Κεφάλαιο 2

162 13 2
                                    

 

(Σούδα Χανίων, διαδρομή προς τα Χανιά)

Ουπς! Αυτή η εικόνα δεν ακολουθεί τους κανόνες περιεχομένου. Για να συνεχίσεις με την δημοσίευση, παρακαλώ αφαίρεσε την ή ανέβασε διαφορετική εικόνα.

(Σούδα Χανίων, διαδρομή προς τα Χανιά)


***



-Δε μπορώ να ζήσω μακριά της.
-Πώς την λένε;
-Κρήτη!
💙




***






   "Αγγελική!" μια γνώριμη φωνή με έβγαλε απ' την ονειροπόλησή μου.
  "Πάμμυ!" ούρλιαξα με τη σειρά μου και έτρεξα προς το μέρος του φίλου μου. Τον αγκάλιασα σφιχτά και άρχισε να γελάει δυνατά. Το παρατσούκλι που του είχαμε βγάλει ήταν μια αστεία, κατά κάποιον παράλογο λόγο, σύντμιση του ονόματός του: Γιάννης Παπαδημητρίου. Πάντα απορούσα πώς ήταν αυτό δυνατόν, δε κολλούσε στα δικά μου αυτιά. Με τα χρόνια όλοι τον ήξεραν ως Πάμμυ, ενώ αν τον αποκαλούσε κανείς με το όνομά του παραξενευόμασταν όλοι.
  "Σιγά ρε Κούλα, θα με πνίξεις" είπε περιπαιχτικά ενώ τον απελευθέρωνα απ' την αγκαλιά μου. Είχε μια μανία να με φωνάζει Κούλα. Ήταν ο μοναδικός τον οποίο άφηνα να με προσφωνεί έτσι. Απεχθανόμουν -και ακόμα απεχθάνομαι- τα υποκοριστικά του ονόματός μου και αρκετές φορές δε γύριζα επίτηδες όταν με φώναζαν διαφορετικά απ' το "Αγγελική".
   Πήρε την υπερβολικά γεμάτη βαλίτσα μου και την τράβηξε μέχρι το σκούτερ του. Τον ακολούθησα πειθήνια, δίχως να σταματάω να χαμογελάω. Η αλήθεια είναι ότι μου είχε λείψει πολύ ο φίλος μου -είχα να τον δω πάνω από 6 μήνες. Τον περιεργάστηκα για μερικά δεύτερα. Είχε αφήσει πιο πολλά μούσια απ' ο,τι συνήθιζε και φαινόταν αρκετά αδυνατισμένος, αλλά και πιο ανανεωμένος.
  "Πώς ήταν το ταξίδι σου;"
  "Ήσυχο" απάντησα χαμογελαστά.
  "Γκομενάκια είχες δίπλα σου;" με ρώτησε κλείνοντάς μου το μάτι παιχνιδιάρικα.
  "Δεν τα προλάβαινα!"
  Αρχίσαμε και οι δύο να γελάμε. Ο Πάμμυ γενικά ήταν άνθρωπος που πείραζε όλον τον κόσμο, με ένα τεράστιο χαμόγελο μονίμως κολλημένο στο πρόσωπό του. "Το χαμόγελο του Πάμμυ" είχε αντικαταστήσει τον όρο "το χαμόγελο της ευτυχίας" για την παρέα μας προ πολλού.
  "Ο Αποστόλης;" ρώτησα καθώς περνούσαμε τον κεντρικό δρόμο.
  "Ο ξάδερφός σου είχε βγει με τα παιδιά απ' την δουλειά και γύρισε στο σπίτι λιώμα, οπότε ήρθα εγώ γιατί δεν έβλεπε να οδηγήσει. Έπεσε ξερός στο κρεβάτι".
  Κάγχασα γελώντας λίγο.
  "Δεν περίμενα και τίποτα άλλο από εκείνον..."
  "Έχει ξεφύγει αυτός, να ξέρεις. Μάζεψε 4 χιλιάρικα απ' τη δουλειά μέσα σε 2 μήνες και έφαγες τα 2,5 μέσα σε δύο εβδομάδες" ανασηκώσει τους ώμους του ο Πάμμυ.
  Κοκκάλωσα με μιας.
  "Τι έκανε λέει;" ούρλιαξα έξαλλη. "Είναι βλάκας; Μα, τι ρωτάω και εγώ!"
  "Κούλα, η βαλίτσα δεν χωράει εδώ" μου έδειξε ο Πάμμυ απαθέστατος το κενό ανάμεσα στη μούρη του σκούτερ και του καθίσματος. "Τι έχεις βάλει μέσα και έχει φουσκώσει έτσι; Όλη σου την προίκα έφερες;"
  "Με δουλεύεις;" ήμουν ένα βήμα πριν την υστερία.
  "Αφού δεν χωράει!"
  "Όντως έφαγε 2,5 χιλιάρικα μέσα σε δύο εβδομάδες;" δε μπορούσα ακόμα να το χωνέψω αυτό που έκανε ο ξάδερφος μου.
  "Α, καλά... Εκεί κόλλησες εσύ..." κούνησε το κεφάλι του ειρωνικά. "Λοιπόν, έλα να με βοηθήσεις με τη βαλίτσα και τα λέμε στο σπίτι".
  Ξεφύσησα απηυδισμένη και κοίταξα τη βαλίτσα που πάλευε να σφηνώσει ο φίλος μου.
  "Θες να βγάλω δύο πράγματα να φύγει αυτό το εξόγκωμα εδώ;" έδειξα το πάνω μέρος της.
  "Μπορείς;"
  "Θα χρειαστεί να την ανοίξω, αλλά δεν είναι κάτι" έσκυψα στο ύψος της βαλίτσας.
  Άνοιξα το φερμουάρ και άρχισα να βγάζω τα μπουκάλια που είχα τοποθετήσει πάνω-πάνω.
  "Όντως τώρα;" ο Πάμμυ κράτησε το μπουκάλι με το σαμπουάν στο χέρι. "Έφερες 4 κρεμες, 2 σαμπουάν, 2 λάδια μαυρίσματος και -τι είναι αυτό;" Έσμιξε τα φρύδια του φέρνοντας στο ύψος των ματιών του ένα ακόμη μπουκαλάκι.
  "Αυτό" το τράβηξα απ' το χέρι του," λέγεται βαλσαμόλαδο και είναι για εγκαύματα και εκδορές. Και οι κρέμες μου είναι για διαφορετική χρήση η καθεμία!"
  "Δεν έχω λόγια για σένα αυτή τη στιγμή, Κούλα..."
  "Τ' απολύτως απαραίτητα πήρα".
  "Μα το βλέπω!"
  Έκλεισα το φερμουάρ βιαστικά, ενώ ο Πάμμυ έβαζε 10 ολόκληρα μπουκαλάκια που έβγαλα από μέσα στην μπακαζιέρα.
  Ναι, ίσως να μην χρειάζονταν όλα αυτά τα μπουκαλάκια...
Σφήνωσε πανεύκολα την βαλίτσα εκεί όπου ήθελε και μου έδωσε ένα μαύρο κράνος, προσταζοντάς με να το φορέσω.
  "Θα πάει μακριά αυτή η βαλίτσα;" είπε δήθεν σοβαρός δείχνοντας μου προς το μέρος των πραγμάτων μου.
  Ρόλαρα τα μάτια μου ειρωνικά, αλλά δε μπόρεσα να κρατήσω το γέλιο μου.
  "Έλεος ρε Πάμμυ!"
  "Κρατήσου καλά, μην μας πέσεις και έχουμε δράματα" είπε ενώ τοποθετούσε γερά τα χέρια μου στη μέση του.
  "Το 'χω!" δήλωσα με αυτοπεποίθηση.
  Το μηχανάκι ξεκίνησε και απ' την επιτάχυνση, κοντεψα να φύγω πίσω. Ο Πάμμυ έκοψε ταχύτητα, αλλά τον διαβεβαίωσα ότι ήμουν μια χαρά. Η διαδρομή απ' την Σούδα μέχρι τη Χαλέπα, την περιοχή όπου έμενε ο φίλος μου, ήταν πραγματικά μαγευτική.
  Η πρωινή δροσιά ήταν αισθητή, μα τίποτα δε με άγγιζε. Δύο σειρές φοίνικες απλώνονταν κατά μήκος του λιμανιού μέχρι ενός σημείου και στην ήρεμη θάλασσα καθρεφτιζόταν σιγά σιγά ο ήλιος που ξεπρόβαλε απ' τα βράχια.
  Δε μπορούσα να κρύψω τον ενθουσιασμό μου και ο Πάμμυ κάθε φορά μου τον ενίσχυε. Μου έδινε πληροφορίες για τα πάντα τριγύρω και, παρόλο που ήταν 8 το πρωί, η κίνηση στην ευρύτερη περιοχή ήταν αυξημένη -λόγω τόσο του ότι ήταν Δευτέρα και πολλοί δούλευαν, όσο και της αποβίβασης του πλοίου.
  "Πεινάς;" με ρώτησε έξαφνα, για να συνειδητοποιήσω ότι είχα να φάω απ' το μεσημέρι της προηγούμενης μέρας.
  "Ναι!" φώναξα για να ακούσω μέσα απ' το κλειστό κράνος μου.
  "Πάτα το κουμπί μπροστά απ' το κράνος ρε βλάκα, για να ανεβάσεις το τζαμάκι, δεν σε ακούω" με συμβούλεψε ο φίλος μου. Με την 5η προσπάθεια τα κατάφερα. "Τι θέλεις να φάμε;" επέμενε.
  "Κάτι σαν σφολιάτα σκεφτόμουν... Ξέρεις, όπως όταν γυρίζουμε απ' τα μεθύσια μας στο χωριό και πάμε στον φούρνο του θείου Γιάννη".
  "Το περίμενα ότι θα έλεγες αυτό".
  "Θα φας και εσύ;"
  "Τώρα τι ρωτάς;" Γέλασε ο Πάμμυ. "Είναι δυνατόν να μην φάω; Εγώ;"
  "Ναι, σωστά, έπρεπε να το φανταστώ".
  "Πάντα τρώω, αφού τα ξέρεις..."
  Σταματήσαμε με έναν φούρνο λίγο πιο κάτω απ' το σπίτι. Επέμενα να τον κεράσω, παρά τις αντιρρήσεις του φίλου μου, όμως δε γινόταν να το αφήσω έτσι. Εξάλλου, στο σπίτι του θα εμένα όσο καιρό βρισκόμουν στα Χανιά, ήταν το λιγότερο που μπορούσα να κάνω.
  Φάγαμε ανταλλάσσοντας τα νέα μας. Περισσότερο τον άφηνα να φλυαρεί για την νέα του κοπέλα, την Φένια, το ποσό ερωτευμένος είναι, το ποσό κουράζεται στο κυριλέ εστιατόριο που εργαζόταν εκείνη την περίοδο, ενώ πετούσα και εγώ που και που δύο-τρεις φράσεις για να δείξω πως συμμετέχω ενεργά στη συζήτηση.
  Η αλήθεια όμως ήταν ότι δεν είχα όρεξη για τίποτα. Κι ας ήμουν υπερβολικά χαρούμενη που βρισκόμουν επιτέλους εκεί...
  Όταν μπήκαμε στο σπίτι, ένιωσα την κούραση του ταξιδιού να με καταβάλει. Δεν έβλεπα την ώρα να ξαπλώσω και να κοιμηθώ. Ο Πάμμυ μου έδωσε ένα σετ σεντόνια και με ενημέρωσε ότι θα κοιμηθώ στον διπλό καναπέ, για να είμαι άνετα και προπάντων μόνη μου. Εκείνος ξάπλωσε δίπλα απ' τον κοιμισμένο ξάδερφό μου, στο τεράστιο -και ολοκαίνουργιο- κρεβάτι του υπνοδωματίου. Τον ευχαρίστησα για πολλοστή φορά μέσα σε μισή ώρα και κινήθηκα προς το σαλόνι.
  Έστρωσα τον καναπέ όπως-όπως, πέταξα τα βρώμικα ρούχα που τα ένιωθα να κολλούν πάνω μου, φόρεσα ένα μακό μαύρο μπλουζάκι και ένα γαλάζιο σορτσάκι και έπεσα σαν σακί με πατάτες στο μαλακό στρώμα.
  Και φυσικά, δεν κατάλαβα το πότε αποκοιμήθηκα...






***

Κρήτη μου, αγαπημένη... 💙

Καιιι.... Συνεχίζεται η ιστορία, σιγά σιγά...
Αυτά από μένα.
See you next time!!!
-Angel

Ο παράδεισός μουΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα