Κεφάλαιο 10

93 10 6
                                    




   "Τ-τι εννοείς, Λευτέρη;" Η καρδιά μου κόντευε να σπάσει.
Αναστέναξε δυνατά. Μα δε μίλησε.
   "Πες μου!"
   "Όταν ο Τόλης μου είπε ότι έχετε καταγωγή απ' την Κρήτη, συγκεκριμένα απ' τα Σφακιά" άρχισε να λέει δίχως να με κοιτάει, "θυμήθηκα τούτον τον μύθο που έλεγε πάντα η γιαγιά μου όταν ήμασταν μικρά σε μένα και την αδερφή μου". Άναψε ένα τσιγάρο και αφού φύσηξε τον καπνό συνέχισε, "Νόμιζα ότι ήταν παραμύθι στην αρχή, αλλά πριν λίγο καιρό πέτυχα κάτι Σφακιανούς που μου είπαν πως..." Με κοίταξε θαρρετά στα μάτια, "Είναι αλήθεια, Αγγελική. Και δυστυχώς η βεντέτα βαστά ακόμα. Μάλιστ-"
   "Μην το πεις!" Τον παρακάλεσα. Δάκρυα μούσκεψαν τα μάγουλά μου.
   "Οι συγκεκριμένοι ήταν..."
   "Λευτέρη... Σε παρακαλώ... Πολύ..."
   "Ήταν απόγονοι του Σηφοδασκαλάκη. Του νέου που έφυγε αυτοβούλως στην εξορία" με αποτελείωσε.
   Βαριά σιγή έπεσε ανάμεσά μας. Δάκρυα βουβά και πονεμένα ανάβλυζαν από τα μάτια μου.
   "Όχι, δε μπορεί!"
   "Κι όμως, Αγγελική..."
   "Σταμάτα!" Φώναξα εξουθενωμένη. "Δε μπορεί να αφορά εμάς αυτή η βεντέτα!"
   "Γιατί είσαι τόσο σίγουρη; Πού το ξέρεις;"
   "Επειδή..." κόμπιασα απότομα.
   "Δεν ξέρεις τι έγινε τότε! Δεν μπορείς να είσαι σίγουρη ότι δεν αφορά εσάς αυτή η βεντέτα!"
   "Ναι, αλλά ούτε μπορώ να είμαι σίγουρη ότι αφορά εμάς!"
   "Ξέρω πώς σου έπεσαν πολλά μαζεμένα..." με αγκάλιασε προστατευτικά, "όμως δεν είναι ανάγκη να απελπίζεσαι. Θα βρούμε την άκρη".
   "Όχι, Λευτέρη!" Απομακρύνθηκα εκνευρισμένη από κοντά του. "Δεν θα βρούμε την άκρη! Αν όντως πρόκειται για εμάς..." ξεφύσησα κλείνοντας τα μάτια μου. "Αυτή η βεντέτα είναι ζωντανή και θα κάνουμε τα πράγματα χειρότερα, αν βρούμε όντως το σόι μας - λάθος, σόγια μας! Και στην τελική τι θα τους πούμε; Α γεια σας, είμαστε οι απόγονοι αυτών που άρχισαν την βεντέτα! Ξέρετε για ποια λέμε, αυτήν που σκότωσε ο πατέρας την ίδια του την κόρη;"
   "Ή μπορεί να τους ενώσετε" είπε απλά, κοιτώντας με επίφοβα.
   "Θα αστειεύεσαι!" Γούρλωσα τα μάτια έκπληκτη.
   "Άκουσέ με!" με ταρακούνησε λιγάκι, "Είναι η ευκαιρία να μπει ένα τέλος σε αυτή τη διαμάχη που κρατά - πόσο, 200 χρόνια;"
   "Δεν καταλαβαίνεις, γιατί δεν είσαι εσύ αυτός που βρίσκεται στη μέση μου!" Φώναξα έξαλλη.
   Τον είδα να κοκκαλώνει στη στιγμή. Η έκπληξη στα μάτια του αντικαταστάθηκε από θυμό.
   "Λευτέρη... Δεν εννοούσα..." Έκανα να κρατήσω το χέρι του, μα το αποτράβηξε. Τον κοίταξα λυπημένη. "Απλά..."
   "Θαρρείς πως με ξέρεις, Αγγελική;" Με έκοψε άγρια. "Έχεις ιδέα τι έχω περάσει εγώ και η δική μου οικογένεια;"
   "Όχι, αλλά..."
   "Τότε μην μιλάς σαν να τα ξέρεις όλα!" Είπε πιο αγριεμένος από ποτέ. "Επειδή ξέρω πως είναι να σφάζονται δικοί σου άνθρωποι εξαιτίας μιας παμπάλαιας, ηλίθιας βεντέτας, για ένα αμπέλι συγκεκριμένα, προσπαθώ να σε κάνω να δεις την αλήθεια!"
   "Η οποία είναι...;"
   "Πώς ήρθε ο καιρός να σταματήσουν πια οι σκοτωμοί!" Ούρλιαξε, ενώ σηκωνόταν όρθιος. "Πως είναι μεγάλη ηλιθιότητα να σκοτώνονται για το τίποτα, για κάτι που έγινε αιώνες πριν! Γαμώ το φελέκι μου, γαμώ!"
   "Έχεις δίκιο, μην βρίζεις όμως!" ένευσα καταφατικά. "Ό,τι και να πεις, έχεις δίκιο. Αλλά δεν αναιρεί το γεγονός ότι μπορεί να τα κάνουμε χειρότερα, αν εμφανιστούμε απ' το πουθενά! Μπορεί να θελήσουν να μας σκοτώσουν και εμάς μαζί!"
   "Όπως είπες... Μπορεί" με κοίταξε έντονα. "Δεν θα αφήσω να σας συμβεί το οτιδήποτε. Και φυσικά, δεν θα πάμε να τους βρούμε με την μία. Θέλει τρόπο, όχι κόπο, για να έρθουν τα πράμματα όπως τα θέλουμε. Με νογάς;" Με κράτησε στην αγκαλιά του, κοιτώντας με ακόμα.
   "Νογάς;" Απόρησα.
   "Ξεχνιέμαι συνεχώς, νομίζω ότι καταλαβαίνεις τα κρητικά" κούνησε το κεφάλι του γελώντας ελαφρά. "Νογώ σημαίνει καταλαβαίνω..."
   "Ναι" η παλάμη μου αγκάλιασε απαλά το αξύριστο μάγουλό του. "Νογώ σε, τότες" ανταπάντησα σα γνήσια Κρητικοπούλα.
   Μου χαμογέλασε κουρασμένα  "Τότε άφησε με να σας βοηθήσω... Έχω τη δύναμη και τα μέσα να το κάνω".
   Του έκλεισα το στόμα με ένα απαιτητικό φιλί.
   Είχα σκοπό να αφεθώ πάνω του. Τον πίστευα. Πίστευα πως ήθελε όντως να μας βοηθήσει, γιατί καταλάβαινα πως είχε περάσει και εκείνος πολλά, μεγαλωμένος μέσα σε μια βεντέτα, όπως μου είχε εξομολογηθεί.
   Ήξερα πως κοντά του ένιωθα μονάχα ασφάλεια. Και κάτι άλλο, αδιευκρίνιστο, που έκανε τις πεταλούδες στο στομάχι μου να χορεύουν ξέφρενα.
   "Σε εμπιστεύομαι" είπα μόνο και τον αγκάλιασα σφιχτά.
 
    Μετά από αυτούς τους αμοιβαίους, βουβούς "όρκους" που ανταλλάξαμε, ξεκινήσαμε να βρούμε τον Τόλη. Είχε ήδη πάει στο μαγαζί που ήμασταν προηγουμένως, στο μοναστήρι του Καρόλου, όπου πλέον στην παρέα είχε προστεθεί και ο Πάμμυ.
   Κοιτώντας τον, κατάλαβα αμέσως πως ο ξάδερφός μου ήξερε. Είχε καταλάβει πως ο Λευτέρης μου είχε πει σχεδόν τα πάντα γι' αυτό που τον απασχολούσε. Του χαμογέλασα εφησυχαστικά και τον αγκάλιασα σφιχτά, σαν να του έλεγα πως είμαι εδώ για εκείνον και για την οικογένειά μας.
   Είχαμε μια βουβή συμφωνία, που ό,τι χρειαζόταν να ειπωθεί, βγήκε απ' τα μάτια μας. Βέβαια, παρέλειψα να του πω το οτιδήποτε σχετικά με μένα και τον Λευτέρη, αν και είμαι σίγουρη πως ήξερε βαθιά μέσα του. Δεν ήταν χαζός ο ξάδερφος μου. Ήταν σίγουρα μυστήριος, με τις δικές του παραξενιές, μα δε μπορούσα να του κρυφτώ.
   Διασκεδάσαμε μέχρι το πρωί, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα που θα μπορούσε να μας χαλάσει έστω και λίγο τη διάθεση. Τα ποτά έρεαν άφθονα, η μουσική πλέον είχε γίνει πιο ξέφρενη, ο κόσμος περισσότερος, αλλά η διάθεσή μου βρισκόταν στα τάρταρα. Απέφευγα τον Λευτέρη, όσο μπορούσα, δεν ξέρω γιατί. Εκείνος το κατάλαβε, μα δε μου μίλησε. Με άφηνε να παλεύω μόνη μου, με τους δαίμονές μου, με μόνη μου συντροφιά τη μουσική - και φυσικά το ποτό και το τσιγάρο - όπως ακριβώς ήθελα.
   Όταν κάποια στιγμή ένιωσε πως το παράκανα, με τράβηξε στην αγκαλιά του και με κοίταξε ερευνητικά.
   "Τουλάχιστον νιώθεις καλύτερα;" Με ρώτησε κουρασμένα.
  "Νιώθω τέλεια!"
   "Κατάλαβα..." Έξυσε νευρικά τον αυχένα του.
   "Λευτέρη" τον αγκάλιασα ναζιάρικα. "Σε ευχαριστώ για όλα" φίλησα την άκρη της μύτης του και χαχάνισα ερωτοχτυπημένα.
   "Δεν έχεις λόγο να ζητάς ευχαριστώ" μου χάιδεψε τα μαλλιά κοιτώντας με γλυκά. "Θέλω να σε δω πραγματικά ευτυχισμένη. Μην με περάσεις για κανέναν φλώρο, συνήθως δεν είμαι έτσι".   
   Ένιωθα να λιώνω. "Είσαι τέλειος" είπα απλά και τον φίλησα, αφήνοντας ελεύθερα τα συναισθήματά μου μέσα σε τούτο το φιλί, που ανταπέδωσε με την ίδια θέρμη.
   Πριν ένιωθα πως δεν έπρεπε να δώσω δικαιώματα, τώρα όμως δεν με ένοιαζε τίποτα άλλο πέρα από εκείνον.
   Στην Κρήτη, είχα βρει ξανά την οικογένειά μου. Το ένιωθα, κάτι μέσα μου είχε αλλάξει.
   Όλα θα ξεκαθάριζαν το πρωί. Όλα θα φαίνονταν πιο εύκολα, πιο ωραία, πιο... Δυνατά.
   Τώρα, όμως, ήμασταν μόνο εγώ και αυτός.
   Κι αυτό είχε μονάχα σημασία...




  🖤🖤🖤

Δυο-τρια πραγματάκια θέλω να πω μόνο:

Spread the love !
(Εξαπλώστε την αγάπη!)

Είναι η αγάπη που κάνει τον κόσμο να γυρίζει.
(Γαλλική παροιμία)

Kisses
-Angel

Ο παράδεισός μουΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα