Κάθομαι στην θέση μου.
«Καλημέρα» Αποκρίνεται ο πατέρας μου, και δεν τον κοιτάζω καν.

Απλά πίνω το δροσερό μου γάλα.

Ο αδερφός μου αντί για καλημέρα, ανακατευτεί ως συνήθως τα μαλλιά μου και φεύγει από το σπίτι.

«Προς τι αυτά τα μούτρα;»
Σμίγει τα φρύδια του, αφήνει την εφημερίδα που κρατάει τα χέρια του και στρέφει την προσοχή του πάνω μου.

Τι να σου προτωπω;

Για την άθλια τιμωρία, ή για την ανεξήγητη συμπεριφορά του Στέφανου απέναντι μου;

Επιλέγω το πρώτο.

«Η τιμωρία σας. Είναι ανούσια»
Εκμυστηρεύομαι ειρωνικά και αδειάζω με μιας το περιεχόμενο του ποτηριού μου, αφήνοντας το επίτηδες με δύναμη πάνω στο τραπέζι.

Ούτε ουίσκι να 'πινα δηλαδή.

«Δεν είναι ανούσια. Ξέρεις πολύ καλά πως δεν θέλουμε να κάνεις απουσίες.
Είσαι στην τελική ευθεία, θέλουμε να προσέχεις και να είσαι συνεπής στα μαθήματα σου, για να πετύχεις τους στόχους σου» Λέει σοφά. "Όχι να αφήνεις να σε παρασύρουν αγόρια"

Τι είπε μόλις;

«Έφυγα για τρεις ώρες από το σχολείο μόνη μου, δεν με παρέσυρε κανείς»
Λέω μέσα από τα δόντια μου.

«Άλλα μου είπε η μητέρα σου»
Λέει σοβαρά.

«Δεν με ενδιαφέρει τι σου είπε η μητέρα μου» Φτύνω εκνευρισμένη κοροϊδεύοντας τις λέξεις που χρησιμοποίησε και σηκώνομαι με νεύρο πάνω.

«Μην έχεις νεύρα, συζήτηση κάνουμε» Λέει ήρεμα.

Φίλος αυτό μόνο συζήτηση δεν είναι.
«Ωραία η συζήτηση, αλλά έχω σχολείο» Λέω ειρωνικά, και με μια κίνηση πιάνω την τσάντα μου από το πάτωμα.

«Θέλεις να σε πάω με το αμάξι;»

Αντί για απάντηση, κλείνω δυνατά την πόρτα.

Οι ώρες στο σχολείο περνούν βασανιστηκα θα έλεγα και ομολογώ να πω πως το να είμαι μόνη μου είναι άσχημο.

Το κουδούνι χτυπάει και η τελευταία ώρα επιτέλους έρχεται.

Με ένα σήκωμα του χεριού χαιρετάω τα κορίτσια που μπαίνουν στην δίπλα αίθουσα για να κάνουν αρχαία.

Γατάκια, μαθηματικά μόνο.

Ποτέ δεν τα πήγαινα καλά με τα αρχαία έτσι και αλλιώς.

Μπαίνω στην τάξη ετοιμαζομενη για την τελευταία βαρετή ώρα άλγεβρας.

Βγάζω το τετράδιο μου, και η πόρτα ανοίγει. Σηκώνω το βλέμμα μου και αντικρίζω τον Στέφανο.

MINE? [✓]Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα