Η πρώτη συνάντηση

29 5 0
                                    

Σε ένα μήνα αρχίζουν τα σχολεία. Πάλι καλά από τη μια. Μου έλειψαν οι κολλητές μου. Τελευταία χρονιά και μετά σπουδές.

Βγαίνω από το σπίτι για να κάνω το συνηθισμένο περίπατο όπως κάθε απόγευμα στην παραλία. Βάζω τα ακουστικά στα αυτιά και ξεκινάω.

-We are the heroes of our tiiiii.

Άουτς !

-Είσαι καλά? 

  και σηκώνοντας το βλέμμα μου από τη γη αντικρίζω ένα ζευγάρι πράσινα μάτια να με κοιτάζουν.

- Ναι,ναι. Μια χαρά είμαι. Δεν ξέρω πώς έγινε,μάλλον...θα σκόνταψα  κάπου.

- Χα χα ! Ίσως θα έπρεπε να δέσεις τα κορδόνια σου για να μην..ξανά σκοντάψεις. Με  λένε Βίκτορ
είπε κι αμέσως απ το υπέροχο χαμόγελο του σχηματίστηκαν λακάκια στα μάγουλα του.

-Χαχα.  Εμένα με λένε Άννα.

είπα κι έπιασα το χέρι του για να σηκωθώ. 

-Εδώ μένεις?

- Ναι , μετακόμισα πριν 2 μέρες με τους γονείς μου.

και με το χέρι του μου δείχνει το σπίτι του. Ακολουθώντας την πορεία του χεριού του το βλέμμα μου πέφτει στο για χρόνια άδειο σπίτι δίπλα στο δικό μου.

-Ακριβώς δίπλα μένω εγώ!

κι αρχίζουμε να γελάμε και οι δύο. Ποιος ξέρει γιατί.

-Δεν ήθελα να βγω έξω. Δεν το έχω αποδεχτεί ακόμα. Άφησα πίσω φίλους, όνειρα...

-Οο, κατάλαβα.

Και χωρίς να το καταλάβουμε αρχίσαμε να περπατάμε προς την παραλία. Η μια κουβέντα έφερνε την άλλη. Μέσα σε λίγες ώρες μάθαμε πολλά ο ένας για τον άλλον.
Την ξαφνική ησυχία έσπασε ο διαπεραστικός ήχος κουδουνιού ενός  ποδηλάτου και σε κλάσματα δευτερολέπτου μια δύναμη με έκανε να πέσω πάνω στον Βίκτορ.

Το μόνο που ακουγόταν ήταν οι ανάσες μας που με έκαναν να καταλάβω πως η καρδιά μου χτυπάει τόσο γρήγορα που νόμοζα ότι θα σταματήσει και συνειδητοποιώ τι έχει συμβεί.

- Πραγματικά συγγνώμη. Σε πάτησα?Δεν είδα το ποδήλατο και...

Κι ενώ προσπαθούσα να απολογηθώ , ένα πλατύ αμήχανο χαμόγελο ξεδιπλώθηκε στο πρόσωπο του.
Κι ενώ για μερικά δευτερόλεπτα είχαμε μείνει κι οι δυο ακίνητοι να κοιτάμε ο ένας τον άλλο, χτύπησε το τηλέφωνο μου και τότε συνειδητοποίησα ότι είχε νυχτώσει και ήμουν 4 ώρες έξω από το σπίτι.
Η μητέρα μου είχε ανησυχήσει και στο τηλέφωνο ακούστηκε πολύ συγχυσμένη. 
Ο Βίκτορ με συνόδευσε μέχρι την εξώπορτα κι ύστερα με καληνύχτισε με ένα πλατύ χαμόγελο.

-Αυτό που έκανες σήμερα ήταν ανεπίτρεπτο. Και τι έκανες τόσες ώρες έξω; Υποτίθεται ότι θα πήγαινες για περπάτημα και μετά θα γύριζες σπίτι να κάνεις την έκθεση που έχεις για αύριο.

"Ωχ, η έκθεση. Την είχα ξεχάσει τελείως.

Στη μορφή άρθρου να παρουσιάσετε τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα μας την τελευταία δεκαετία και να προτείνετε πιθανούς τρόπους επίλυσης τους》.

Αναγκαστικά   θα μείνω ξύπνια μέχρι αργά για να την τελειώσω."

-Εντάξει μαμά μην ανησυχείς. Θα την κάνω την έκθεση. Ξέρεις, το διπλανό σπίτι νοικιάστηκε....

- Κι εσύ που το έμαθες?

- Άργησα να γυρίσω γιατί γνώρισα το παιδί εκείνου που το νοίκιασε.

Η μητέρα μου με κοίταξε και σήκωσε το ένα φρύδι. Δεν είπε τίποτα κι έτσι την καληνύχτισα και ανέβηκα στο δωμάτιο μου.
Έκατσα στο θρανίο μου κι ετοιμάστηκα να ξεκινήσω να γράψω την έκθεση.

Το μυαλό μου γύριζε συνέχεια πίσω στη σκηνή όπου κατά λάθος έπεσα πάνω στο Βίκτορ κι εκείνος αντέδρασε με ένα περίεργο αλλά χαριτωμένο χαμόγελο.

Για ποιο λόγο άραγε?...

(Στη φωτογραφία η Άννα)

Κατά λάθοςWhere stories live. Discover now