Κεφάλαιο 17

82 11 2
                                    

   

     Φύγαμε σαν κυνηγημένοι απ' τον Άσφενδο. Μόλις μπήκαμε στο αμάξι, άφησα μια ανάσα που δεν ήξερα ότι κρατούσα. Έφερα το χέρι στο ύψος της καρδιάς μου, που βαρούσε στο στήθος μου αλύπητα. Τα σκληρά λόγια του Μανώλη δεν με είχαν τρομάξει• απεναντίας πλέον ήμουν περισσότερο αποφασισμένη από ποτέ να βρω την άκρη του νήματος.
    Ένα ερώτημα ταλάνιζε το μυαλό μου, το ένιωθα σαν σφυρί να χτυπάει τους κροτάφους μου: γιατί αντιδρούν όλοι έτσι όσον αφορά αυτή τη βεντέτα; Τι στο καλό έχει συμβεί, που είναι τόσο τραγικό και τα κατάλοιπα βασανίζουν τους κατοίκους των Σφακίων μέχρι σήμερα;
    "Οκ. Παρά τρίχα γλυτώσαμε" άκουσα τη φωνή του Τόλη και τον κοίταξα μέσα από τον καθρέφτη του αυτοκινήτου. Σκούπισε αγχωμένος το μέτωπό του και έπεσε βαρύς στο πίσω κάθισμα. "Τι στον πούτσο; Γιατί τους τρομάζει τόσο αυτή η βεντέτα;"
    "Θα μάθουμε" απάντησε ξερά ο Λευτέρης, ενώ έβαζε μπρος την μηχανή. Σε λίγα λεπτά, το αυτοκίνητο είχε ξεχυθεί ξανά σε έναν άγνωστο φαινομενικά δρόμο, όμως ήμουν σίγουρη ότι πηγαίναμε στο Λουτρό.
    "Πώς μπορείς να είσαι τόσο σίγουρος;" Ρώτησα ύστερα από αρκετά λεπτά σιγής.
Έστρεψε για μια στιγμή το βλέμμα του πάνω μου. Έσφιξε τα χείλη του και συνέχισε να κοιτά σοβαρός τον δρόμο μπροστά, δίχως να απαντήσει.
    Ρόλαρα τα μάτια μου και άνοιξα το ραδιόφωνο. Μέχρι να φτάσουμε στον προορισμό μας, κανένας δεν μίλησε.
   Πάρκαρε το αυτοκίνητο αρκετά ψηλά απ' την παραλιακή χώρα, σε ένα σημείο όπου η θέα σε άφηνε άφωνο.  Περπατήσαμε μέχρι το λιμανάκι, με μένα να ξεφωνίζω από ενθουσιασμό κάθε λίγο και λιγάκι. Ήταν πανέμορφα - έπρεπε να παραδεχτώ πως η Κρήτη έκρυβε περισσότερες εκπλήξεις απ' όσες μπορούσα να φανταστώ και να περιμένω.
   Καθίσαμε σε μια μικρή ψαροταβέρνα, με το κύμα να χτυπάει τα πόδια μας, εφόσον ήταν περασμένες 2 και το στομάχι μας γουργούριζε ασταμάτητα - τουλάχιστον το δικό μου. Αφού βολευτήκαμε, στράφηκα προς τον ξάδερφό μου.
   "Θα πάρεις τηλέφωνο τον φίλο του πατέρα σου;"
   "Δεν χρειάζεται" είπε χωρίς να με κοιτάει, ενώ έψαχνε κάτι στο κινητό του. Έσμιξα τα φρύδια απορημένη, έτοιμη να μιλήσω, μα με πρόλαβε. "Η ταβέρνα αυτή είναι δική του. Θα έρθει όπου να'ναι και θα του μιλήσουμε".
   Κούνησα το κεφάλι μου συγκαταβατικά και συνέχισα να αγναντεύω το Λιβυκό πέλαγος. Δεν είχε πολύ κόσμο η περιοχή, αν και η ομορφιά της σε καθήλωνε.
   "Οι περισσότεροι προτιμούν τη Χώρα των Σφακίων, κυρίως επειδή εκεί σε αφήνει το καραβάκι μετά το Φοινικόδασος και το φαράγγι της Σαμαριάς" σαν να διάβασε τις σκέψεις μου, ο Λευτέρης μού έλυσε την απορία πριν καν την σχηματίσει ο νους μου.
   "Είναι πανέμορφα εδώ" ψέλλισα μελαγχολικά.
   "Αυτό το λες για κάθε μέρος που συναντάς στην Κρήτη" με πείραξε ο Τόλης.
   "Δεν φταίω εγώ που ο παράδεισος βρίσκεται στην Κρήτη!"
   "Κι ακόμα δεν έχεις δει τίποτα..." Μου έκλεισε το μάτι ο Λευτέρης.
   Τον κοίταξα και χαμογέλασα. "Είμαι σίγουρη γι'αυτό".
   Παραγγείλαμε σχεδόν τα πάντα από θαλασσινά - φρέσκα μπακαλιαράκια και σαρδέλα στην σκάρα, μύδια, γαρίδες σαγανάκι, χταποδάκι ξυδάτο, καλαμαράκια τηγανητά, ψαρόσουπα. Με την συνοδεία, φυσικά, γευστικής, σπιτικής τσικουδιάς, χαλαρώναμε σαν να ήμασταν απλά τρεις φίλοι, δίχως να μαρτυρούν τα πρόσωπά μας το άγχος και την απογοήτευση με την οποία είχαμε έρθει αντιμέτωποι λίγη ώρα πριν.
   Κατά τις 4, έφτασε στο μαγαζί ο φίλος του θείου μου, ο κύριος Μύρος Αναγνωστάκης.
   "Απόστολε!" Η σεντόρια φωνή του κυρίου Μύρου που φώναξε τον ξάδερφό μου με το βαφτιστικό του, μας έκανε να στραφούμε έκπληκτοι και οι 3 προς την είσοδο της ψαροταβέρνας. Ήρθε σχεδόν τρέχοντας προς το μέρος μας, κάνοντας νόημα στον σερβιτόρο, "Φέρνε τσικουδιά και γραβιέρα να φιλέψουμε τα κοπέλια!"
   "Πώς είσαι, Μύρο; Βλέπω καλά βαστάς" άνοιξε συζήτηση ο Τόλης.
   "Ίντα να κάμνω, μωρέ; Μας επήρανε τα κρόνια. Ποιος άνεμος καλός σας φέρνει σε τούτο το μέρος;"
   Ο Τόλης στράφηκε προς το μέρος μου. "Από δω η ξαδέρφη μου, η Αγγελική..." Ο κύριος Μύρος τον έκοψε απότομα.
   "Η κόρη του Σεραφείμ είσαι εσύ, μωρέ;" Είπε γουρλώνοντας τα μάτια του.
   "Ναι..." Ψέλλισα αμήχανη.
   "Γιάντα δεν το λες; Πωπω, γυναίκα έγινες εσύ! Σα χθες θυμούμαι που ήρθατε τσι Κρήτη για να σε βαφτίσουν! Φτου σου, κοπελάρα μου" σηκώθηκε όρθιος και βάλθηκε να με φιλάει σταυρωτά.
   Γέλασα απαλά και κοίταξα πάνω απ' τον ώμο του κυρίου Μύρου τον Λευτέρη.  Έγνεψε και εκείνος, σα να μου έλεγε πως όλα θα πάνε καλά εν τέλει.
   "Και συ;" Στράφηκε προς τον Λευτέρη.  "Από πού μας έρχεσαι;"
   "Χανιώτης είμαι. Ο πατέρας μου ήταν από τον Κίσσαμο, η μάνα μου βέρα Χανιώτισσα".
   "Ήταν ε; Νογώ σε" Κούνησε με λύπη ο κύριος Μύρος το κεφάλι. "Ζωή σε λόγου σου, σύντεκνε. Πώς λέγεσαι;"
    "Καραγιαννάκης" απάντησε μονολεκτικά ο Λευτέρης.
   "Καραγιαννάκης;" Έσμιξε τα φρύδια του σκεπτικός. "Πώς τον έλεγαν τον πατέρα σου; Είχα έναν γνωστό οινολόγο με αυτό το επίθετο".
    "Λεωνίδα τον έλεγαν. Κι όντως, ο πατέρας μου είχε οινοποιείο. Βέβαια, τώρα το λειτουργώ εγώ και οι αδερφές μου" εξήγησε ο Λευτέρης.
   "Ίντα'πες μωρέ;" Πετάχτηκε ξανά πάνω ο κύριος Μύρος. "Ο γιος του Λεωνίδα είσαι εσύ;"
   "Γνωρίζατε τον πατέρα μου;"
   "Μα φυσικά! Από εκείνον έπαιρνα - και παίρνω ακόμη - το καλύτερο κρασί ούλης τσι Κρήτης για την ταβέρνα μου. Κοίτα να δεις πόσο μικρός είναι ο κόσμος!" Αναφώνησε ενθουσιασμένος. "Αν μου 'λεγε κάποιος ότι σήμερα θα έπαιρνα τόση χαρά, δένε θα τόνε πίστευα!" Στράφηκε ξανά προς τον σερβιτόρο. "Λιάκο! Φέρνε τσικουδιά, γιάντα δένε μας εβλέπω καλά! Θα κουζουλαθώ τελείως!"
   Ήρθε αμέσως και το δεύτερο μισόλιτρο τσικουδιά, που το ήπιαμε σχεδόν μονοκοπανιά. Λίγο η συγκίνηση, λίγο η χαρά, λίγο ο κύριος Μύρος με τον καλόκαρδο χαρακτήρα του, ξεχάσαμε τον Μανώλη που υπέθετε ο Λευτέρης ότι θα έρθει να μας βρει.
   Οι μαντινάδες απ' τους δυο Κρητικούς της παρέας έδιναν και έπαιρναν. Μία για την Κρήτη, μία για την λευτεριά, μία για την τσικουδιά, μία για τον έρωτα. Ένιωθα κάθε λεπτό που περνούσε πιο ευτυχισμένη από ποτέ. Και σε αυτή τη σκέψη αναρίγησα.
   Η ευτυχία είναι, λένε, δύσκολο να αποκτηθεί, αλλά πολύ εύκολο να φύγει. Μια στιγμή χρειάζεται μονάχα για να γκρεμιστεί.
    Κι αν έρθει αυτή η στιγμή... Τι θα κάνω;
   "Τι σκέφτεσαι και μελαγχόλησαν τα δυο όμορφά σου μάτια;" Άκουσα την βραχνή φωνή του μέσα στο αυτί μου. Είχε περάσει το χέρι του γύρω απ' τον ώμο μου και μου χάιδευε απαλά το μπράτσο.
    "Πώς η ευτυχία μπορεί να χαθεί σε μια στιγμή".
   "Μην κάνεις απαισιόδοξες σκέψεις. Όλα θα πάνε μια χαρά".
   Γύρισα το βλέμμα μου πάνω του, "Δεν το βλέπω, αλλά ελπίζω να έχεις δίκιο".
   "Θα τα κάνω εγώ να πάνε" κατέληξε και φίλησε απαλά τη μύτη μου. Χαχάνισα ερωτοχτυπημένα και στράφηκα προς τον κύριο Μύρο, που χαμογελούσε στραβά.
   "Όταν πρωτοχτυπά η καρδιά ,το αίμα κάνει στάση, κι αφήνει δρόμο ανοιχτό τσ' αγάπης να περάσει" μας έκλεισε το μάτι και σήκωσε ψηλά το ποτήρι του. "Εβίβες, σύντεκνοι!"
   "Εβίβες!"
   Την ώρα που αφήναμε τα άδεια ποτήρια μας στο τραπέζι, μια γνώριμη φιγούρα μας πλησίασε με γοργό βήμα.
   "Το 'ξερα πως θα 'ρθεις τελικά" είπε ο Λευτέρης, δίχως να του ρίξει βλέμμα.
   Ο Μανώλης κούνησε απλά το κεφάλι του και μας χαιρέτησε. Ο Τόλης τον προέτρεψε να πάρει μια καρέκλα από ένα διπλανό τραπέζι και κάθισε μαζί μας.
   "Δεν ξέρω αν μπορώ να φανώ χρήσιμος. Σας είπα ήδη την άποψη μου" ξεκίνησε να λέει σχεδόν αμέσως. "Τι κάνετε, κύριε Μύρο;"
   "Προσπαθώ, κοπέλι. Ίντα κάμνεις εσύ δαμέ;"
   "Τα κοπέλια από δω γυρεύουνε μπελάδες" είπε με κάπως ειρωνικό τόνο.
   Ένιωσα τον Λευτέρη δίπλα μου να τσιτώνει. Στράφηκα προς τον Μανώλη με στενεμένα μάτια.
   "Μπελάδες το λες εσύ; Γιατί εμείς απλά θέλουμε να μάθουμε την αλήθεια για την οικογένειά μας! Ξάδερφε!" Ανταπάντησα με ειρωνεία.
   "Έχεις τσαγανό, μικρή. Πρόσεχε γιατί μπορεί να μην σου βγει σε καλό".
   "Το αν θα μου βγει σε καλό, άσε με εμένα να το αποφασίσω".
   "Ε! Κοπέλια!" Μας έκοψε ο κύριος Μύρος σε ρόλο πυροσβέστη. "Δεν ήρθατε εδαμέ για να σφαχτείτε. Μόνο με ηρεμία λύνονται αυτά τα θέματα".
    Του είχαμε πει επακριβώς τι αποζητούσαμε: λύτρωση. Για εμάς, για την οικογένειά μας, για όλα. Ήξερε πόσο πολύ θέλαμε να λυθεί το οποίο ζήτημα, χωρίς να υπάρξουν αντιμαχίες και - στην χειρότερη των περιπτώσεων - νέες βεντέτες.
    "Μπορείς να μας πεις μόνο όσα χρειάζεται να ξέρουμε. Από κει και πέρα, θα αποφασίσουμε εμείς τι θα κάνουμε"
Πρόσθεσε ο ξάδερφός μου ήρεμα. "Θα προσπαθήσουμε να μην σε αναμείξουμε άλλο σε αυτό. Αρκετά έχεις περάσει και εσύ, αλλά και όλοι μας με αυτή την γαμωκατάσταση".
    Φάνηκε να το σκέφτεται. Έξυσε νευρικά τα μούσια του, πριν σηκώσει το βλέμμα του πάλι πάνω στον Τόλη.
    "Τότε, ας το πιάσουμε απ' την αρχή..."







🖤🖤🖤




Στην καρδιά της Κρήτης, μπορείς να βρεις τον προσωπικό σου παράδεισο. Δεν είναι μόνο τσικουδιά, όμορφα τοπία, άνθρωποι με τσεμπέρια και μπαλωθιές.

Είναι η τρέλα, η αγάπη για ζωή, η ξεγνοιασιά, οι όμορφοι άνθρωποι, ο χορός, οι ιστορίες που έχουν να μας πουν.

Είναι όλα.

Είναι ο παράδεισος.


Σας ευχαριστώ για την στήριξη σας ...

Kisses,
-Angel.

Ο παράδεισός μουΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα