27K 1K 414
                                    

6 χρόνια αργότερα, Πρωτοχρονιά

Τα τζάμια του αμαξιού είχαν θολώσει εντελώς από την διαφορά θερμοκρασίας και τη θερμότητα που εξέπεμπαν τα κορμιά τους καθώς βρισκόταν σε έκσταση. Ο Άρης την κρατούσε σφιχτά πάνω του καθώς την ένιωθε να τελειώνει γύρω του, κάνοντάς τον να νιώθει για άλλη μια φορά υπέροχα.

Έβγαλε έναν βαθύ αναστεναγμό και έμεινε για λίγο γερμένη επάνω του, προσπαθώντας και οι δύο να βρουν την ανάσα τους.

<<Σ'αγαπώ.>>του ψιθύρισε.

Το χέρι του χάιδεψε τα μαλλιά της και πίεσε το κεφάλι της περισσότερο πάνω στο στήθος του. Δεν είχαν κάνει τον κόπο να γδυθούν εντελώς, ευτυχώς η Αλκμήνη φορούσε φόρεμα και ήταν πιο εύκολο. Η κοπέλα μόλις ηρέμησε την αναπνοή της, έσκασε ένα πεταχτό φιλί στον Άρη και έφυγε από επάνω του για να καθίσει στο κάθισμά της.

Κατέβασε το καθρεφτάκι και έβγαλε από την τσάντα της το κραγιόν της για να το ανανεώσει, ενώ ο Άρης δίπλα της ανέβαζε το φερμουάρ του και κούμπωνε βιαστικά το πουκάμισό του.

<<Αργήσαμε.>>μουρμούρισε την ώρα που περνούσε τα δάχτυλα μέσα από τα μαλλιά του για να τα φτιάξει καλύτερα.

<<Εσύ φταις που μου ήθελες σεξ στο αμάξι λες και είμαστε στο λύκειο.>>του είπε αυστηρά.<<Που πέταξες το εσώρουχο μου;>>τον ρώτησε και έπιασε το παλτό της από το πίσω κάθισμα.

Ο Άρης έπιασε στο χέρι του το κατεστραμμένο ύφασμα που είχε μπλεχτεί στον λεβιέ των ταχυτήτων και το κράτησε μπροστά στο πρόσωπό της. Το είχε σκίσει.

Η Αλκμήνη ξεφύσησε, δεν μπορούσε να το φορέσει αυτό. Σκέφτηκε πως δεν προλάβαινε να τον ξεχέσει εκείνη την στιγμή οπότε άνοιξε την πόρτα.<<Πάμε>>

Ο Άρης χαμογέλασε και αφού βγήκαν από το αμάξι μαζί με τις τεράστιες σακούλες την πλησίασε και την έπιασε από την μέση.<<Και τώρα θα σκέφτομαι ότι δεν φοράς εσώρουχο;>>της είπε στο αφτί και η κοπέλα προσπάθησε να συγκρατήσει το χαμόγελό της καθώς περνούσαν την μεγάλη καγκελόπορτα της έπαυλης.

<<Άρη!>>του είπε και καλά αυστηρά και τον άκουσε να γελάει.

Διέσχισαν τον κήπο και ο Άρης χαιρέτησε μερικά άτομα από το προσωπικό φιλικά, μέχρι να βρεθούν στην εξώπορτα.

Η Αλκμήνη χτύπησε το κουδούνι και αμέσως ακούστηκαν ελαφριά βήματα να τρέχουν στο πάτωμα βιαστικά.<<Νονά, νονέ!>>τσίριξε ο μικρός Κωνσταντίνος όταν άνοιξε την πόρτα και έπεσε πάνω τους με φόρα.

Πιάσε με αν μπορείςWhere stories live. Discover now