«Γιατί η απάντηση σου ήταν πιο ξενερα πεθαίνεις»
Λέει σαν να είναι κάτι το αυτονόητο.

«Ε και; Τι να του έλεγα;
Να τώρα περίμενε έρχομαι ας πούμε;»

«Όχι άλλα μπορούσες να πεις τόσα πράγματα, και όχι κάτι τόσο ξενερωτο»
Εξηγεί εκείνη.
«Οπότε με το δίκιο του σε σνομπαρε, και ανέβασε το στορυ»
Μου κλείνει το μάτι.

«Μην μου το θυμίζεις.
Αυτό που φόραγε αυτή μόνο στραπλες μπλούζα δεν ήταν. Μαγιό ίσως»
Εξηγώ εγώ και αφήνω με νεύρα τον χυμό μου στο ξύλινο τραπέζι.

«Ήρεμα»

«Αυτό είναι το ήρεμο μου»
Λέω νευρικά.

«Ναι, καλύτερα να ηρεμήσεις όντως τώρα, έρχονται τα παιδιά»
Λέει εκείνη και γνέφω ήρεμα.

«Ολοι;»
Ρωτάω και πίνω από τον χυμο μου.

«Ολοι, και δίπλα στον Στέφανο η Κωνσταντίνα»
Στο άκουσμα του τελευταίου ονόματος, αυτόματα πνίγομαι.

Δεν θα πετάνε ετσι αυτά κοπέλα μου.

«Σιγά Φαίδρα.
Ποιος σε ματιαξε;»
Γελάει εκείνος.

Ας του βουλώσει κάποιος το στόμα.

Κανένας εθελεντης;

Εντάξει πάω πάσο.

«Ναι τόση ομορφιά, άστα άστα με ματιαξαν. Συνηθισμένα πράγματα»
Λέω περήφανα, μα μάλλον δεν κατάλαβε πως το εννοούσα στην πλάκα.

«Μάλλον αυτος που σε ματιαξε δεν έχει γουστο»
Γελάει μα εγώ όχι.
«Εντάξει μην ανησυχείς, ίσως στο μέλλον με φτάσεις»
Ειρωνευται πάλι εκείνη και θέλω να τις βγάλω τις κόκκινες τρεσες τις μια-μια με τσιμπιδακι φρυδιών.

«Είσαι γελοία»
Της λέω και κάνει μια φούσκα με την τσίχλα της.

Παίζει να έχει φάει δέκα μπαμπαλου μαζί για να είναι τόσο τεράστια.

Αλλά δεν μας ενδιαφέρει αυτό τώρα.

Κάθονται στο άλλο παγκάκι απέναντι μας. Η Κωνσταντίνα κάθεται δίπλα του και κλασσικά μόνο που δεν τον καβάλησε.

Και να πω πως δεν έχει χώρο και αναγκαστικά κάθησε τόσο δίπλα του να πω άι στα κομμάτια.

Όμως έχει τόσο χώρο οπότε καρφώνεται μόνη της.

«Ταιριάζουμε;»
Λέει ο Στέφανος και τους δείχνει.

Η Εύα κάνει μια έκφραση αηδιας κουνώντας αρνητικά το κεφάλι της.

«Βασικά ναι
Στόκος ο ένας, στόκος και η άλλη.
Κάνεται υπέροχο ζευγάρι»
Λέω σοβαρά μα η Εύα ξεσπάει σε γέλια οπότε γελάω και εγώ.

«Εγώ είμαι όμορφη. Εσύ δεν βλεπεσαι» Γελάει η Κωνσταντίνα, και δυστυχώς μαζί της και εκείνος.

«Καλό»
Γελάει ο Στέφανος.

Αουτς.

Ποια νομίζει ότι είναι; Που θα μου πει εμένα ότι δεν βλεπομαι.

Ειλικρινά όμως αυτές οι πλάκες που κάνει και με μειώνει είναι ότι χειρότερο.

Δηλαδή νταξει άραξε φίλος, ξέρω δεν είμαι καμία μουναρα αλλά είπαμε όχι και δεν βλεπομαι.

«Έχεις δίκιο, αφού δεν βλεπομαι να φύγω από δω. Και κάτσε με την άλλη που βλέπεται. Ναι;»
Φωνάζω και παίρνω το άδειο πλέον ποτήρι και πάω να φύγω, μα το χέρι του με σταματάει.

Πιάνει τον αγκώνα μου και με γυρνάει έτσι ώστε να τον κοιτάζω.

«Στην πλάκα το είπαμε»
Εξηγεί εκείνος.

«Ναι σωστά, τώρα ήταν στην πλάκα»

«Αφού το ξέρεις πως δεν ισχύει»

«Όχι ειλικρινά δεν το ξέρω.
Τη μια ετσι την άλλη αλλιώς, εγώ δεν τα μπορώ αυτα. Δεν τα θέλω»
Φωνάζω.
«Εχτές έλεγες άλλα, σήμερα άλλα.
Άμα ο σκοπος σου είναι να με μειώσεις, υπέροχα. Τα καταφέρνεις κάθε γαμημενη φορά»
Ουρλιάζω πλέον.

«Ξέρεις πως δεν-

«Άντε γαμησου Στέφανε»
Τραβάω το χέρι μου απο εκείνον με δύναμη έτσι ώστε να μπορέσω να απελευθερωθω από το κράτημα του.

~

Χελοου λοβς

Τι μου κάνετε;

Πως σας φάνηκε το κεφ;

Ελπίζω να σας άρεσε, εγώ το βρήκα πολύ δημιουργικό.

Και τσκαωθηκανε:(

Τέλος πάντων μην σας πρηξω πάλι, αυτά για σήμερα. Τα λέμε στο επόμενο.

Φιλάκια, η δικιά σας, Σία🌹

MINE? [✓]Where stories live. Discover now