19. Όλα γκρίζα

16.5K 891 61
                                    

Οι επόμενες μέρες κύλισαν αποφεύγοντας ο ένας τον άλλον, είχε μάθει το πρόγραμμά του και φρόντιζε να μην βρίσκεται στο ίδιο μέρος με αυτόν. Είχε επίσης παρατηρήσει ότι δεν έμενε και με την ίδια συχνότητα στο σπιτάκι στον κήπο μαζί μe τους υπόλοιπους, όμως δεν ήταν σίγουρη ότι το έκανε για να την αποφύγει.

Από την άλλη μεριά ο Άλεξ είχε γυρίσει στον παλιό, σκληρό εαυτό του. Ήταν τυπικός και κακόκεφος σχεδόν με όλους, ακόμη και με τον Άρη προσπαθούσε να κρατάει αποστάσεις. Σε ενάμιση μήνα όλα αυτά τα πρόσωπα θα αποτελούσα παρελθόν και θα σάπιζαν στην φυλακή. Αυτός ήταν ο σκοπός του εξ αρχής και αυτόν έπρεπε να υπηρετήσει.

Η Βανέσα κοιτούσε τα χαρτιά μπροστά της και ένιωθε πως την κοίταζαν και αυτά με απορία. Αδυνατούσε να συγκεντρωθεί, το μυαλό της έφευγε συνεχώς και ταξίδευε σε αυτόν όσο κι αν η λογική της πάλευε για το αντίθετο. Η φίλη της, η Αλκμήνη, βρισκόταν στο Λονδίνο για μία εβδομάδα λόγω δουλειάς και κόντευε να τρελαθεί από την ανία. Το κακό του να μην έχεις πολλούς φίλους, σκέφτηκε και αναστέναξε.

Ο πατέρας της δεν της μιλούσε, θαρρείς και της κρατούσε μούτρα που ο Λουπείδης έφυγε για Θεσσαλονίκη και ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Όμως ήταν σίγουρη πως θα του περνούσε, ο πατέρας της δεν μπορούσε να χάνει, όμως δεν μπορούσε επίσης να κρατάει για πολύ μούτρα στην κόρη του.

Κατέβασε την οθόνη του υπολογιστή της και σηκώθηκε από το γραφείο της. Δεν ήξερε τι να κάνει για να την ακούσει, ήθελε να του μιλήσει αλλά ήταν τόσο αγύριστο κεφάλι που δεν θα την άκουγε. Ξεκίνησε να βηματίζει αγχωμένη, όταν άνοιξε η πόρτα και πέρασε μέσα ο Μάικ.

<<Καλημέρα μικρή, ο πατέρας σου θέλει τα βιβλία, είναι έτοιμα;>>

Η Βανέσα τον κοίταξε στα μάτια και ξεφύσησε<<Όχι δεν είναι. Και γιατί δεν ήρθε ο ίδιος; Πέντε χρονών είναι ο πατέρας μου;>>

Ο Μάικ γέλασε και την σφήνωσε στην αγκαλιά του τρυφερά<<Εσείς οι Αγγελόπουλοι είστε πεισματάρηδες όσο δεν πάει. >>

Η Βανέσα κούρνιασε με ευχαρίστηση, της έλειπε πολύ μια παρηγορητική αγκαλιά αυτές τις μέρες.<<Μάικ σε παρακαλώ, πες μου για την μαμά μου>>του είπε ξαφνιάζοντας τον και τον ένιωσε που σφίχτηκε.<<Σε παρακαλώ. >>

Ο Μάικ αναστέναξε και την παρέσυρε μαζί του στον καναπέ, ακόμη χωμένη στην αγκαλιά του. Ο πατέρας της δεν της μιλούσε ποτέ για την μητέρα της, έκανε μονάχα σπάνιες αναφορές για το πόσο της μοιάζει. Ήταν το απαγορευμένο θέμα, σχεδόν ταμπού και κανείς δεν τολμούσε να αναφερθεί σε αυτό. Στο σπίτι υπήρχε ένα δωμάτιο, μονίμως κλειδωμένο με τα πράγματά της, ούτε εκεί της επιτρεπόταν η είσοδος. Λες και αυτή δεν ήταν κομμάτι της, δεν δικαιούνταν να την έχει στην ζωή της έστω και μέσω των ιστοριών και των αναμνήσεων. Ήταν μόλις ενός όταν την δολοφόνησαν, δεν έχει ούτε μια θολή ανάμνηση της μάνας της να την συντροφεύει. Πολλές φορές πίεζε τον εαυτό της να θυμηθεί έστω κάτι, την μυρωδιά της, τα χάδια της, μα μάταια.

Πιάσε με αν μπορείςWhere stories live. Discover now