Αρχίζουμε να τρώμε.
Ο Στέφανος μέσα σε τρία λεπτά έχει ήδη τσακίσει όλο το περιεχόμενο του πιάτου του και ο Μάριος το ίδιο.

«Πάμε να ζουμε τηλεόραση;
Έχει καρτούν»
Προτείνει ενθουσιασμένος ο Μάριος και γνέφω θετικά.

«Φυσικά, πήγαινε μέσα.
Θα μαζέψω τα πιάτα και θα έρθω και εγώ»

Εκείνος τρέχει στο σαλόνι και κάθεται στον καναπέ.

Βάζω τα πιάτα στην βρύση, και βάζω σαπούνι στο σφουγγάρι για να τα πλύνω.

«Δεν χρειάζεται να τα πλύνεις»
Πιάνει το χέρι μου, σταματώντας με.

«Δεν πειράζει, δεν είναι κόπος»
Ανασηκώνω τους ώμους μου.
Έχει κάτσει στον πάγκο και με παρατηρεί.

«Αυτό που κάνεις είναι κριπι»

«Απλά κοιτάζω»
Γελάει.

Στεγνώνω τα πιάτα με την πετσέτα και τα βάζω στο ντουλάπι.

Ο Μάριος έρχεται σε εμάς.
«Τι λέτε εσείς εδώ;»
Ρωτάει ύποπτα και χαμογελάει.

«Τίποτα που να σε ενδιαφέρει»
Παίρνει τον λόγο ο Στέφανος και κατεβαίνει από τον πάγκο.
Ανοίγει την κατάψυξη και βγάζει ένα μεγάλο οικογενειακό παγωτό από εκεί μέσα.

«Αγόρι μου τρως παγωτό χειμωνιάτικα;»

Ένα χαμόγελο σχηματίζεται στο πρόσωπο του.
«Πρώτον δεν είμαι αγόρι σου, εκτός και αν θες πολύ. Κάτι μπορούμε να κάνουμε. Και δεύτερον, είναι μόνο Οκτώβριος. Φυσικά και τρώω παγωτό»
Μου κάνει νόημα να κάνω άκρη, και ανοίγει το συρτάρι βγάζοντας ένα μεγάλο κουτάλι.

ΟΥΤΕ ΚΑΝ ΚΟΥΤΑΛΑΚΙ..

«Σελω και εγώ παγωτό»
Παραπονιέται ο Μάριος και κάνει τα γλυκά ματάκια στον Στέφανο.
«Αυτά δεν πιάνουν σε εμένα»
Βάζει στο στόμα του μια μεγάλη κουταλιά παγωτού.

«Σε παλακαλω;»
Ειλικρινά τον παρακαλάει για να του δώσει παγωτό.

«Άντε, πάρε ένα κουτάλι και έλα μέσα να το τσακίσουμε»
Του κλείνει το μάτι και εκείνος πετάει από την χαρά του.

Πηγαίνει προς το σαλόνι και κάθεται στον καναπέ.
Ο Μάριος παίρνει δυο κουτάλια από το συρτάρι και κάθεται δίπλα στον Στέφανο.

«Γιατί έφερες δύο κουταλια;»
Τον ρωτάει, και του κάνει νόημα να φάει.

«Είναι εδώ και η Φαιδλα»
Με δείχνει, και χαμογελάω.

«Φαίδρα»
Τον διορθώνει ο Στέφανος.
Αλλά δεν πειράζει, είναι μικρός ακόμη οπότε δικαιολογημένα μπερδεύει ακόμη κάποια γράμματα.

MINE? [✓]Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα